Archive for Δάση

ΠΡΟΛΗΨΗ ΤΩΝ ΔΑΣΙΚΩΝ ΠΥΡΚΑΓΙΩΝ (Μέρος Ι)


ΓΕΝΙΚΑ

Στη χώρα μας το πρόβλημα της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών, έχει τεθεί από την αρχή σε λάθος δρόμο. Στηρίχθηκε στη φιλοσοφία κυρίως της ανάπτυξης των δυνάμεων και των μέσων καταστολής. Παρόλη την καλή διάθεση όλων των εμπλεκομένων, τα αποτελέσματα που καταγράφουμε κάθε καλοκαίρι είναι απογοητευτικά.

Έχει επικρατήσει η μονολιθική άποψη, ότι μόνο με την αύξηση και τη βελτίωση του εξοπλισμού και του προσωπικού των δασοπυροσβεστικών υπηρεσιών, το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών και των ζημιών που προκαλούν θα περιορισθεί.

Παρά το ότι οι σχεδιασμοί και οι προγραμματισμοί γίνονται με μεγάλη προσοχή, υπάρχουν αρκετές ημέρες του χρόνου, που οι καιρικές συνθήκες είναι τέτοιες, ώστε και η καλύτερη οργανωμένη δασοπυροσβεστική υπηρεσία να μην μπορεί να σταματήσει την εξάπλωση μιας φωτιάς, εφόσον αυτή ξεκίνησε από τυχαίο γεγονός.

Σε πολλές χώρες η προσπάθεια των δασοπυροσβεστικών υπηρεσιών έχει στραφεί κυρίως στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών. Δηλαδή αυξάνουν την πιθανότητα, να μην ανάψει η φωτιά και όχι αφού ανάψει, πώς να τη σβήσουν. Διότι από τη στιγμή που θα ανάψει η φωτιά, υπάρχουν εκατοντάδες παράγοντες, που θα επηρεάσουν την εξέλιξή της (χρόνος εντοπισμού, χρόνος πρώτης προσβολής, ανάγλυφο, είδος καύσιμης ύλης, διαθέσιμο προσωπικό και μέσα και πολλοί άλλοι). Αρκεί μόνο ένας από τους παράγοντες αυτούς, να είναι αρνητικός, ώστε όλη η προσπάθεια να αποτύχει.

Γιατί όμως στη χώρα μας δεν υπάρχει σαφής και οργανωμένη προσπάθεια, για την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών; Γιατί αυτό που για άλλες πυρόπληκτες χώρες αποτελεί το Α και το Ω της πολιτικής αντιμετώπισης του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών, στη χώρα μας είναι τελείως άγνωστο;

Η πιο αξιόπιστη απάντηση είναι, ότι σχεδόν όλοι όσοι ασχολήθηκαν κατά καιρούς σε κεντρικό επίπεδο με το θέμα των δασικών πυρκαγιών, δέχθηκαν a priori1 ότι τις φωτιές τις προκαλούν εκούσιοι εμπρηστές, κι επομένως αφού είναι μη ελεγχόμενοι, κάθε προσπάθεια μείωσης των επεισοδίων θεωρείται αναποτελεσματική. Έτσι ο όρος πρόληψη περιορίσθηκε σε αποσπασματικές ενέργειες κυρίως ορισμένων περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών, και αφορούν σε μέτρα μείωσης της καύσιμης βιομάζας, τη διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, την οργάνωση πυροφυλακίων ή τη δημιουργία ομβροδεξαμενών, την οργάνωση των δασοπυροσβεστικών δυνάμεων κ.λπ.. Στα σχέδια πρόληψης των δασικών πυρκαγιών ο άνθρωπος ως ακούσιος εμπρηστής δε συμπεριλήφθηκε σχεδόν ποτέ.

Στην πραγματικότητα τα μέτρα αυτά δεν αποτελούν πρόληψη, αλλά απλά μείωση της δυνατότητας επέκτασης μιας φωτιάς, μετά το άναμμά της. Διότι η αντιπυρική ζώνη, το πυροφυλάκιο, το μονοβέργισμα των θάμνων, οι ομβροδεξαμενές, τα υδροστόμια δεν προλαμβάνουν την εκδήλωση μιας φωτιάς, παρά μόνο υπό ορισμένες συνθήκες μπορεί να βοηθήσουν στον έγκαιρο έλεγχό της. Φυσικά εάν τα μέτρα αυτά αποτελούν την πρόληψη, τότε τα θεωρούμενα καλύτερα προστατευμένα περιαστικά δάση, δε θα έπρεπε να καίγονται.

Πρόληψη δασικής πυρκαγιάς σημαίνει πρόληψη της πρώτης φλόγας. Η πραγματική γενεσιουργός αιτία κάθε δασικής πυρκαγιάς, μικρής ή μεγάλης, είναι το άναμμα ενός σπίρτου. Αν αυτό δεν ανάψει, δε θα υπάρξει και πυρκαγιά.

Ο πιο αποτελεσματικός τρόπος, για να μην ανάψει το σπίρτο, είναι η ουσιαστική ενημέρωση των πολιτών. Οι πυρκαγιές που προκαλούνται από αμέλεια, εκτιμάται ότι ξεπερνούν σήμερα το 75-80%. Πολλοί από τους καλόπιστους χρήστες του δάσους, είναι ήδη εμπρηστές ή υποψήφιοι εμπρηστές, χωρίς να το γνωρίζουν. Η κακή πληροφόρηση των τελευταίων χρόνων οδήγησε την Ελληνική κοινωνία σε έναν επικίνδυνο εφησυχασμό, αφού όλοι έχουν πεισθεί, ότι για να κάψεις το δάσος, πρέπει να είσαι επαγγελματίας εμπρηστής.

Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά, για να δούμε πώς φθάσαμε μέχρι εδώ, ώστε να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε ένα αξιόπιστο μηχανισμό ουσιαστικής πρόληψης των δασικών πυρκαγιών.

ΠΩΣ ΕΝΗΜΕΡΩΝΕΤΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΜΕΧΡΙ ΣΗΜΕΡΑ;

Οι δασικές πυρκαγιές άρχισαν να παρουσιάζονται ως σοβαρό οικολογικό πρόβλημα, από τότε που μπήκε στη ζωή μας η τηλεόραση. Μέχρι και το τέλος της δεκαετίας του 1970, οι δασικές πυρκαγιές απασχολούσαν μόνο τις τοπικές κοινωνίες και ποτέ δεν αποτέλεσαν εθνική είδηση. Η κατάσταση άλλαξε το καλοκαίρι του 1981, όταν η φωτιά σε μια επίδειξη απίστευτης θρασύτητας χτύπησε τα Βόρεια Προάστια, στην καρδιά της Αθήνας.

Από τη στιγμή που η εικόνα εισέβαλε στο σπίτι μας και οι περιγραφές των γεγονότων ακολούθησαν τη δραματική υπερβολή και των υπολοίπων ειδήσεων, οι δασικές πυρκαγιές αποτελούν το συνηθέστερο θερινό θέμα. Όταν τα κανάλια αυξήθηκαν με την είσοδο της ιδιωτικής τηλεόρασης, οι εικόνες στάχτης και καταστροφής και οι δραματικές περιγραφές των ρεπόρτερ, τροφοδότησαν τη φαντασία μας με σενάρια συντέλειας του κόσμου.

Το πρόβλημα έγινε πιο κοντινό, όταν πολλοί κάτοικοι των αστικών κέντρων μετακόμισαν στις περιαστικές δασικές εκτάσεις και οι φλόγες εκτός από τα δένδρα, έβρισκαν στο δρόμο τους όλο και περισσότερα σπίτια. Οι καμένες περιουσίες, η απελπισία των παθόντων, οι μαύροι κορμοί των δένδρων, έδωσαν, όχι άδικα, σε ένα συνηθισμένο φυσικό φαινόμενο ηλικίας χιλιάδων χρόνων, διαστάσεις εθνικής καταστροφής.

Ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός, παρουσιαζόταν από τα Μ.Μ.Ε. τελείως ανεπαρκής, για να σταματήσει την υποτιθέμενη επερχόμενη ερημοποίηση της χώρας. Και έτσι άρχισε ο μύθος των εμπρηστών. Οι δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες και γενικά η κρατική μηχανή βρέθηκε σε θέση άμυνας. Έπρεπε να δώσουν σαφείς εξηγήσεις σε έναν πανικόβλητο λαό, γιατί δε μπορούν να ελέγξουν τις πυρκαγιές. Και αντί να εφαρμόσουν μια επιθετική πολιτική ενημέρωσης για τα πραγματικά αίτια των δασικών πυρκαγιών και για την αντικειμενική αδυναμία των ανθρώπων σε ολόκληρο τον πλανήτη να ελέγξουν αυτό το φυσικό φαινόμενο, άρχισαν να ψελλίζουν δικαιολογίες, από τις οποίες πιο πειστική και πιο αποδεκτή φάνηκε να είναι αυτή των δόλιων εμπρηστών. Η αποδοχή της εξήγησης ήταν απόλυτα δικαιολογημένη. Εκούσιοι εμπρηστές πράγματι υπήρχαν σε όλες τις εποχές. Ήταν παλιότερα οι βοσκοί και τα τελευταία χρόνια αυτοί που εκμεταλλευόμενοι την αδυναμία των νόμων, την απουσία κτηματολογίου και την κρατική ανοχή, εμπορεύτηκαν παράνομα χιλιάδες στρέμματα καμένων εκτάσεων που δεν τους ανήκε.

Στις δύο τελευταίες δεκαετίες ακόμη και οι πυρκαγιές που ξεκινούσαν από σκουπιδότοπο, καταλογίζονταν ως έργο αδίστακτων εμπρηστών. Δεν άργησε να παρουσιαστεί ένα εθνικό παραλήρημα αναθεματισμού με αποδέκτες, ολόκληρες κοινωνικές ομάδες που θεωρούνταν ύποπτες εμπρησμού. Αρκεί να είχε κάποιος την ατυχία να του δώσει το ίδιο το κράτος γη κοντά σε δάσος, για να θεωρηθεί και να στιγματισθεί ως ύποπτος εμπρησμού. Οι νόμιμοι ιδιοκτήτες κτημάτων, που παραχωρήθηκαν πριν δεκάδες χρόνια, κοντά στο Σέιχ-Σου, δέχθηκαν λεκτικές επιθέσεις και προπηλακισμούς, διότι θεωρήθηκαν όλοι ανεξαιρέτως ότι είχαν ευθύνη για την πυρκαγιά του δάσους.

Υπήρχε και εξακολουθεί ακόμη να υπάρχει τόση υπερβολή, που σύντομα ολόκληρη η κοινωνία πίστεψε, ότι για να βάλεις φωτιά σε ένα δάσος, θα πρέπει να έχεις ιδιαίτερες γνώσεις και ειδικούς εμπρηστικούς μηχανισμούς υψηλής τεχνολογίας. Θα πρέπει να γνωρίζεις την τοπογραφία της περιοχής, το είδος της βλάστησης, τις καιρικές συνθήκες των επόμενων ωρών.

Τόσο πολύ πεισθήκαμε για την ύπαρξη των οργανωμένων κυκλωμάτων, που οι αντιδράσεις φθάνουν μέχρι και σε επικίνδυνες υπερβολές. Έτσι ηγούμενος μεγάλου μοναστηριού δήλωνε, ότι εάν αντιληφθεί εμπρηστή δάσους, θα τον έπνιγε με τα ίδια του τα χέρια. Φυσικά και δεν το εννοούσε, όμως δείχνει το βαθμό που η λανθασμένη πληροφόρηση πέρασε μέσα μας. Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι αξίζει η απώλεια δασοπυροσβεστών προκειμένου να διασωθούν κάποια δένδρα, αδικώντας τη γενναιότητα και τη θυσία των τελευταίων σύγχρονων ηρώων μας. Μερικοί πάλι υποστηρίζουν στα σοβαρά, ότι υπάρχει ευθεία σχέση μεταξύ χρονιάς εκλογών και έξαρσης των πυρκαγιών. Σε μια δημοκρατική χώρα, όπου οι βουλευτικές και οι δημοτικές εκλογές, με αυτές για την ευρωβουλή γίγονται σχεδόν κάθε χρόνο, βρέθηκε τρόπος να γίνει ένας επικίνδυνος συσχετισμός, χωρίς κανείς να μπει στον κόπο, να δει ότι, όταν έχουμε στην Ελλάδα έξαρση των πυρκαγιών, έχουν και οι υπόλοιπες μεσογειακές χώρες, αφού οι αυξομειώσεις του φαινομένου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τα καιρικά φαινόμενα ολόκληρης της Μεσογειακής Λεκάνης.

Μπροστά στην επικίνδυνη υπερβολή, το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Θεσσαλονίκης, εξέδωσε σειρά δελτίων τύπου, που ζητούσε να επικρατήσει ψυχραιμία και ότι η έξαρση των δασικών πυρκαγιών οφείλεται στον εφησυχασμό και τη μειωμένη προσοχή όλων μας όταν χρησιμοποιούμε τη φωτιά, σε ημέρες υψηλού κινδύνου. Στα δελτία αυτά επισημάνθηκε ο διαφαινόμενος κίνδυνος δημιουργίας νέας ομάδας εμπρηστών. Η υπερβολή στις αντιδράσεις, εξωθεί αντικοινωνικά ή ψυχοπαθολογικά άτομα, να προσπαθήσουν να προκαλέσουν την κοινωνία εκεί που φαίνεται ότι πονά, δηλαδή στον εμπρησμό των δασών. Η πρόβλεψη αποδείχθηκε σωστή. Τα τελευταία χρόνια έχουν εντοπισθεί ψυχικά διαταραγμένα άτομα, να προκαλούν εκούσιους εμπρησμούς, με μόνο λόγο να προκαλέσουν την κοινή γνώμη.

Κάπως έτσι φθάσαμε στον εφησυχασμό. Πεισθήκαμε ότι, αφού δεν επιθυμούμε να προκαλέσουμε πυρκαγιά, δεν υπάρχει τρόπος να το κάνουμε. Το τσιγάρο πετιέται από το παράθυρο του αυτοκινήτου, τα χόρτα καίγονται στους κήπους, οι ψησταριές ανάβουν μέσα στα δάση ακόμη και όταν οι θερμοκρασίες είναι υψηλότερες από τους 35ο C και οι άνεμοι ισχυρότεροι από 7 μποφόρ.

Στην πραγματικότητα κάναμε ένα πισωγύρισμα πολλών χρόνων. Οι παλιότερες γενιές, μεγαλωμένες κοντά σε δάση ήξεραν την ευφλεκτικότητά τους και πρόσεχαν τη χρήση της φωτιάς κατά τους θερινούς μήνες.

Έτσι, επαναλαμβάνουμε ότι η έλλειψη σωστής πληροφόρησης οδήγησε στο κύμα των μεγάλων πυρκαγιών των τελευταίων χρόνων.

ΠΩΣ ΘΑ ΕΝΗΜΕΡΩΘΕΙ Ο ΠΟΛΙΤΗΣ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΑ ΚΑΙ ΑΠΟΔΟΤΙΚΑ;

Κατ’ αρχήν η ενημέρωση θα πρέπει να γίνει με κεντρικό σχεδιασμό. Το θέμα είναι πολύ σοβαρό για να αφήνεται στην ευχέρεια περιφερειακών υπηρεσιών ή σε μεμονωμένα άτομα, όσο άξια και αν είναι αυτά.

Την οργάνωση μιας κεντρικής πολιτικής ολοκληρωμένης και έγκυρης ενημέρωσης θα πρέπει να την αναλάβει ομάδα επιστημόνων και τεχνικών πολλών ειδικοτήτων, η οποία να αποτελείται από άτομα που γνωρίζουν το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών. Ψυχολόγοι, κοινωνιολόγοι, δασολόγοι, βιολόγοι, πυροσβέστες, εκπαιδευτικοί, γιατροί, επικοινωνιολόγοι, διαφημιστές, γραφίστες, καλλιτέχνες είναι μερικές ειδικότητες, που πρέπει να εμπλακούν στο σχεδιασμό και την υλοποίησή της.

Το πρόγραμμα της ενημέρωσης πρέπει να είναι πολυεστιακό. Πρέπει να στοχεύει να εκπαιδεύσει όλους τους Έλληνες, κάθε ηλικίας, να μάθουν να ζουν με ασφάλεια σε ένα εύφλεκτο περιβάλλον, χωρίς να φοβούνται τις φωτιές και κυρίως χωρίς να τις προκαλούν. Επίσης πρέπει να είναι ευέλικτο και να έχει τη δυνατότητα να απορροφά και να διαχέει συνεχώς τις γνώσεις που αποκτούνται από τη διεθνή έρευνα και εμπειρία.

Πρέπει να υπάρχει ποικιλότητα έκφρασης. Η ίδια πληροφόρηση να μεταφέρεται με άλλα λόγια στα παιδιά και με άλλα στους ενήλικες. Να έχει άλλη αισθητική, όταν αφορά σε πινακίδες ή μπροσούρες, και άλλη όταν αφορά σε κινηματογραφικά φιλμ. Να έχει άλλη διάσταση για κατοίκους των πόλεων και των πεδινών περιοχών και άλλη για τους κατοίκους των ορεινών περιοχών. Κυρίως όμως να σέβεται το δέκτη και να μην προσβάλλει τη νοημοσύνη του. Δε χρειάζεται σε ενήλικες να αναφερθούν οι ωφέλειες και η ομορφιά του δάσους, αλλά τι θα πρέπει να προσέξει, για να μην καταστρέψει αυτή την ομορφιά.

Σήμερα ολόκληρη η ελληνική κοινωνία αγαπά πραγματικά τη φύση και ιδιαίτερα τα δάση μας. Αυτοί που έχουν λόγους να τα προστατέψουν είναι πια πολύ περισσότεροι κι αυτό πρέπει να το εκμεταλλευθούν οι σχεδιαστές της ενημέρωσης.

Ένας άλλος σκοπός της πληροφόρησης είναι, να διεγείρει τη συνεργασία όλων των φορέων προστασίας, των εθελοντικών ομάδων και του κοινού.

Η σωστή αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών ξεκινά από την ενημέρωση των πολιτών, και μάλιστα όταν αρχίζει από τις μικρότερες ηλικίες, γίνεται ακόμη πιο αποτελεσματική.

Η ανάπτυξη φιλοδασικών συναισθημάτων και κλίματος προστασίας των δασών, έχει ως αποτέλεσμα τη δημιουργία εθελοντικών ομάδων (σύλλογοι, σχολεία, εργαζόμενοι, πρόσκοποι κ.λπ.), οι οποίες αναλαμβάνουν με τη σειρά τους, να διαπαιδαγωγήσουν το κοινό, αλλά και να προστατέψουν άμεσα το δάσος με περιπολίες και περιφρουρήσεις.

~

1. A priori: (λατ.) εκ των προτέρων· φιλοσοφ. όρος για να δηλώσει το από πριν δεδομένο, που δεν στηρίζεται στην εμπειρία: οι φυσικές επιστήμες δεν στηρίζονται σε a priori αλήθειες αλλά στην παρατήρηση | παρά τα διδάγματα της εμπειρίας: δεν είναι σωστό να δεχόμαστε a priori πολιτικές θέσεις και απόψεις.


Πηγή: Μαθαίνοντας να ζούμε με τις Δασικές Πυρκαγιές – Παύλος Κωνσταντινίδης

Comments (1) »

Η αναγκαιότητα δημιουργίας ενιαίας κεντρικής πολιτικής στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών

I love her, I love her not…

Η αναγκαιότητα δημιουργίας ενιαίας κεντρικής πολιτικής
στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών

Παύλος Ν. Κωνσταντινίδης.
Ερευνητής ΕΘΙΑΓΕ. 57006 Λουτρά Θέρμης
Ανακοίνωση που πραγματοποιήθηκε στο «Συνέδριο του Υπουργείου Γεωργίας (Γεν. Δ/νση Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών & Φυσ. Περιβάλλοντος) «‘Πρόληψη των δασικών πυρκαγιών» Μυτιλήνη 23 & 24 -10-2003.

Γενικά

Πρώτα από όλα θα ήθελα να ευχαριστήσω τους οργανωτές του συνεδρίου και ιδιαίτερα το τμήμα Δασικών Εφαρμογών της Γενικής Διεύθυνσης Ανάπτυξης και Προστασίας Δασών & Φυσικών Πόρων για την τιμή που μου έκαναν, καλώντας με να αναπτύξω τις απόψεις μου, σε μια τόσο σημαντική συνάντηση.

Ο προληπτικός σχεδιασμός στην αντιμετώπιση των δασικών πυρκαγιών, αφορά όπως είναι φυσικό όλες τις ενέργειες που γίνονται εκ των προτέρων για να αντιμετωπισθεί το φαινόμενο και έχει να κάνει με το σύνολο της οργάνωσης του αντιπυρικού αγώνα. Η εισήγηση όπως φαίνεται και από τον τίτλο της αφορά μόνο την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών όπως αυτή εννοιολογικά αφορά τις ευθύνες και τις υποχρεώσεις της Δασικής Υπηρεσίας.

Το θέμα της οργάνωσης του προληπτικού σχεδιασμού και της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών έχει απασχολήσει το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Θεσσαλονίκης εδώ και πολλά χρόνια. Το ξεκίνημα έγινε με τη δημιουργία του Εργαστηρίου Δασικών Πυρκαγιών, το οποίο διηύθυνα και στο οποίο πραγματοποιήθηκαν πολλά και σημαντικά ερευνητικά προγράμματα που έχουν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές, όπως το πρόγραμμα Science for Stability του ΝΑΤΟ, ο EFAISTUS, ο ΑΘΩΣ, το πρόγραμμα για την μεταπυρική διαχείριση του Σέιχ Σου, ενώ τώρα ξεκινά ένα πολύ φιλόδοξο πρόγραμμα εφαρμογής επίγειων και εναέριων μεθόδων τηλεματικών μεθόδων ανίχνευσης των δασικών πυρκαγιών το ΣΙΘΩΝ.

Ο προβληματισμός που θέσαμε από την αρχή στο θέμα της αποτελεσματικής αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών είναι να καθορίσουμε τι πραγματικά σημαίνει πρόληψη των δασικών πυρκαγιών και ποιος μπορεί να καθορίσει τις έννοιες και τις αναγκαιότητές της; Για παράδειγμα αποτελεί την ουσία της πρόληψης η δημιουργία δικτύων παρατηρητηρίων, ομβροδεξαμενών, υδροστομίων ή αντιπυρικών ζωνών ή πρόληψη σημαίνει να μην ανάψει το σπίρτο που θα προκαλέσει την πυρκαγιά; Και αν όλα τα παραπάνω εντάσσονται στην πρόληψη πώς και από ποιον αξιολογούνται, ώστε να υπάρχει μεγαλύτερη απόδοση και κυρίως Εθνική αξιοπιστία για την αποτελεσματικότητα της προσπάθειας;

Επικρατούσα κατάσταση στο σχεδιασμό πρόληψης των δασικών πυρκαγιών.

Για να μπορέσουμε να πλησιάσουμε με επιστημονικό και αντικειμενικό τρόπο την αλήθεια, ώστε να κάνουμε ως Επιστημονικό Ίδρυμα ορθές και αποδοτικές προτάσεις, καταγράψαμε την επικρατούσα κατάσταση.

Στη χώρα μας το πρόβλημα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών μέχρι και σήμερα στηρίζεται στη φιλοσοφία, κυρίως της μείωσης της καύσιμης ύλης και τη δημιουργία περισσότερων εμποδίων στη φωτιά, όταν αυτή εκδηλωθεί, στην οργάνωση εκ των προτέρων των μέσων και των δυνάμεων καταστολής και στη μείωση του χρόνου επισήμανσης και πρώτης προσβολής. Παρόλη την καλή διάθεση και την τεράστια προσπάθεια των εμπλεκομένων υπηρεσιών τα αποτελέσματα δεν είναι καθόλου ικανοποιητικά. Και ας μην ξεγελάσει κανέναν η ύφεση των τελευταίων τριών χρόνων. Είναι η συνηθισμένη ύφεση που ακολουθεί τις χρονιές με μεγάλες πυρκαγιές. Στα δάση μας ξανασυγκεντρώνονται κάθε χρόνο τεράστιες ποσότητες καύσιμης ύλης (ξύλα, ρητίνες, αιθέρια έλαια κ.λ.π.), που θα πρέπει να μας κάνει ακόμη περισσότερο ανήσυχους. Παρά τους προσεχτικούς σχεδιασμούς και τους προγραμματισμούς θα υπάρχουν πάντα αρκετές ημέρες του χρόνου, που οι καιρικές συνθήκες θα είναι τέτοιες, ώστε ούτε και οι πλέον προηγμένες τεχνολογικά δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες να μπορούν να τις ελέγξουν (συμβαίνει στην μεσογειακή κλιματική ζώνη της Αμερικής της Αυστραλίας κ.λ.π.). Από τη στιγμή που θα ξεσπάσει η φωτιά ο έλεγχος της εξαρτάται από δεκάδες παράγοντες που θα επηρεάσουν την εξέλιξή της (χρόνος εντοπισμού, χρόνος πρώτης προσβολής, προσβασιμότητα, ανάγλυφο, διαθέσιμο νερό, είδος καύσιμης ύλης, διαθέσιμο προσωπικό κ.λ.π.).

Στη χώρα μας όσοι ασχολήθηκαν μέχρι τώρα με την πρόληψη των δασικών πυρκαγιών, δέχθηκαν a priori ότι τις φωτιές τις προκαλούν εκούσιοι εμπρηστές και επομένως αφού είναι μη ελεγχόμενοι, κάθε προσπάθεια μείωσης των επεισοδίων θεωρείται αναποτελεσματική. Έτσι ο όρος πρόληψη περιορίσθηκε σε αποσπασματικές ενέργειες κυρίως των περιφερειακών Δασικών Υπηρεσιών και αφορούν διαχειριστικά μέτρα, όπως απομάκρυνση του υπορόφου, αραιώσεις, εμπλουτισμό των δασών με δύσφλεκτα είδη ή γίνονται διάφορες κατασκευές, όπως διάνοιξη αντιπυρικών ζωνών, βελτίωση των δρόμων προσπέλασης, δημιουργία ομβροδεξαμενών, πυροφυλακίων κ.λ.π. Στα σχέδια πρόληψης των δασικών πυρκαγιών ο άνθρωπος ως ακούσιος εμπρηστής δεν συμπεριλήφθηκε σχεδόν ποτέ.

Ακόμη όμως και σε αυτά τα αποσπασματικά μέτρα, ο βαθμός ενεργειών προς αυτή την κατεύθυνση και η αποτελεσματικότητά τους, είναι απόλυτα συνδεδεμένος με την ικανότητα, το μεράκι, τις γνώσεις, τα μέσα και τις πιστώσεις που διαθέτουν οι επιφορτισμένοι υπάλληλοι των διαφόρων περιφερειακών δασαρχείων. Τα πάντα εξαρτώνται από την απόδοση μιας Υπηρεσίας που ενώ πραγματοποίησε θαύματα, διατηρώντας σε μεγάλο βαθμό τα δάση, κατά τη διάρκεια δύο παγκοσμίων πολέμων, εμφυλίων σπαραγμών και της σύγχρονη επέλασης των καταπατητών, εν τούτοις απαξιώθηκε από το κράτος και τους πολίτες του, θεωρήθηκε υπαίτιο για την ανθρώπινη αδυναμία ελέγχου των φυσικών φαινόμενων, δεν προστατεύθηκε από τα Πανεπιστημιακά και τα Ερευνητικά Ιδρύματα και τελικά οδηγήθηκε στο σημερινό μαρασμό και την κούραση που προκαλεί η απογοήτευση, της μη αναγνώρισης και της άδικης συμπεριφοράς.

Ένα άλλο πρόβλημα στους σχεδιασμούς πρόληψης είναι η ουσιαστική απώλεια συσσωρευμένης εμπειρίας. Το χρονικό κενό που δημιούργησε η καθυστέρηση κάλυψης με αναγκαίο προσωπικό των δασαρχείων, προκάλεσε ένα μεγάλο χάσμα μεταλαμπάδευσης γνώσης και εμπειρίας από τους παλιότερους προς τους νεώτερους. Έτσι τον όποιο σχεδιασμό της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών καλούνται να υλοποιήσουν από τη μια οι έμπειροι, αλλά ουσιαστικά αποστρατευμένοι δασολόγοι που υποχρεώθηκαν να αναλώσουν την καριέρα τους όχι στη διαχείριση, αλλά στην αστυνόμευση των δασών και από την άλλη οι άπειροι νέοι συνάδελφοι, που προσελήφθησαν πρόσφατα και που μπορεί να έχουν μεράκι, αλλά στερούνται της εμπειρίας.

Το χειρότερο όλων είναι ότι ακόμη και έτσι οι σχεδιασμοί γίνονται κάτω από τρομακτικές πιέσεις της κοινής γνώμης, η οποία ενημερώνεται για τα θέματα των δασικών πυρκαγιών, όχι από το επίσημο κράτος, αλλά από τα διάφορα ΜΜΕ. Είναι εύκολο να διαπιστώσει κάποιος ότι σε μια πυρόπληκτη χώρα όπως η δική μας δεν υπάρχει σχεδιασμός επιστημονικής ενημέρωσης των πολιτών σε θέματα πρόληψης, καταστολής των δασικών πυρκαγιών, ούτε και ενημέρωση για τις ανάγκες της μεταπυρικής διαχείρισης των καμένων δασικών εκτάσεων. Η μεταφορά γνώσης γίνεται από τους αργόσχολους αδαείς μόνιμους επισκέπτες των παραθύρων των ειδήσεων που μας ταλαιπωρούν μόνιμα και επί παντός επιστητού από τα παράθυρα των καναλιών. Η παραπληροφόρηση οδήγησε στην επικρατούσα αντίληψη ότι πίσω από κάθε φωτιά βρίσκεται και ένας κακόβουλος εμπρηστής. Οι πυρκαγιές της Αττικής οφείλονται σε καταπατητές, οι φωτιές των αιγαιοπελαγίτικων νησιών σε πράκτορες άλλων χωρών που επιβουλεύονται τον τουρισμό μας, οι πυρκαγιές των παραλιακών δασών μας σε αποσταθεροποιητές της πολιτικής μας ζωής κ.λ.π. Και η ιδέα αυτή πέρασε σήμερα σε ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, βολεύοντας το Δήμαρχο διότι απαλλάσσεται η χωματερή του, τις δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες για την φαινομενικά χαμηλή απόδοσή τους, τις κυβερνήσεις για τις μειωμένες πιστώσεις κ.ο.κ.

Κανείς δεν μπορεί να ισχυρισθεί, ότι δεν υπάρχουν εκούσιοι εμπρηστές. Όμως η διαρκής επίκληση τους δημιούργησε μεγάλα προβλήματα και συνετέλεσε στην κατακόρυφη αύξηση των δασικών πυρκαγιών από αμέλεια. Σήμερα και ο τελευταίος πολίτης είναι πεπεισμένος ότι εφόσον ο ίδιος δεν έχει πρόθεση να κάψει το δάσος, δεν έχει και τον τρόπο να το κάνει. Όλοι μας πιστεύουμε ότι για να προκαλέσεις πυρκαγιά, πρέπει να είσαι επαγγελματίας εμπρηστής. Πρέπει να γνωρίζεις το είδος της καύσιμης ύλης και την τοπογραφία, να έχεις την πρόγνωση του καιρού και να διαθέτεις υπερσύγχρονους εμπρηστικούς μηχανισμούς. Έτσι σήμερα μετατραπήκαμε στην εφησυχάζουσα κοινωνία που δεν προσέχει ούτε που πετά το αναμμένο τσιγάρο. Μπορεί κάποιος να καίει τα χόρτα στην αυλή του σπιτιού του, σε ημέρες υψηλού κινδύνου, χωρίς κανείς να του κάνει παρατήρηση, αλλά να θεωρηθεί και να κατηγορηθεί ως ύποπτος εμπρησμού επειδή κάποτε η πολιτεία του έδωσε τίτλους κυριότητας σε εκτάσεις που σήμερα αποτελούν τμήματα περιαστικών δασών.

Πρόληψη του ξεκινήματος της φωτιάς.

Στην πραγματικότητα τα διαχειριστικά μέτρα και οι διάφορες κατασκευές από μόνα τους δεν αποτελούν πρόληψη, αλλά απλά μειώνουν την ταχύτητα επέκτασης της φωτιάς, μετά το άναμμά της. Εάν αυτά τα μέτρα αποτελούσαν πρόληψη, τότε τα πολύ καλά προστατευμένα επώνυμα περιαστικά δάση δεν θα έπρεπε να καίγονται, τουλάχιστον τόσο συχνά.

Σήμερα σε πολλές πυρόπληκτες χώρες το βάρος των σχεδιασμών της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών εστιάζεται κυρίως στην προσπάθεια να μην ανάψει το σπίρτο και δίνουν μεγάλη έμφαση της προσπάθειας πρόληψης προς αυτή την κατεύθυνση. Το άναμμα του σπίρτου γίνεται από τον άνθρωπο και στόχος της προσπάθειάς τους είναι η ενημέρωση των πολιτών σε θέματα που έχουν σχέση με τους ακούσιους εμπρησμούς.

Είναι αλήθεια ότι και στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια έγιναν ορισμένες προσπάθειες από διάφορες υπηρεσίες για ενημέρωση των πολιτών σε θέματα πρόληψης δασικών πυρκαγιών. Όμως η αποσπασματική ενημέρωση των διαφόρων υπουργείων τις περισσότερες φορές έφερε μόνο σύγχυση και μερικές φορές και εκνευρισμό. Για παράδειγμα όταν το 2000 η Ελλάδα καίγονταν από άκρη σε άκρη στα κανάλια της τηλεόρασης έπαιζαν σποτάκια που ενημέρωναν απελπισμένους πολίτες που έχασαν τις περιουσίες τους στις φλόγες, πόσους υπολογιστές ή πόσα οχήματα διαθέτει η Πυροσβεστική Υπηρεσία και πόσο καλά εκπαιδεύεται το προσωπικό της. Στη συνέχεια βγήκαν σποτάκια που παρότρυναν τον κόσμο να αγαπήσει τα δάση, γιατί έτσι αυτά θα σωθούν, λες και υπάρχουν άνθρωποι που να μισούν τα δάση. Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι αυτές οι προσπάθειες έγιναν με αγαθή πρόθεση, όμως δυστυχώς απουσίαζε η απαραίτητη γνώση και η ευαισθησία. Μερικές από αυτές ήταν μειωτικές για την αντίληψη των πολιτών και αδικούσαν την Πυροσβεστική Υπηρεσία, η οποία την ίδια περίοδο έκανε τιτάνιο αγώνα σε μια άνιση μάχη με τις φλόγες σε ολόκληρη την επικράτεια.

Το χρόνο που μας πέρασε έγινε μια σοβαρότερη προσπάθεια και τα σποτάκια έδιναν μερικές ουσιαστικές συμβουλές, με επαγγελματικό τρόπο. Όμως η ευχάριστη έκπληξη ήλθε από τα καθημερινά δελτία με το χάρτη επικινδυνότητας της χώρας από τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας. Μπορεί η αποτελεσματικότητά του να αμφισβητήθηκε ακόμη και δημόσια από την ηγεσία της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, όμως τα αποτελέσματα που υπήρξαν δικαιώνουν την προσπάθεια και αυτό θα ήταν άδικο και λάθος να μην καταγραφεί και να μην ληφθεί υπόψη στους μελλοντικούς σχεδιασμούς.

Προτάσεις.

Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς για την επικρατούσα κατάσταση στην πρόληψη των δασικών πυρκαγιών. Όμως η απαρίθμηση των κακώς κείμενων βοηθά αλλά δεν δίνει λύσεις. Τις λύσεις τις δίνουν συγκεκριμένες προτάσεις και ο διάλογος που τις ακολουθεί. Ήμαστε μια χώρα που από την πρώτη στιγμή που κατοικήθηκε συνυπάρχει με τις δασικές πυρκαγιές, και σήμερα μερικές χιλιάδες χρόνια μετά, κανείς δεν πρέπει να αισθάνεται υπερήφανος που δεν γνωρίζουμε τίποτε γι’ αυτές.

Εκείνο που προτείνουμε να γίνει είναι ο σχεδιασμός της αντιπυρικής προστασίας σε κεντρικό επίπεδο, με υποχρεωτική εφαρμογή στην περιφέρεια. Ο σχεδιασμός θα πρέπει να γίνει από αυτούς που έχουν από το νόμο την ευθύνη της πρόληψης δηλαδή το Υπουργείο Γεωργίας και ιδιαίτερα της Δασικής Υπηρεσίας. Κανείς άλλος δεν δικαιούται ούτε πρέπει να επιτρέπεται να εμπλέκεται στο θέμα αυτό. Περιπλέκουν επικίνδυνα την ποιότητα και την αξιοπιστία του σχεδιασμού αλληλοσυγκρουόμενες πληροφορίες, που προέρχονται από διάφορες κρατικές υπηρεσίες και οργανισμούς. Ακόμη πρέπει να απαγορευθεί χωρίς την άδεια της Δασικής Υπηρεσίας οι πρωτοβουλίες ενημέρωσης σε θέματα πρόληψης δασικών πυρκαγιών από ιδιώτες.

Η Κεντρική Δασική Υπηρεσία θα πρέπει να αναλάβει άμεσα, τώρα από το χειμώνα να εκπονήσει το πρόγραμμα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών και ο σχεδιασμός να προβλέπει διάρκεια πολλών χρόνων. Το συντονισμό του σχεδιασμού πρέπει να αναλάβει ολιγομελής ευκίνητη ομάδα εξειδικευμένων στελεχών της κεντρικής δασικής υπηρεσίας και ειδικών επιστημόνων που έχουν ασχοληθεί με το θέμα. Το ευέλικτο σχήμα θα δίνει τη δυνατότητα της γρήγορης αντίδρασης σε εξαιρετικά γεγονότα και της άμεσης αφομοίωσης της γνώσης που παρέχει η εθνική και η παγκόσμια έρευνα.

Η ομάδα αυτή θα αναλάβει την ευθύνη να βρίσκει κατά περίπτωση το κατάλληλο δυναμικό, που θα είναι ικανό να σχεδιάσει και να υλοποιήσει ένα σοβαρό και αποδοτικό πρόγραμμα πρόληψης των δασικών πυρκαγιών. Οι δασικές πυρκαγιές είναι σύνθετες και αφορούν ολόκληρο τον πληθυσμό. Έχουν οικολογική, οικονομική, κοινωνική, τουριστική, αισθητική, προστατευτική, εθνική διάσταση. Δασολόγοι, κοινωνιολόγοι, διαφημιστές, επικοινωνιολόγοι, ψυχολόγοι, πυροσβέστες, εκπαιδευτικοί, θα μπορέσουν με την ευθύνη της προτεινόμενης κεντρικής επιτροπής να κάθονται στο ίδιο τραπέζι και να καθορίσουν τις βασικές πρωτοβουλίες για την ουσιαστική πρόληψη των δασικών πυρκαγιών.

Η Επιτροπή Σχεδιασμού Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών θα πρέπει να κινηθεί προς τις εξής κατευθύνσεις.

1. Να επανακαθορισθεί η βασική έννοια «πρόληψη των δασικών πυρκαγιών» και οι στόχοι της. Ίσως αυτό ακούγεται υπερβολικό όμως η πρόληψη στη γενική έννοιά της, όπως αυτή καταγράφεται και στον τίτλο του συνεδρίου, (Προληπτικός Σχεδιασμός στην Αντιμετώπιση των Δασικών Πυρκαγιών) αφορά μέχρι και οργανωτικά θέματα της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, που δεν έχει διοικητική ή άλλη εξάρτηση από τη Δασική Υπηρεσία, ούτε από τα μέτρα που αυτή παίρνει. Επίσης είναι βασικό να καθορισθεί εάν η προσπάθεια επικεντρώνεται μόνο στην πρόληψη των πυρκαγιών ή θα περιλάβει και τη μείωση των αρνητικών επιπτώσεων των πυρκαγιών. Εάν η μείωση των αρνητικών επιπτώσεων θεωρηθεί πιο σημαντική, τότε αυτό σημαίνει ότι η πολιτική πρόληψης θα πρέπει να αλλάξει. Από την προστασία του δάσους η πρόληψη θα μεταφερθεί κυρίως στην προστασία των ανθρώπων και των περιουσιών τους.

2. Να επανακαθορίσει τις αναγκαιότητες όλων των κλασσικών έργων πρόληψης εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών. Τα γνωστά μέχρι σήμερα έργα και οι ενέργειες που έχουν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές, πρέπει να αξιολογηθούν από την αρχή. Όσα θα θεωρηθούν ότι είναι μη αποτελεσματικά θα σταματήσουν να γίνονται, για δε τα υπόλοιπα θα δημιουργηθούν προδιαγραφές. Με τον τρόπο αυτόν θα είναι εύκολος και ελεγχόμενος ο προγραμματισμός των δαπανών για τα έργα πρόληψης της εξάπλωσης των δασικών πυρκαγιών. Όταν οι πιστώσεις για την πλήρη δασική προστασία θα είναι εκτιμιταίες με σχετική ακρίβεια, τότε θα είναι πιο εύκολα απαιτητές και διεκδικίσιμες. Εάν, για παράδειγμα, οι αντιπυρικές ζώνες είναι αποτελεσματικές τότε να γίνουν και στη Σάμο ή στην Σκόπελο και αν δεν χρειάζονται να σταματήσουν να πληγώνουν το τοπίο στη Σιθωνία ή την Κασσάνδρα. Εάν αποφασισθεί ότι πρέπει να γίνονται θα πρέπει να καθορίζεται το ιδανικό πλάτος τους και η γωνία τους σε σχέση με την κατεύθυνση των επικρατούντων ανέμων και όχι να εξαρτώνται από τις επιθυμίες του μπουλντοζιέρη. Άλλο παράδειγμα είναι η επιχειρούμενη μείωση της καύσιμης βιομάζας, με την αφαίρεση των θάμνων κάτω από τα δένδρα. Μπορεί να μειώνεται ο κίνδυνος πυρκαγιάς, όμως πρέπει να καθορισθεί ο επιτρεπόμενος βαθμός αφαίρεσης, ώστε να μην μετατρέπονται υγιή δάση σε ανάπηρα οικοσυστήματα, τα οποία κινδυνεύουν να καταρρεύσουν στις πρώτες ακραίες κλιματικές συνθήκες ή αργοπεθαίνουν από την αύξηση των προσβολών από έντομα ή μύκητες.

3. Οι σχεδιασμοί θα πρέπει να περιλαμβάνουν και την εξασφάλιση οικολογικών αναγκών των φυτών. Για παράδειγμα είναι σήμερα παραδεκτό σχεδόν από ολόκληρη την επιστημονική κοινότητα ότι υπάρχει ισχυρή οικολογική σχέση δασικών πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων. Εάν τα μοντέλα από τον αποκλεισμό των δασικών πυρκαγιών δείξουν ότι διαταράσσεται η οικολογική συνέχεια εκατομμυρίων χρόνων και τα οικοσυστήματα κινδυνεύουν με μη αναστρέψιμες υποβαθμίσεις θα πρέπει να καθορισθούν οι λύσεις, ώστε και το δάσος να μην καίγεται και η αναγέννησή του και η ανανέωσή του να εξασφαλίζεται.

4. Η επιτροπή θα καθορίσει χάρτες δασών που κινδυνεύουν από μόνιμη υποβάθμιση εξαιτίας των δασικών πυρκαγιών. Μπορεί τα μεσογειακά δάση να καίγονται ευκολότερα και συχνότερα, όμως πάντα αναγεννώνται. Υπάρχουν όμως άλλα δάση με δένδρα μη προσαρμοσμένα στη φωτιά, τα οποία όταν καούν μια φορά, χάνουν για πάντα το δασικό χαρακτήρα τους. Για παράδειγμα, οι πυρκαγιές των ελατοδασών του Μαίναλου, οδήγησαν σε μια ολοκληρωτική και μη αναστρέψιμη διαταραχή του οικοσυστήματος, αφού η αναγέννηση της ελάτης αποδεικνύεται παντελώς αδύνατη, στα απογυμνωμένα και εκτεθειμένα στις ηλιακές ακτινοβολίες εδάφη.

5. Η σημαντικότερη όμως υποχρέωση της Επιτροπής θα είναι ο καθορισμός του τρόπου ενημέρωσης των πολιτών για την αποφυγή πρόκλησης πυρκαγιών από αμέλεια και γενικά για την ασφαλή διαβίωση.

Θα πρέπει να σχεδιασθεί εξ αρχής ένα πλάνο ενημέρωσης το οποίο θα ακολουθείται υποχρεωτικά με μεγάλη αυστηρότητα.

Θα καθορισθούν οι ομάδες υψηλού κινδύνου για την πρόκληση των δασικών πυρκαγιών και θα καθορισθούν επί μέρους προγράμματα προσέγγισης και ενημέρωσης (εργαζόμενοι στα δάση, μελισσοκόμοι, κυνηγοί κ.λ.π.).

Θα δημιουργηθούν εκπαιδευτικά προγράμματα για μαθητές και φοιτητές, και μέσα από σεμινάρια θα διοχετευθούν στους εκπαιδευτικούς. Η επιτροπή θα πρέπει να επιβλέψει στη δημιουργία ενός προγράμματος ενημέρωσης των μαθητών σε θέματα πρόληψης και προστασίας από τις πυρκαγιές. Στην Ελλάδα τέτοιες προσπάθειες γίνονται αποσπασματικά και απρογραμμάτιστα και βασίζονται περισσότερο στο μεράκι και στην αγάπη για το δάσος μερικών εκπαιδευτικών, χωρίς να αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου και αποτελεσματικού και σύγχρονου εκπαιδευτικού προγράμματος. Οργάνωση διαγωνιστικών εκθέσεων και ομαδικών εργασιών, με την αθλοθέτηση βραβείων θα φέρει πολύ καλά αποτελέσματα.

Θα δημιουργηθούν προγράμματα ενημέρωσης σε παραδασόβιους πληθυσμούς των περιαστικών δασικών περιοχών, ώστε να μην προκαλούν πυρκαγιές από τις καθημερινές δραστηριότητες (άναμμα ψησταριάς, κάψιμο χόρτων, χρήση οξυγονοκόλλησης κ.λ.π.)

Θα δημιουργηθούν σποτάκια για την τηλεόραση που θα αφορούν, ολόκληρο τον πληθυσμό.
Τα προγράμματα γενικής ενημέρωσης θα πρέπει να διαθέτουν ποικιλία έκφρασης. Να έχουν αποδέκτες παιδιά και ενήλικες. Να έχουν πληροφορίες για τους πεδινούς ή παραλιακούς πληθυσμούς και για τους ορεινούς πληθυσμούς. Να έχουν υψηλή αισθητική και να προκαλούν ενδιαφέρον. Η έκφραση και τα μέσα να ανανεώνονται συχνά, ώστε να παρακολουθούνται με ενδιαφέρον. Κυρίως όμως να σέβονται το δέκτη και να μην προσβάλουν τη νοημοσύνη του. Δεν χρειάζεται σε ενήλικες να αναφέρονται οι ωφέλειες και η ομορφιά του δάσους, αλλά τι θα πρέπει να γνωρίζει για να μην καταστρέψει αυτή την ομορφιά.

Ένα άλλος σκοπός της Επιτροπής Σχεδιασμού Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών είναι να προκαλεί τη συνεργασία των κρατικών φορέων δασοπροστασίας, των εθελοντών και του κοινού. Οι εθελοντές μέσα από τη βελτίωση των δομών τους που προβλέπουν διάφορα νομοσχέδια, μπορούν να βοηθήσουν πολύ στην διαπαιδαγώγηση του κοινού, ιδίως σε σχολεία, αλλά και ελεγχόμενες περιοχές δασικής αναψυχής μέσα στα δάση.

Εκτός από τα σχολεία, σχεδιασμοί ενημέρωσης πρέπει να γίνονται και για όλες τις οργανωμένες ομάδες που έχουν την ευχέρεια να συγκεντρώνουν τα μέλη τους, όπως στρατιώτες, πρόσκοποι, σύλλογοι. Το υλικό διαλέξεων ανεξαρτήτων ομιλητών και το οπτικοακουστικό υλικό θα πρέπει να υπόκειται στην έγκριση της επιτροπής ή της Δασικής Υπηρεσίας.

Επίσης θα πρέπει να δημιουργείται διαρκώς υλικό για μπροσούρες, φεϊγβολάν, πινακίδες, διαφημίσεις, κάρτες τηλεφώνων, αυτοκόλλητων, γραμματοσήμων, ανακοινώσεις στον τύπο, κ.λ.π.

Θα πρέπει να επανακαθορισθούν ή να επαναδραστηριοποιηθούν οι ελεγχόμενοι χώροι αναψυχής στα δάση. Θα πρέπει να καθορισθούν οι προδιαγραφές αυτών των θέσεων, ώστε να δημιουργούν συνθήκες ασφαλείας των επισκεπτών. Εκεί όχι μόνο η χρήση της φωτιάς θα ελέγχεται από τους υπαλλήλους και θα αυτοελέγχεται από τους ίδιους τους επισκέπτες, αλλά θα δίνεται η δυνατότητα επαφής και ενημέρωσης με τους πολίτες των πυροσβεστών, των δασικών υπαλλήλων και των εθελοντών δασοπυροσβεστών.

Τέλος θα πρέπει η προτεινόμενη Επιτροπή Σχεδιασμού Πρόληψης Δασικών Πυρκαγιών να δραστηριοποιήσει στη χώρα μας το πρόγραμμα κόκκινη σημαία. Σε συνεργασία με τη Γενική Γραμματεία Πολιτικής Προστασίας που εκδίδει καθημερινά το δελτίο επικινδυνότητας θα πρέπει στις περιοχές όπου οι προβλέψεις σημαίνουν συναγερμό να σηκώνεται η κόκκινη σημαία. Όλα τα κρατικά μηχανικά μέσα της δασικής και πυροσβεστικής υπηρεσίας, όλα τα κτίρια που βρίσκονται στα κινδυνεύοντα δάση και στους δρόμους πρόσβασης θα έχουν ανηρτημένη την κόκκινη σημαία. Το ραδιόφωνο, οι εφημερίδες, η τηλεόραση, θα ανακοινώνουν τις περιοχές της χώρας όπου είναι ανηρτημένη η κόκκινη σημαία. Η ανύψωσή της θα επιδρά θετικά στην ψυχολογία των πολιτών, καθώς θα έχουν συνεχώς την υπενθύμιση μπροστά τους. Παράλληλα στις περιοχές κόκκινης σημαίας, θα απαγορεύονται διάφορες επαγγελματικές ασχολίες, όπως η χρήση αλυσοπρίονων, συγκολλητικών συσκευών, κάπνισμα μελισσών, χρήση οποιασδήποτε φωτιάς.

Μεγάλο μέρος των δαπανών υλοποίησης των προγραμμάτων αυτών μπορεί να καλύπτεται μέσα από χορηγίες. Η αναγραφή της φίρμας των χορηγών, που θα θεωρηθεί ως κοινωνική προσφορά, θα δημιουργήσει ρεύμα προσφορών.

Στα πλαίσια του προγράμματος ΣΙΘΩΝ έχουμε κάνει ολοκληρωμένους σχεδιασμούς, στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών. Προβλέπεται η δημιουργία ιστοσελίδων, με θέματα που έχουν σχέση με την ασφαλή διαβίωση κοντά και μέσα σε πυρόπληκτα οικοσυστήματα. Θα είναι κάτι ανάλογο με το αμερικανικό FIREWISE. Όμως αυτή, όπως και κάθε άλλη προσπάθεια θα είναι αποσπασματική, αφού δεν θα εμπεριέχεται σε κάποιον ευρύτερο κεντρικό σχεδιασμό.


Επίλογος

Η ανάγκη δημιουργίας μια εθνικής κεντρικής πολιτικής στο θέμα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, δεν αμφισβητείται από κανέναν. Οι περιφερειακές δασικές μονάδες χρειάζονται ουσιαστική στήριξη και καθοδήγηση για να είναι η προσπάθειά τους αποδοτική.

Η ανάληψη πρωτοβουλιών από τη Δασική Υπηρεσία στο θέμα της πρόληψης των δασικών πυρκαγιών, θα δώσει τη δυνατότητα να φωνάξει ξανά το παρόν στην Ελληνική κοινωνία. Θα αποδείξει ότι είναι πάντα εδώ και μάχεται μέσα στα βουνά, για να δημιουργήσει συνθήκες ασφαλείας για τους πολίτες και τα δάση μας.

Εύχομαι και ελπίζω ότι η σημερινή συνάντηση δεν θα αποτελέσει μια φιλική συνεύρεση, αλλά ότι είναι η απαρχή της απαλλαγής της Δασικής Υπηρεσίας από την εσωστρέφεια και την ντροπαλοσύνη που την διακρίνει μέχρι τώρα. Ότι θα κάνει το γενναίο βήμα και θα βγει στο σανίδι της κοινωνικής μας ζωής, όπου και θα συμβουλεύει, θα παροτρύνει και κυρίως θα απαλλάξει τα δάση μας από τις αναίτιες καταστροφές που προκαλούν οι καλόπιστοι χρήστες τους.

Εύχομαι επίσης και τα Πανεπιστημιακά και Ερευνητικά Ιδρύματα να στηρίξουν το έργο της Δασικής Υπηρεσίας σε κεντρικό και περιφερειακό επίπεδο. Να βοηθήσουμε όλοι ώστε να ξαναεπιστρέψει η φρεσκάδα της παλιάς δασικής υπηρεσίας, όταν το προσωπικό της απολάμβανε την εκτίμηση ολόκληρου του πληθυσμού.

Οφείλουμε όλοι μας δασολόγοι της πράξης και των πανεπιστημιακών και ερευνητικών ιδρυμάτων, να εκπαιδεύσουμε τον κόσμο να μάθει να ζει με τις δασικές πυρκαγιές, χωρίς να τις φοβάται και κυρίως χωρίς να τις προκαλεί.

Love Grows

Love in the Forest 2

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΕΡΙΒΑΛΛΟΝΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΛΕΜΙΘΟΥ ΓΙΑ ΤΗ ΔΗΜΟΤΙΚΗ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ

Μαθαίνοντας να ζούμε με τις Δασικές Πυρκαγιές

Leave a comment »

Οι αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών στην Ελλάδα


Οι αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών στην Ελλάδα:

Μύθοι και Πραγματικότητες.

(Ανακοινώθηκε σε Ημερίδα του ΤΕΙ Δασοπονίας Δράμας την 5-6-2003)

Παύλος Κωνσταντινίδης
Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης
e-mail: pavkon@fri.gr

Περίληψη

Η μεταπυρική διαχείριση των δασών στην Ελλάδα αποτελεί ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα. Όλη η διαδικασία κινείται μεταξύ του μύθου, που είναι αυτό που θα έπρεπε να γίνεται σε κάθε περίπτωση και του πραγματικού, που είναι αυτό που τελικά γίνεται. Οι μύθοι και οι αντίστοιχες πραγματικότητες κινούνται σε πολλά επίπεδα. Μύθους αποτελούν όλα όσα απαιτεί η επιστήμη της οικολογίας για αποδοτικές αναδασώσεις οι οποίες θα μπορούν να οδηγήσουν σε βιώσιμα οικοσυστήματα και τα οποία δυστυχώς αγνοούνται από τους διαχειριστές είτε από άγνοια, είτε κυρίως από την πίεση των τοπικών κοινωνιών για άμεση αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων.

Εντοπίζονται οκτώ αδύνατα σημεία στη διαδικασία των μεταπυρικών επεμβάσεων, που έχουν να κάνουν κυρίως με την επιλογή των ειδών προς φύτευση, με την έλλειψη κεντρικών σχεδιασμών στη διαχείριση και στην παραγωγή φυταρίων, με την επιλογή των περιοχών που αποφασίζονται αναδασώσεις και με την ανυπαρξία ουσιαστικής μελέτης των οικολογικών παραγόντων στις υπό αναδάσωση περιοχές.

Τονίζεται η απουσία της οικολογικής σκέψης των μεταπυρικών διαχειριστών και κυρίως η έλλειψη γνώσης των σύγχρονων τεχνολογιών, όπως τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών, που παρέχουν αξιόπιστες και αντικειμενικές πληροφορίες, ώστε να αποφεύγονται λανθασμένες επιλογές.

Προτείνεται η άμεση δημιουργία σε κεντρικό κρατικό επίπεδο κατάλληλων προδιαγραφών, οι οποίες να είναι υποχρεωτικές στην εφαρμογή από τις περιφερειακές δασικές υπηρεσίες, ώστε να μειωθούν οι αποτυχίες και οι αναίτιες διαταραχές των καμένων οικοσυστημάτων.

Η εργασία αυτή είναι αποτέλεσμα καταγραφής συμπεριφορών και διαδικασιών από πολίτες, υπηρεσίες και κράτος, που έγιναν κατά τη διάρκεια σημαντικών ερευνητικών προγραμμάτων που είχαν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές και τους μεταπυρικούς σχεδιασμούς αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων.

Εισαγωγή

Κατ’ αρχή θα ήθελα να ευχαριστήσω τους διοργανωτές της ημερίδας για την τιμή που μου έκαναν, προσκαλώντας με ως ομιλητή στο Ίδρυμά σας. Η πρόσκληση με τιμά ιδιαίτερα, διότι είναι κοινή διαπίστωση ότι το Τεχνολογικό Εκπαιδευτικό Ίδρυμα Δράμας συνεχίζει να διατηρεί μετά από πολλά χρόνια λειτουργίας την αρχική φρεσκάδα και τον πρώτο ενθουσιασμό των εκπαιδευτών και των εκπαιδευομένων του.

Η διαδικασία των αναδασώσεων είναι μια δύσκολη υπόθεση. Προϋποθέτει ότι οι σχεδιαστές τους θα πρέπει να ταυτίσουν τη λογική τους με τη λογική της φύσης, που έχει αποκτήσει δομές και νομοτέλειες που σφυρηλατήθηκαν κατά τη διάρκεια εκατομμυρίων χρόνων. Τα φυσικά οικοσυστήματα που αναπτύσσονται σε κάθε κομματάκι γης του πλανήτη μόνο τυχαία δεν βρίσκονται εκεί (McLean & Ivimay Cook 1968) . Μέσα από τις διαδικασίες της προσαρμογής και της φυσικής επιλογής στη φύση υπάρχει μια διαρκής εξέλιξή τους, αλλά πάντα, και ανάλογα με τις κλιματικές συγκυρίες, διατηρείται μια ισορροπία μεταξύ τους (Αθανασιάδης 1986). Και μέσα όμως στα ίδια τα οικοσυστήματα υπάρχει μια σταθερή διαδικασία όπου κάθε φυτικό είδος αποκτά το χώρο που το ανήκει, πάντα όμως σε μια ισορροπία με τα υπόλοιπα, που σταθεροποιεί το σύνολο του πληθυσμού και κάνει βιώσιμη ολόκληρη τη φυτοκοινωνία (Κωνσταντινίδης & Αθανασιάδης 1988).

Τα τελευταία χρόνια ο άνθρωπος παρεμβαίνει στη φύση με τα τεχνολογικά μέσα που επινόησε πολύ εύκολα και σε μεγάλες εκτάσεις. Η δύναμη που απέκτησε τον κάνει να παραβλέπει τις ανάγκες της φύσης για ισορροπία και σταθερότητα. Η ευκολία με την οποία μπορεί να ξηλώσει δάση και να φυτέψει νέα είδη, τον έκαναν να αισθάνεται δυνατότερος, σοφότερος και σημαντικότερος από τη φύση. Τις προσωπικές εμπειρίες που αποκτά στα 30-35 χρόνια που είναι ενεργός επαγγελματικά τις θεωρεί πολύ ορθότερες από τα εκατομμύρια χρόνια που λειτουργεί η φύση.

Αποτέλεσμα είναι να θεωρούμε μύθο ότι πρέπει να σεβόμαστε τη φύση και κάνουμε πραγματικότητα ό,τι θεωρούμε ότι είναι προς το συμφέρον μας. Χωρίς οικολογική ευαισθησία και γνώση παρεμβαίνουμε σε τεράστιες εκτάσεις. Άλλοτε με καλές προθέσεις και άλλοτε με ύποπτες. Αρκεί ένας σεβάσμιος γέροντας από την Άπω Ανατολή (περίπτωση Μασανόμπου Φουκουόκα) για να μας πείσει ότι μπορεί να μετατρέψει τη χώρα μας σε ζούγκλα και εμείς να τον πιστέψουμε (Οικονόμου, 1998). Πνιγμένοι στους καπνούς και τις ταχύτητες των πόλεων όπου μαζευτήκαμε και ζούμε τα τελευταία χρόνια αποξενωθήκαμε από τη φύση.

Υπήρξε μεγάλος προβληματισμός αν θα έπρεπε να αναφερθούμε σε αυτά που γίνονται ή σε αυτά που θα έπρεπε να γίνονται. Φυσικά σε ένα εκπαιδευτικό ίδρυμα σημασία έχει η επιστημονική άποψη, όμως διαπιστώθηκε ότι η παρουσίασή της αποδυναμώνεται εάν παραβλεφθεί η πραγματική κατάσταση, η οποία όμως όταν αναφέρεται γίνεται δυσάρεστη και στεναχωρεί πολύ κόσμο. Όμως στα Επιστημονικά και στα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα οφείλουμε όλοι μας να ήμαστε ειλικρινείς. Πρέπει οι αλήθειες να λέγονται, να κοιτάμε τα προβλήματα κατάματα και να προτείνουμε λύσεις. Οι μεταπυρικές αναδασώσεις στη χώρα μας κινούνται μεταξύ μύθου και πραγματικότητας. Είναι αυτά που κάνουμε σωστά και αυτά που κάνουμε και νομίζουμε ότι είναι σωστά.

Η εργασία αυτή αποτελεί αποτέλεσμα καταγραφών συμπεριφορών και ενεργειών τόσο των Δασικών Υπηρεσιών, όσο και της Κεντρικής Κρατικής Διοίκησης και ολόκληρης της Ελληνικής κοινωνίας, κατά τη διάρκεια μιας σειράς ερευνητικών προγραμμάτων της τελευταίας δεκαετίας που πραγματοποιήθηκαν στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών της Θεσσαλονίκης και είχαν σχέση με τις δασικές πυρκαγιές και τις επιπτώσεις τους στο περιβάλλον.

1. Μύθος: Οι μεταπυρικές αναδασώσεις στη χώρα μας γίνονται με επιστημονικές αναλύσεις του χώρου (κλίμα, έδαφος κ.λ.π.).
Πραγματικότητα: Αποτελούν τμήμα μιας Εθνικής φιέστας κυρίως μετά από περιόδους μεγάλων περιαστικών πυρκαγιών.

Ανάλυση του χώρου σημαίνει ότι κάθε βασικός παράγοντας που επηρεάζει την ανάπτυξη των φυτών πρέπει να λαμβάνεται υπόψη και να συνυπολογίζεται. Πολλές φορές, έστω και ένας παράγοντας να είναι αρνητικός για ένα είδος τότε μπορεί ολόκληρη η προσπάθεια να αποτύχει. Η αποτυχία δεν αφορά μόνο τις οικονομικές παραμέτρους των αναδασώσεων, αλλά κυρίως και την οικολογική διαταραχή που επιφέρεται στο φυσικό οικοσύστημα που προϋπήρχε, το οποίο όσο υποβαθμισμένο και αν είναι συνεχίζει να λειτουργεί και να δίνει ελπίδες μελλοντικής αναβάθμισης, εφόσον οι κοινωνικοοικονομικές συνθήκες που επέφεραν την υποβάθμιση (βοσκή, συχνές πυρκαγιές κ.λ.π.) έπαυαν να υπάρχουν.

Με την πρόοδο της τεχνολογίας η ανάλυση του χώρου είναι σήμερα μια σχετικά εύκολη διαδικασία. Τα Γεωγραφικά Συστήματα Πληροφοριών με τις δυνατότητες που διαθέτουν δίνουν τη δυνατότητα να αναλύεται κάθε τμήμα του εδάφους σε πολλαπλά επίπεδα πληροφοριών, τα οποία μπορούμε να επεξεργασθούμε, να υπολογίσουμε και να επεξεργασθούμε στατιστικά. Αυτό σημαίνει αντικειμενική πληροφορία χωρίς τα λάθη που επιφέρουν οι υποκειμενισμοί (Γκατζογιάννης & Γκολέτσος, 2001).

Δυστυχώς, η βραδύτητα με την οποία ανανεώνεται το προσωπικό της Δασικής Υπηρεσίας, της στερεί τη δυνατότητα της χρήσης των νέων τεχνολογιών. Η εκπαίδευση στις νέες τεχνολογίες που γίνεται στα εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, παραμένει αχρησιμοποίητη από την κρατική μηχανή και ουσιαστικά από το κοινωνικό σύνολο που σε τελευταία ανάλυση πληρώνει όλη αυτή την εκπαιδευτική διαδικασία. Έτσι όλα βασίζονται σε γνώσεις και εμπειρίες που δεν παύουν να αποτελούν υποκειμενική εκτίμηση των επιφορτισμένων υπαλλήλων με το σχεδιασμό και την υλοποίηση των αναδασώσεων.

Αυτό έχει ως πρόσθετο αποτέλεσμα οι αναδασώσεις να γίνονται από φυτά που προσφέρουν, για καθαρά διαφημιστικούς σκοπούς, ιδιωτικές εταιρίες (σούπερ-μάρκετ, εταιρίες τηλεφωνίας κ.λ.π.). Στη διαδικασία συμμετέχουν δυστυχώς πολλοί πολίτες (σωματεία, σύλλογοι) και κυρίως παιδιά, τα οποία θεωρούν ότι επιτελούν ένα ύψιστο καθήκον κακοποιώντας τη φύση και θεωρώντας ότι αναδάσωση σημαίνει άνοιγμα μιας τρύπας και τοποθέτησης μέσα σε αυτή με ό,τι βρεθεί μπροστά μας. Έτσι διαιωνίζεται το κακό μοντέλο των αναδασώσεων. Αναδασώσεις υπό τους ήχους οργάνων, με διαλείμματα για γύρο και σουβλάκι, αναμνηστικές φωτογραφίες και δηλώσεις στα ΜΜΕ μετατρέπουν μια πολύ σοβαρή διαδικασία παρέμβασης στη φύση, σε ένα λαϊκό πανηγύρι.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει άμεσα οι δασικές υπηρεσίες να στελεχωθούν με νέους επιστήμονες, ενημερωμένους για τις σύγχρονες οικολογικές απόψεις και τις σύγχρονες τεχνολογίες.
  • Να μην επιτρέπεται η χρήση φυτών ανεξέλεγκτα από μη κρατικούς φορείς.
  • Να σταματήσουν οι αναδασώσεις φιέστες, όπου η επιστημονική γνώση θυσιάζεται στη διαδικασία.
  • Να σχεδιασθεί και να υλοποιηθεί άμεσα πρόγραμμα ενημέρωσης των πολιτών, σε θέματα αναδασώσεων.

2. Μύθος: Οι αναδασώσεις γίνονται σε περιοχές που έχασαν οριστικά τα δάση τους εδώ και χιλιάδες χρόνια και δεν υπάρχει φυσικό αναγεννητικό υλικό (π.χ. αποδασωμένα νησιά).
Πραγματικότητα
: Προτιμώνται δασικές περιοχές που κάηκαν πρόσφατα και διαθέτουν τεράστιες ποσότητες φυσικού αναγεννητικού υλικού άρα αναγεννώνται από μόνες τους (π.χ. καμένες εκτάσεις).

Οι χώροι που επιδέχονται αναδασώσεις είναι οι υποβαθμισμένοι και θα μπορούσαμε να τους χωρίσουμε σε δύο κατηγορίες. Αυτοί που έχουν χάσει από χιλιάδες χρόνια τα δενδρώδη τους οικοσυστήματα και αποτελούν σήμερα θαμνοτόπια ή φρυγανοτόπια και αυτοί που έχουν υποβαθμισθεί πρόσφατα κυρίως από πυρκαγιές (Κωνσταντινίδης & Τσιουρλής, 1999).

Η πρώτη κατηγορία αφορά πρώην δασικές εκτάσεις, οι οποίες εξαιτίας της ανθρώπινης κοινωνικοοικονομικής συμπεριφοράς, έχουν υποβαθμισθεί σε μη αναστρέψιμο βαθμό αφού οι σπορείς έχουν εξαφανισθεί και δεν υπάρχουν πλέον φυσικά αναγεννητικά αποθέματα (σπόροι, παραβλαστήματα κ.λ.π.).

Η δεύτερη αφορά τα μεσογειακά πευκοδάση, τα οποία εξαιτίας της δομής τους, των κλιματικών συνθηκών και της συμπεριφοράς των ανθρώπων καίγονται κατά τακτικά διαστήματα, τα μεσοδιαστήματα των οποίων είναι συνήθως μερικές δεκάδες χρόνια.

Εκείνο που καταγράφεται από τον ερευνητή είναι ότι υπάρχει μια έντονη εθνική αγωνία μόνο για την τύχη των καμένων πρόσφατα δασών, η οποία επιτείνεται από τις εικόνες της καταστροφής που καταγράφουν τα ΜΜΕ και από την παραπληροφόρηση που μεταφέρεται στον κόσμο από δημόσιες συζητήσεις που πραγματοποιούν οι μόνιμοι εθνικοί μας ανησυχούντες και έχοντες άποψη επί παντός επιστητού (ταυτότητες, σύνταγμα, πλημμύρες κ.λ.π.). Η πίεση που δημιουργείται στους πολίτες μεταφέρεται δυστυχώς στις δασικές υπηρεσίες, οι οποίες εντέλλονται να πραγματοποιήσουν ποσοτικές και όχι ποιοτικές αναδασώσεις, όπως θα δούμε στη συνέχεια.

Για τα νησιά μας όπου υπάρχει η απόλυτη αποδάσωση ποτέ δεν ακούσθηκε η παραμικρή διαμαρτυρία. Ακόμη και εκεί όπου, χάρη στο ζήλο μερικών ανθρώπων, επιχειρούνται αναδασώσεις περιορισμένης έκτασης, η έλλειψη του κοινωνικού ενδιαφέροντος μειώνει τα μέτρα προστασίας τους με αποτέλεσμα η γενεσιουργός αιτία αποδάσωσης, που είναι η κατσίκα, να παραμένει ανεξέλεγκτη. Τελικό αποτέλεσμα είναι από τη μια να δαπανώνται χρήματα, χωρίς ανάλογη απόδοση και από την άλλη οι περιοχές αναδασώσεων να εμφανίζονται ακόμη πιο διαταραγμένες από ό,τι ήταν πριν την προσπάθεια.

Σε ό,τι αφορά τις αναδασώσεις σε πρόσφατα καμένα μεσογειακά δάση, η θέση μας είναι απόλυτη. Είναι όχι μόνο περιττές, αλλά κυρίως είναι οικολογικά επιζήμιες. Το απόλυτο είναι συνήθως υπερβολικό, όμως η αποδοχή του είναι η μόνη ελπίδα για να διασώσουμε τα πυρόπληκτα δάση μας. Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ώριμο δάσος μεσογειακού τύπου που κάηκε και δεν αναδασώθηκε, όταν προστατεύθηκε. Ποτέ…Και η αναφορά γίνεται σε μεσογειακού τύπου δάση, γιατί μόνο αυτά αποτελούν τα εύφλεκτα οικοσυστήματά μας.

Η Μεσογειακή βλάστηση συνυπάρχει με τις πυρκαγιές πολύ πριν εμφανισθεί ο άνθρωπος εμπρηστής. Στο πέρασμα των αιώνων δημιούργησε τέτοιες προσαρμογές που ξεπερνούν τις ανθρώπινες δυνατότητες αντίληψης και κατανόησής τους. Έτσι, οι μεσογειακοί θάμνοι διατηρούν κοιμώμενους οφθαλμούς λίγο κάτω από το έδαφος, οι οποίοι ενεργοποιούνται μόνο όταν το υπέργειο τμήμα καταστραφεί από πυρκαγιά ή κοπή. Λίγες μόνο ώρες μετά τη φωτιά, τα μεριστωματικά κύτταρα εγκαταλείπουν το λήθαργο και ενεργοποιούνται δίνοντας νέα παραβλαστήματα, ανανεωμένα και σφριγηλά.

Τα πεύκα από την άλλη διατηρούν ένα μεγάλο ποσοστό από την ετήσια παραγωγή κώνων για πολλά χρόνια επάνω στα κλαδιά, προστατεύοντας τους σπόρους με τα χονδρά καλύμματά τους. Μετά από το πέρασμα μιας φωτιάw, οι κώνοι ανοίγουν και διασπείρουν στο έδαφος τους σπόρους, οι οποίοι επιδεικνύουν ισχυρή βλαστητική ικανότητα. Υπολογίζεται ότι κάθε δένδρο ρίχνει στο έδαφος περισσότερους από 70.000 σπόρους τους οποίους σκορπά σε ακτίνα μέχρι και 4 στρέμματα.

Το πρόβλημα των αναδασώσεων καμένων εκτάσεων δεν έχει μόνο οικονομικές ή οικολογικές παραμέτρους, αλλά και κοινωνικές. Όταν διατίθενται εκατομμύρια ΕΥΡΩ για να κάνουμε αυτό που θα κάνει από μόνη της η φύση, είναι πιθανό να δημιουργήσει μια νέα ομάδα εμπρηστών, η οποία θα αποτελείται από αυτούς που επωφελούνται από αυτά τα χρήματα.

Μια υποκατηγορία προς αναδάσωση εκτάσεων αποτελούν οι περιοχές που διπλοκάηκαν σε σύντομο χρονικό διάστημα, όταν δηλαδή δεν υπάρχει διαθέσιμο αναγεννητικό υλικό. Η περίπτωση αυτή απαιτεί ιδιαίτερη προσέγγιση που ξεφεύγει από τα χρονικά όρια της ανακοίνωσης.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει η πολιτεία να στρέψει την προσοχή της στις αναδασώσεις των μόνιμα υποβαθμισμένων περιοχών και να τις διαφυλάξει.
  • Θα πρέπει να σταματήσουν όλες οι αναδασώσεις σε καμένα μεσογειακά δάση και τα κονδύλια να χρησιμοποιηθούν για τη φύλαξή τους.


3. Μύθος
: Υπάρχει στην πυρόπληκτη χώρα μας, έστω και υποτυπώδης, κεντρική εθνική πολιτική αναδασώσεων.
Πραγματικότητα
: Οι σχεδιασμοί γίνονται περιφερειακά και βασίζονται στο μεράκι, στα διαθέσιμα μέσα και τις γνώσεις των τοπικών υπαλλήλων που επιφορτίζονται με τους αναδασωτικούς χειρισμούς.

Παρά το ότι η Ελλάδα συγκαταλέγεται, λόγω των κλιματικών και κοινωνικών συνθηκών στις αποδασωμένες χώρες, εν τούτοις ακόμη και σήμερα δεν έχει αναπτυχθεί σε κεντρικό επίπεδο «εθνική πολιτική» αναβάθμισης των περιοχών που υποβαθμίζονται, η οποία να είναι υποχρεωτική ως προς την εφαρμογή της στην περιφέρεια.

Έτσι η μέθοδος αποκατάστασης, που ακολουθείται κατά περίπτωση, στις περιφερειακές δασικές μονάδες, εξαρτάται, από τις γνώσεις, τα μέσα και το μεράκι των υπαλλήλων που επιφορτίζονται τη συγκεκριμένη ευθύνη (Κωνσταντινίδης & Γκατζογιάννης, 2001).

Από την άλλη παίρνονται και υλοποιούνται αποφάσεις, ιδίως την μεταπυρική περίοδο όταν έχουν καεί επώνυμα περιαστικά δάση, συνήθως κάτω από την τρομακτική πίεση της κοινής γνώμης. Έτσι υλοποιούνται προγράμματα άμεσης αποκατάστασης, μέσα σε ελάχιστο χρόνο, χωρίς τους απαραίτητους σχεδιασμούς.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει άμεσα η πολιτεία να φροντίσει να δημιουργήσει προδιαγραφές αναδασώσεων. Θα πρέπει να καθορίσει βασικές αρχές, με υποχρεωτική εφαρμογή σε περιφερειακό επίπεδο, ώστε να σταματήσουν οι αυτοσχεδιασμοί, οι υποκειμενισμοί και κυρίως να δημιουργηθεί αίσθημα ευθύνης που θα αντλείται από τις ουσιαστικές γνώσεις, για όσους καλούνται να τις πραγματοποιήσουν.

4. Μύθος: Σχεδιάζονται ποιοτικές αναδασώσεις, όπου κύριο βάρος παίζει η επιλογή των κατάλληλων δασοπονικών ειδών για κάθε περιοχή.
Πραγματικότητα
: Σχεδιάζονται ποσοτικές αναδασώσεις, όπου το μοναδικό κριτήριο αποτελεί ο αριθμός των φυτών που φυτεύονται.

Μετά τα όσα αναφέρθηκαν προηγούμενα η απάντηση είναι ότι η επικρατούσα πρακτική είναι η εφαρμογή ποσοτικών και όχι ποιοτικών αναδασώσεων. Αυτό είναι αποτέλεσμα τόσο της αδυναμίας εφαρμογής των σύγχρονων τεχνολογιών που οδηγούν στη γνώση του αντικειμενικά ποιοτικού, όσο και στην πίεση της κοινής γνώμης, η οποία συχνά οδηγεί στην απόλυτα δικαιολογημένη αδιαφορία μιας κουρασμένης, ταλαιπωρημένης και παραγνωρισμένης στην προσφορά της δασικής υπηρεσίας, η οποία βρίσκει μάταιο πια να αντιδρά ενάντια σε ολόκληρο το έθνος, ακόμη και όταν αντιλαμβάνεται ότι αυτό που της ζητείται είναι ασύμβατο με τις οικολογικές αρχές.

Το μόνο που ενδιαφέρει τις προϊστάμενες κυβερνητικές αρχές, τους περιφερειάρχες, τους νομάρχες, τους δημάρχους και τους πολίτες είναι μόνο ο αριθμός από τους ανοιγμένους λάκκους. Η αντίθετη άποψη εκ μέρους της Δασικής Υπηρεσίας ή διαμαρτυρία, εκλαμβάνεται ως έλλειψη διάθεσης συνεργασίας, ικανότητας ή εργατικότητας και στιγματίζεται από όλους ενώ την περιθωριοποιεί ακόμη περισσότερο. Σε αυτό συνεργούν οι κάθε είδους «περιβαλλοντικοί σύλλογοι», οι μη «κυβερνητικοί οργανισμοί» που από πραγματική αγάπη για το δάσος ή από συγκεκαλυμμένα συμφέροντα, έρχονται με δικές τους πρωτοβουλίες να αντικαταστήσουν τις δασικές υπηρεσίες, πραγματοποιώντας τερατώδεις αναδασώσεις, οι οποίες είναι χρήσιμες μόνο για τις δημόσιες σχέσεις τους.

Προτάσεις:

  • Πρέπει να αφεθεί απερίσπαστη η Δασική Υπηρεσία να πραγματοποιήσει το έργο της που είναι η διαχείριση των δασών και όχι η εκτόνωση των κοινωνικών αγωνιών.
  • Πρέπει να σταματήσει δια νόμου η συμμετοχή σε αναδασώσεις άσχετων ατόμων και οι αναδασώσεις που γίνονται χωρίς την επιστημονική τεκμηρίωση (ποιοτική και ποσοτική).


5. Μύθος
: Γίνεται κεντρικός συντονισμός, σχεδιασμός και πρόβλεψη στα κρατικά φυτώρια, ώστε να υπάρχει πάντα κατάλληλο αναγεννητικό υλικό για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές.
Πραγματικότητα
: Oι κατά τόπους υπεύθυνοι παράγουν κατά βούληση φυτά που εξυπηρετούν κυρίως τις τοπικές ανάγκες των ιδιωτών.

Για να γίνουν οι αναδασώσεις απαραίτητη και λογική προϋπόθεση είναι η ύπαρξη αναγεννητικού υλικού. Για να αξιολογηθεί η ετοιμότητα των δασικών φυτωρίων καταγράφηκε το υλικό τους σε μια δεδομένη στιγμή (Νοέμβριος 1997). Όταν έγινε η καταγραφή λειτουργούσαν στη χώρα μας 48 κρατικά δασικά φυτώρια. Έγινε τυχαία επιλογή του 1/3 από αυτά (συνολικά 15).

Αξιολογώντας τις μετρήσεις γίνεται αντιληπτή η προτίμηση των υπευθύνων των δασικών φυτωρίων στην ψευδοακακία, η οποία αποτελεί το 16%, του συνολικού παραγόμενου φυτευτικού υλικού πανελληνίως. Ακολουθεί η μαύρη πεύκη, η οποία αποτελεί το 9% του συνόλου της παραγωγής. Στη συνέχεια ακολουθεί η παραγωγή του λιγγούστρου και της ακακίας Κωνσταντινουπόλεως, με ποσοστά 8% και 6% αντίστοιχα. Τα δύο αυτά είδη δεν ενδείκνυνται για αναδασώσεις, διότι επιβιώνουν σε συστάδες μόνο των αστικών πάρκων και κήπων. Έτσι, η αυξημένη παραγωγή τους οφείλεται μάλλον στη μεγάλη τους ζήτηση από ιδιώτες και τις υπηρεσίες των ΟΤΑ. Το ίδιο συμβαίνει και με τα σπάρτα τα οποία βέβαια βρίσκονται μεν αυτοφυή σε πολλά μεσογειακά οικοσυστήματα, όμως το παραγόμενο υλικό στα φυτώρια θεωρείται ιδιαίτερα υψηλό (5%) και προορίζεται για αισθητικές αναδασώσεις ή φυτεύσεις στα πρανή των μεγάλων δρόμων (Γκατζογιάννης, κ.άλ. 2001).

Η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη κατέχουν το 6% και 5% της πανελλήνιας παραγωγής δενδρυλλίων στα κρατικά δασικά φυτώρια (η ετήσια παραγωγή φυταρίων των δύο αυτών πεύκων είναι πολύ μικρή σε σχέση με τις πραγματικές ανάγκες των αναδασώσεων στις πυρόπληκτες περιοχές). Σε σύνδεσμο 5Χ5, η συνολική εθνική παραγωγή δενδρυλλίων χαλεπίου πεύκης θα κάλυπτε μόλις 21.500 στρέμματα, δηλαδή θα μπορούσε να καλυφθεί μόνο η έκταση μιας μέτριας δασικής πυρκαγιάς. Η τραχεία είναι ακόμη λιγότερη. Το τρίτο θερμόβιο πεύκο, η κουκουναριά καλλιεργείται επίσης πολύ στα φυτώρια, καλύπτοντας το 4% της εγχώριας παραγωγής δενδρυλλίων. Τέλος, υψηλά ποσοστά παρουσίας στα φυτώρια έχουν και ο κλώνος της λεύκης Ι-214, όπως και η καρυδιά, αλλά τα δύο αυτά είδη δεν περιλαμβάνονται στη φυσική μεσογειακή βλάστηση.

Στον αντίποδα έχουμε τη χαμηλή προτίμηση σε ορισμένα βασικά είδη της μεσογειακής βλάστησης. Ο σχίνος, για παράδειγμα, που εμφανίζεται σε ολόκληρη σχεδόν τη χαμηλή βλαστητική ζώνη, οριοθετώντας με την παρουσία του την Oleo-lentiscetum, προτιμήθηκε μόλις σε ένα φυτώριο, όπου ευκαιριακά φυτεύτηκαν 100 φυτάρια, τα οποία θα κάλυπταν τις ανάγκες μόλις 7,500 στρεμμάτων. Το ίδιο συμβαίνει και με το πουρνάρι και τους υπόλοιπους μεσογειακούς θάμνους, οι οποίοι δεν μπορούν να καλύψουν ούτε 1,500 στρέμματα καμένης έκτασης (πίνακας 2). Αυτό συμβαίνει διότι δυστυχώς στη χώρα μας ακόμη οι διαχειριστές προτιμούν τις μονοκαλλιέργειες με δένδρα, και όπως ήδη αναφέρθηκε ο εμπλουτισμός με επιπλέον είδη γίνεται με αισθητικά και όχι οικολογικά κριτήρια (Κωνσταντινίδης & Γκατζογιάννης, 2001).

Οι διαχειριστές των κρατικών δασικών φυτωρίων, δείχνουν προτίμηση στα Ελληνικά δασικά είδη. Το 87% των καλλιεργούμενων ειδών αποτελούν είδη της Ελληνικής χλωρίδας ή έχουν προσαρμοσθεί άριστα σε αυτήν και φέρονται ως αυτόχθονα είδη. Η παραγωγή των ξενικών ειδών περιορίζεται συνήθως σε δένδρα και θάμνους που χρησιμοποιούνται σε καλλιεργούμενες εκτάσεις (κήπους, αστικά άλση κ.λ.π.), δηλαδή αντιμετωπίζεται το έλλειμμα της προσαρμογής από την περιποίηση. Επίσης μερικά από τα είδη αυτά χρησιμοποιούνται σε αισθητικές αναδασώσεις, κατά μήκος των μεγάλων δρόμων, σε πάρκα κ. α.

Εάν ληφθεί υπόψη ότι τα κρατικά φυτώρια τροφοδοτούν με υλικό όλες τις βλαστητικές ζώνες της χώρας, εκτιμάται ότι η αναλογία μεταξύ των ειδών που εμφανίζονται στην πυρόπληκτη μεσογειακή ζώνη και των υπολοίπων είναι ικανοποιητική, θα μπορούσε όμως να είναι και καλύτερη, αφού η μεσογειακή ζώνη είναι αυτή που εμφανίζει τις μεγαλύτερες ανάγκες φυτεύσεων. Από τη άλλη, εάν εφαρμοσθεί ορθολογική πολιτική στη διαχείριση των καμένων περιοχών, και οι καμένες εκτάσεις απλά προστατεύονται ευνοώντας τη φυσική αναγέννηση, τότε η αναλογία πρέπει να θεωρηθεί ιδιαίτερα ικανοποιητική. Όμως, οι συχνές πυρκαγιές των περιαστικών περιοχών, και μάλιστα με μεσοδιαστήματα που δεν δίνουν τη δυνατότητα παραγωγής σπόρων, θα δημιουργήσουν την ανάγκη ύπαρξης κατάλληλου φυτευτικού υλικού για τις μεταπυρικές αναδασώσεις.

Προτάσεις:

  • Η κατάσταση που επικρατεί στα κρατικά φυτώρια είναι ικανοποιητική. Θα μπορούσε όμως να αυξηθεί σημαντικά η παραγωγή μεσογειακών ειδών, ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους διαχειριστές των καμένων εκτάσεων να εμπλουτίσουν τα οικοσυστήματα με όλα τα στοιχεία που έχουν όταν βρίσκονται σε φυσική κατάσταση.

6. Μύθος: Με τις αναδασώσεις δημιουργούνται ολοκληρωμένα βιώσιμα οικοσυστήματα με πλήρη σύνθεση ειδών, όπως αυτή καταγράφεται στη φύση.
Πραγματικότητα: Φυτεύονται μόνο δενδρώδη είδη, επειδή αυτά φαίνονται με το μάτι, ή δημιουργούνται τυχαίες μίξεις ειδών επειδή θεωρούνται αισθητικά ανώτερες.

Από την πρώτη ημέρα που άρχισαν οι αναδασώσεις στη χώρα μας μέχρι και σήμερα, το αποκλειστικό ενδιαφέρον δίνεται στη δημιουργία μονοκαλλιεργειών, ή δημιουργούνται μίξεις όχι με γνώμονα τις οικολογικές απαιτήσεις των φυτών, αλλά κυρίως με γνώμονα τις αισθητικές ανάγκες των ανθρώπων.

Δυστυχώς στη χώρα μας οι περισσότερες αναδασώσεις έχουν αποτύχει τελείως ή όσες επιζούν βρίσκονται σε οριακά επίπεδα αντοχής, διότι συνήθως παραβλέπεται η έννοια της δημιουργίας φυτοκοινωνικών σχηματισμών.

Στη φύση τα φυτά δεν αναπτύσσονται σε τυχαίες θέσεις, ούτε δημιουργούν τυχαίους συνδυασμούς. Η σύνθεση κάθε οικοσυστήματος διέπεται από αυστηρές νομοτέλειες, τις οποίες ο αναδασωτής δεν μπορεί να αγνοεί. Τα φυτά δημιουργούν τις κοινωνίες τους για να κάνουν από τη μια καλύτερη χρήση των εδαφικών στοιχείων και της ηλιακής ενέργειας και από την άλλη για να αυξάνουν τις άμυνές τους σε κάθε είδους κινδύνους και απειλές (Κωνσταντινίδης, 2003).

Όταν δημιουργούμε ένα νέο δάσος με ένα μόνο είδος είναι σαν να δημιουργούμε μια νέα πόλη με κατοίκους που ασκούν το ίδιο επάγγελμα (π.χ. να είναι μόνο γιατροί ή μόνο δάσκαλοι). Όσο δύσκολη είναι η επιβίωση αυτής της κοινότητας άλλο τόσο δύσκολη είναι η επιβίωση δασών με μόνο ένα είδος. Το πουρνάρι, για παράδειγμα, διατρυπά ευκολότερα το πετρώδες έδαφος και συμπαρασύρει βαθύτερα τις ρίζες του πεύκου. Η σουσούρα που αναπτύσσεται στα πλέον ακραία κλιματικά και εδαφικά περιβάλλοντα, δημιουργεί φαινόμενα αλληλοπάθειας και δεν επιτρέπει τους καταναλωτές νερού να αναπτυχθούν μέσα στην κοινότητά τους με αποτέλεσμα να εξοικονομείται νερό που χρησιμοποιείται από τον υπόλοιπο πληθυσμό.

Επίσης εδώ πρέπει να αναφερθούμε στη χρήση των ξενικών ειδών. Πολλά είδη που χρησιμοποιήθηκαν ξεράθηκαν πολύ γρήγορα μην αντέχοντας τις Ελληνικές τοπικές συνθήκες. Υπάρχουν και άλλα, όπως η παραθαλάσσια πεύκη, που έδειξαν για ένα διάστημα καλή συμπεριφορά και ανάπτυξη, όταν όμως υπήρξαν χρονιές με εξαιρετικά δυσμενείς κλιματικές συνθήκες δεν άντεξαν και νεκρώθηκαν. Είναι πρόσφατο το παράδειγμα στην περιοχή της Βόλβης όπου την περσινή χρονιά χιλιάδες δένδρα πάγωσαν εξαιτίας του παρατεταμένου παγετού εκείνης της χρονιάς.

Προτάσεις:

  • Πρέπει οι σχεδιασμοί των αναδασώσεων να αποβλέπουν στην αντιγραφή της φύσης. Μόνο η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων μπορεί να δώσει βιώσιμα οικοσυστήματα.
  • Με την ίδια λογική θα πρέπει να αποφεύγεται η απομάκρυνση του θαμνώδους ορόφου σε φυσικά οικοσυστήματα προκειμένου να μειωθεί ο κίνδυνος πυρκαγιάς. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο.
  • Πρέπει να αποφεύγεται η χρήση ξενικών ειδών, αφού στην πραγματικότητα δεν συντρέχει κανείς λόγος γι’ αυτό.
  • Πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα δασικά οικοσυστήματα είναι ζωντανοί οργανισμοί που διέπονται από φυσικούς νόμους και δεν είναι τεχνικά έργα τα οποία όταν καταστρέφονται θα ξανακατασκευασθούν σε μικρό χρονικό διάστημα, ωραιότερα και μεγαλύτερα.

7. Μύθος: Η φύτευση δύσφλεκτων φυλλοβόλων δένδρων σε εύφλεκτες περιοχές, αυξάνει την αντοχή σε πυρκαγιές.
Πραγματικότητα: Κανένα φυλλοβόλο δένδρο δεν μπορεί να αναπτυχθεί στα ακραία μεσογειακά περιβάλλοντα.

Τα τελευταία χρόνια γεννήθηκε η ιδέα, ότι αφού τα πεύκα είναι εύφλεκτα γιατί να μην τα αντικαταστήσουμε με φυλλοβόλα που θεωρούνται και είναι περισσότερο δύσφλεκτα. Δυστυχώς, υπήρξαν προσπάθειες υλοποίησης. Όμως για να αντιληφθούμε το μέγεθος του σφάλματος θα πρέπει να κατανοήσουμε τον τρόπο που γίνονται οι φυσικές βλαστητικές ζωνώσεις στη χώρα μας. Τα αείφυλλα σε ολόκληρη τη μεσογειακή ζώνη κατέχουν τη χαμηλή ζώνη, οι θερμόβιες φυλλοβόλες δρεις την αμέσως ανώτερη, η οξιά την παραπάνω κ.ο.κ.

Η διαμόρφωση των βλαστητικών ζωνών δεν είναι τυχαία. Έχει σχέση με τη θερμοκρασία του αέρα στα διάφορα ύψη και η σχέση της με τις βροχοπτώσεις. Η αείφυλλη βλάστηση διαμόρφωσε μηχανισμούς προσαρμογής που δεν διαθέτουν τα φυλλοβόλα είδη (αειφυλλία, σκληροφυλλία, κλείσιμο στομάτων, αλληλοπάθεια κ.λ.π.). Τα φυλλοβόλα είδη είναι αδύνατον να επιβιώσουν στη μακρά ξηρή θερινή περίοδο του μεσογειακού κλίματος. Οι ανάγκες τους σε νερό δεν ικανοποιούνται από τις χειμερινές βροχές, που σπάνια και αυτές ξεπερνούν τα 550 χιλιοστά το χρόνο.

Προτάσεις:

  • Δεν πρέπει να γίνεται καμιά απολύτως προσπάθεια αλλαγής της βλάστησης σε καμιά ζώνη.
  • Πρέπει να λαμβάνονται υπόψη οι προσαρμογές των φυτών που είναι δημιουργήματα εκατομμυρίων χρόνων και να μην γίνονται αναδασώσεις με αφελείς οικολογικές απλουστεύσεις. Πολλές περιαστικές περιοχές έχουν κυριολεκτικά κακοποιηθεί από αυτού του είδους τις λογικές.

8. Μύθος: Ο σχεδιασμός των αναδασώσεων γίνεται με νηφάλιο τρόπο από τις Δασικές Υπηρεσίες.
Πραγματικότητα
: Όλα λειτουργούν κάτω από μια τρομακτική πίεση της κοινής γνώμης και των τοπικών κοινωνιών και δεν δίνεται κανένας χρόνος ορθολογικών σχεδιασμών.

Οι μεταπολεμικές γενεές μεγάλωσαν κυρίως σε πόλεις. Παλιότερα υπήρχε η δυνατότητα επαφής με τη φύση, η γνώση από πρώτο χέρι πολλών οικολογικών αρχών που καταγράφονταν στο υποσυνείδητο και γενικά οι πολίτες γνώριζαν πολλά περισσότερα για τα δασικά οικοσυστήματα από ό,τι σήμερα.

Τα τελευταία χρόνια η κατάσταση άλλαξε. Οι συνθήκες ζωής και ιδιαίτερα η καθημερινή πίεση των νέων ανθρώπων για να αποκτήσουν περισσότερα εφόδια για τη ζωή τους δημιούργησε ανθρώπους που η μόνη πληροφόρηση που έχουν για τα δάση είναι αυτά που μεταδίδουν τα ΜΜΕ, τα οποία εκ των πραγμάτων βασίζουν την επιτυχία τους στην κακή είδηση και στην υπερβολή. Τα καμένα δένδρα, οι γκρίζες στάχτες, οι φλόγες και οι καπνοί κυριαρχούν στα θερινά δελτία ειδήσεων, αυξάνοντας το άγχος της επιβίωσης.

Δυστυχώς, απλές λογικές, όπως εάν οι πυρκαγιές είναι καταστροφικές για τα δάση, τι καίνε κάθε χρόνο; Γιατί η χώρα μας διατηρεί ακόμη δάση και δεν αποτελούμε μια ακόμη έρημο;, δεν τίθονται υπό συζήτηση.

Δυστυχώς η πληροφόρηση για τόσο σημαντικά θέματα μεταφέρεται μέσα από συζητήσεις που οργανώνονται και στις οποίες παίρνουν μέρος πάντα οι ίδιοι: πολιτικοί, νομικοί, μηχανικοί, ιερείς εξωτερικεύουν τις δικές τους ανασφάλειες που και αυτές προέρχονται από τη κακή πληροφόρηση των ιδίων. Η ανακύκλωση των υπερβολών τρομοκρατούν τους πολίτες που απαιτούν με πάθος αναδασώσεις για να σωθούν τα δάση. Αναδασώσεις με τον τρόπο που αναφέρθηκαν μέχρι τώρα. Αποτέλεσμα οι μεταπυρικές παρεμβάσεις να προκαλούν πολύ μεγαλύτερες ζημιές στα οικοσυστήματα από ό,τι οι ίδιες οι φωτιές.

Η νηφαλιότητα και οι συμβουλές των επιστημόνων δεν εισακούγονται γιατί απλούστατα δεν δημοσιεύονται. Η ελπίδα δεν είναι καταστροφική και δεν πουλά στα ΜΜΕ. Έτσι, γαλουχούμε τη νέα γενεά από τη μια να αυξάνει τα προσόντα της για να ζήσει καλύτερα το μέλλον και από την άλλη να της υποβάλλουμε την ιδέα ότι το μέλλον αυτό δεν θα υπάρχει αφού η έρημος θα απλωθεί παντού, το φαινόμενο του θερμοκηπίου θα κάψει τα πάντα, η όξινη βροχή θα νεκρώσει τα δένδρα και η τρύπα του όζοντος δεν θα αφήσει τίποτε ζωντανό.

Προτάσεις:

  • Θα πρέπει να ενημερωθεί άμεσα ο πληθυσμός της γης για τις πραγματικές οικολογικές παραμέτρους που πρέπει να διέπουν τις αναδασώσεις. Θα πρέπει να αναληφθεί μια σταυροφορία ουσιαστικής πληροφόρησης σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής μας δομής, πολίτες και πολιτικούς χωρίς να εξαιρούνται από αυτήν ούτε οι δασικοί όλων των βαθμίδων που επιφορτίζονται το τελικό έργο των αναδασώσεων.
  • Πρέπει οι αναδασώσεις να γίνονται όταν πρέπει να γίνονται και τότε να προηγείται μακρόχρονος σχεδιασμός που θα είναι αποτέλεσμα της μελέτης των βασικών παραγόντων του περιβάλλοντος που επηρεάζουν την επιτυχία των αναδασώσεων.


Επίλογος

Ίσως μερικοί να θεωρήσετε υπερβολική ή αυστηρή την εισήγηση. Μπορεί να έχετε και δίκιο. Όμως πώς να εξηγήσει κανείς ότι ένας σεβάσμιος γέροντας, ο Φουκουόκα, από την μακρινή Ιαπωνία έπεισε ολόκληρο τον κρατικό μηχανισμό και την Ελληνική κοινωνία ότι μπορεί να πρασινίσει τη χώρα μας; (Οικονόμου, 1998) Θυμηθείτε τη Βεγορίτιδα! Εκατό χιλιάδες στρέμματα γης του διέθεσε η πολιτεία για να εφαρμόσει μεθόδους που πουθενά προηγούμενα δεν χρησιμοποιήθηκαν και εκατοντάδες εθελοντές προσφέρθηκαν να βοηθήσουν λοιδορώντας αυτούς που διαμαρτύρονταν. Φυσικά η Βεγορίτιδα παραμένει ένας ξερότοπος, όμως σήμερα κανείς δεν θυμάται το γεγονός, δημιουργώντας μελλοντικά πεδία δράσεων σε νέους θαυματοποιούς.

Το ότι τα αποτελέσματα των κακών αναδασωτικών χειρισμών τα εισπράττουν οι επόμενες γενεές, πρέπει να μας κάνει ακόμη πιο αυστηρούς με τους εαυτούς μας. Ακόμη σημαντικότερο ότι βρισκόμαστε σε ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα και οφείλουμε να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους. Με στρουθοκαμιλισμούς και ωραιοποιήσεις καταστάσεων απλά θα αναπλάθουμε ένα κακό μοντέλο στη βασικότερη ανθρώπινη παρέμβαση στη φύση που είναι οι αναδασώσεις.

Βιβλιογραφία

Αθανασιάδης, Η.Ν. 1986.Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη. 120. σελ.
McLean, R.C. & W.R. Ivimay Cook. 1968. Practical field ecology. G.Allen & Unwin LTD. London. 215 p.
Γκατζογιάννης, Σ. & Ν. Γκολέτσος. 2001. Η διαχείριση των δασών στην Ελλάδα, σύγχρονες αναγκαιότητες. Πρακτικά Επιστημονικής Ημερίδας: Ανάπτυξη και προστασία δασών-Δασική εργασία. Θεσ/νίκη 1-2-2001: 49-56
Γκατζογιάννης, Σ., Α. Καραλίβανος, Π. Κωνσταντινίδης, Ν. Γρηγοριάδης. 2001. Τελική Έκθεση του Προγράμματος ‘Εγκατάσταση συστήματος παρακολούθησης των εξελίξεων στο περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης και Κατάρτιση μελέτης επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές (1998-2001) (Τεύχη 2.).
Κωνσταντινίδης, Ν.Π. & Ν. Η. Αθανασιάδης. 1988. Αναγνώριση φυτι­κών κοινωνιών με τη βοήθεια αεροφωτογραφιών και κλείδων. Πρακτικά Διε­θνούς Συνεδρίου “Σύγχρονες εφαρμογές τηλεπισκόπισης” Θεσσαλονίκη. Σελ.223-232
Κωνσταντινίδης, Π. και Τσιουρλής, Γ. 1999. Η πραγματική διάσταση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. “Πυροσβεστική Επιθεώρηση”. 74: 29-32.
Κωνσταντινίδης, Π. 2001. Φωτιές, η καταστροφή και η αναγέννηση των Ελληνικών δασών. Περιοδικό ΓΑΙΟΡΑΜΑ. Τεύχος 41ο. Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2001. Σελ: 144-181.
Κωνσταντινίδης, Π. & Σ. Γκατζογιάννης.2001. Επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές (με εκτενή εισαγωγή στο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα). Χορηγός έκδοσης: Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Θεσσαλονίκη. 182 σελ.
Κωνσταντινίδης, Π. 2003. Μαθαίνοντας να ζούμε με τις δασικές πυρκααγιές. Εκδόσεις Χριστοδουλίδη. Θεσσαλονίκη. 312 σελ.
Οικονόμου, Ν. 1998. Φέρνει… σπόρους ανατέλλοντος ηλίου. Εφημερίδα «Αγγελιοφόρος» 16-3-98.


Leave a comment »

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος IΙ)



Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)

3. Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας.

Τα φυτά, προκειμένου να πετύχουν τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας και των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, δημιουργούν σε κάθε περιοχή αυστηρά προκαθορισμένες κοινωνίες, η σύνθεση των οποίων εξαρτάται από τα γενετικά αποθέματα και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Οι κοινωνίες αυτές ονομάζονται φυτοκοινότητες ή φυτοκοινωνίες.

Οι φυτοκοινωνίες, εξαρτώμενες από τις εδαφικές και προπάντων από τις κλιματικές συνθήκες, διακρίνονται χωρικά και σχηματίζουν ζώνες βλάστησης, οι οποίες μεταβάλλονται φυσιογνωμικά όσο μεταβαίνουμε από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Αυτό υποδηλώνει αλλά και ταυτόχρονα υποδεικνύει ότι, κατά τη λήψη των αποφάσεων επιλογής ειδών κατά τη διενέργεια αναδασώσεων, πρώτιστο καθήκον είναι η γνώση του αυξητικού χώρου στον οποίο ανήκει η προς αναδάσωση περιοχή. Έτσι εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει για το αν ένα είδος που προτείνεται για αναδάσωση μπορεί ή όχι να επιβιώσει στο συγκεκριμένο χώρο.

Πέντε ζώνες βλάστησης κυριαρχούν στον Ελλαδικό χώρο (εικόνα 2):

  • Η ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quecetalia ilicis) (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή).
  • Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) (λοφώδης, υποορεινή).
  • Η ζώνη των δασών οξυάς – ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia) (ορεινή, υπαλπική).
  • Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Picetalia), (ορεινή – υπαλπική) και
  • Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων (Astragalo-Acantholimonetalia).

Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης


Η ζώνη αυτή είναι η θερμότερη και ξηρότερη ζώνη της πατρίδας μας. Είναι γνωστή ως Quercetalia ilicis ή ζώνη της αριάς, διότι τα όρια της συμπίπτουν με την εξάπλωση της αριάς (Quercus ilex). Σ΄ αυτήν εκδηλώνονται οι περισσότερες πυρκαγιές. Είναι η ζώνη των φρυγάνων και των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς την παρουσία θερμόβιων πεύκων. Εμφανίζεται σε μια σχεδόν συνεχή λωρίδα, που διακόπτεται τοπικά από γεωργικές και οικιστικές περιοχές, κατά μήκος των ακτών της Δυτικής, Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ελλάδας, στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, καθώς και στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ζώνη αυτή υποδιαιρείται οικολογικά, χλωριδικά και φυσιογνωμικά σε δυο υποζώνες: Την υποζώνη της αγριελιάς και της χαρουπιάς (Oleo-ceratonion) και την υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis).

Η πρώτη εμφανίζεται στις ακτές της νότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας καθώς και σε μικρές νησίδες της Νότιας Χαλκιδικής. Με τη σειρά της η υποζώνη αυτή διαιρείται σε δύο αυξητικούς χώρους ή φυτοκοινωνικές ενώσεις, την Oleo-ceratonietum και την Oleo-lentiscetum.

Η Oleo-ceratonietum αποτελεί γεωγραφικά τη χαμηλότερη περιοχή της Νότιας Ελλάδας και κλιματικά το θερμότερο αυξητικό της χώρο. Εμφανίζεται στις χαμηλότερες περιοχές των νησιών του Αιγαίου, στη Νότια και Ανατολική Πελοπόννησο και στην Αττική. Αποτελεί μια από τις πλέον διαταραγμένες ζώνες εξαιτίας της έντονης παρουσίας του ανθρώπου από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε τη ένωση αυτή και ως αυξητικό χώρο των φρυγάνων, αφού σε πολλές περιοχές, κυρίως νησιώτικες, κυριαρχούντα είδη είναι οι ακανθώδεις ημίθαμνοι, όπως αστοιβίδα (Poterium spinosum), γενίστα (Genista acanthoclada), γαλατσίδες (Euphorbia acanthothamnos), θυμάρι (Corydothymus capitatus), φασκόμηλο (Salvia sp.), φλόμος (Phlomis fruticosa), σπαράγγι (Asparagus aphyllus), αλογοθύμαρο (Anthyllis hermaniae), κ.λ.π.. Εμφανίζονται επίσης πολλά από τα αείφυλλα σκληρόφυλλα είδη της ζώνης της αριάς, όπως η ξυλοκερατιά (Ceratonia siliqua), η αγριελιά (Olea europea), o σχίνος (Pistacia lentiscus), οι άρκευθοι (Juniperus sp.), τα ρείκια (Erica sp.) κ.λ.π.

Επειδή η εμφάνιση των φρυγάνων είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης που προκάλεσε η ανθρώπινη παρουσία (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές), για το λόγο αυτό μπορούν στις περιοχές αυτές να εφαρμοστούν αναδασωτικά προγράμματα πλήρους αναβάθμισης με τον εμπλουτισμό της υπάρχουσας βλάστησης με θερμόβιους αείφυλλους θάμνους και θερμόβια δένδρα. Ιδιαίτερα προσαρμοσμένα είδη όπως τα ρείκια (Erica sp.), οι κουμαριές (Arbutus sp.), τα σχίνα (Pistacia sp.), τα πουρνάρια (Quercus coccifera) και οι αγριελιές (Olea europea), καθώς και δενδρώδη είδη όπως η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και τα κυπαρίσσια (Cupressus sempervirens) μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμα οικοσυστήματα.

Ο αυξητικός χώρος της Oleo-lentiscetum εμφανίζεται στη μεν νότια και νησιωτική Ελλάδα πάνω από την προηγούμενη ένωση, ενώ βόρεια ξεκινά από το επίπεδο της θάλασσας. Καλύπτει δε μεγάλο μέρος των ανατολικών παραλιακών θέσεων, από τη Χαλκιδική μέχρι και την Πελοπόννησο, με μικρές διακοπές κυρίως στην Όσσα και τον Όλυμπο. Από τη ζώνη αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται θαυμάσια οικοσυστήματα της χαλεπίου πεύκης, με υπόροφο από περισσότερο ξηρόβιους, αείφυλλους και σκληρόφυλλους θάμνους (αγριελιά, σχίνο, ρείκια, πουρνάρια, φυλίκια) ή λιγότερο ξηρόβιους όπως η μυρτιά και η δάφνη. Στις καλύτερες θέσεις εμφανίζονται ημιαναρριχόμενα είδη, όπως Lonicera sp., Rubia peregrina, Smilax aspera, Clematis vitalba κ.λ.π. Οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι εμφανίζουν εδώ την πιο καλή προσαρμογή στις επικρατούσες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διενέργεια των αναδασώσεων (για τον εμπλουτισμό των οικοσυστημάτων).

Η υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis) εμφανίζεται στη Βόρεια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, καταλαμβάνοντας τις δροσερότερες και υγρότερες ακτές της Δυτικής Ελλάδας, τις ανατολικές παρυφές του Πηλίου, της Όσσας και του Ολύμπου, τη λοφώδη Χαλκιδική και τις ακτές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στις περιοχές που η εμφάνισή της δεν ξεκινά από τη θάλασσα, αναπτύσσεται αμέσως υψηλότερα από τον αυξητικό χώρο του Oleo-lentiscetum.

Τα οικοσυστήματα που αναπτύσσονται στην υποζώνη αυτή είναι κυρίως αυτά των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς θερμόβια πεύκα. Στα πλέον αβαθή, φτωχά και όξινα εδάφη απαντώνται φυτοκοινωνίες των ειδών της οικογένειας Ericaceae (Erica manipuliflora, Arbutus unedo) και τα λαδάνια (Cistus sp.). Συχνά εμφανίζονται και πεύκα (χαλέπιος ή τραχεία) τα οποία όμως είναι κακόμορφα, πολύ αραιά και το ύψος τους σπάνια ξεπερνά τα 10 μ. Όπου τα εδάφη είναι καλύτερα εκεί εισχωρεί και η Erica arborea, ενώ τα πεύκα σχηματίζουν εδώ κλειστούς σχηματισμούς και αποκτούν μεγαλύτερο ύψος (μέχρι και τα 15 μ). Αντίθετα, στις πολύ καλές θέσεις με βαθιά, γόνιμα και αυξημένης υγρασίας εδάφη εμφανίζονται όλοι σχεδόν οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι της Oleo-lentiscetum και επί πλέον τα σπάρτα (Spartium junceum), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), η αριά (Quercus ilex), καθώς και φυλλοβόλα της ανώτερης βλαστητικής ζώνης όπως ο φράξος (Fraxinus ornus), η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και άλλα. Τα θερμόβια πεύκα εμφανίζουν στις περιοχές αυτές το άριστο της ανάπτυξής τους, αποκτώντας ύψος που ξεπερνάει τα 20 μέτρα και σχηματίζουν κλειστές συστάδες. Ανατολικά από τη νοητή γραμμή Δυτικής Θάσου και Δυτικής Κρήτης αναπτύσσεται η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και δυτικά η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis). Στη νότια ηπειρωτική και νησιώτικη χώρα η πεύκη δημιουργεί μικτές συστάδες με το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens). Σε μια μεγάλη ζώνη της Δυτικής Πελοποννήσου και σε περιορισμένες θέσεις της Αττικής, της Σκιάθου και της Σιθωνίας, σε περιοχές με διαθέσιμο υπόγειο νερό εμφανίζονται πυρήνες με αμιγή δάση κουκουναριάς (Pinus pinea). Γύρω από τους πυρήνες αυτούς δημιουργούνται μικτά δάση κουκουναριάς και χαλεπίου πεύκης, με την κουκουναριά μειούμενη όσο μεγαλώνει η απόσταση. Σε κάθε περίπτωση εισαγωγής, μέσα στα όρια της ζώνης αυτής η κουκουναριά επέδειξε πολύ καλή προσαρμογή, αρκεί να υπήρχε υψηλή στάθμη υπόγειου νερού και πρέπει να προτιμάται λόγω και της παθητικής αντοχής που δείχνει στις πυρκαγιές όταν τα δένδρα της έχουν σχετικά μεγάλη ηλικία.

Οι αυξητικοί χώροι που διακρίνονται σε αυτή την υποζώνη είναι: Adrachno-Quercetum ilicis, Orno-Quercetum ilicis, Lauro-Quercetum ilicis. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ζωνών οφείλονται κυρίως στις τοπικές εδαφικές συνθήκες (βάθος εδάφους, υγρασία, οξύτητα κ.λ.π.) και όχι σε κλιματικές.

Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης.

Όσο ανέρχεται κανείς στα όρη ή εισχωρεί στο εσωτερικό της χώρας, εγκαταλλείπει βαθμιαία τη μεσογειακή βλάστηση και συναντά είτε μία ιδιόρρυθμη μεταβατική ζώνη που μοιάζει φυσιογνωμικά με εκείνη των αείφυλλων- πλατύφυλλων (Quercetalia ilicis), που διαφέρει όμως από την τελευταία οικολογικά και χλωριδικά, είτε τη ζώνη των ξηρόφιλων φυλλοβόλων πλατύφυλλων και κυρίως των δρυοδασών. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως Quercetalia pubescentis εξαιτίας της κυριαρχίας της χνοώδους δρυός (Quercus pubescens). Οι φωτιές στα χαμηλότερα σημεία της ζώνης αυτής, αν και δεν είναι σπάνιες είναι σαφώς λιγότερες από ότι στην υποκείμενη ευμεσογειακή ζώνη. Στις υψηλότερες περιοχές της ζώνης όπου διαμορφώνεται η υποζώνη της πλατύφυλλης δρυός, οι φωτιές είναι πολύ σπάνιες, αφού η αύξηση της υγρασίας και των υγρόφιλων ειδών δεν ευνοούν την εκδήλωση και τη διάδοσή τους. Πρόκειται συνήθως για πυρκαγιές που ξεκινούν από τη ζώνη των αείφυλλων και εφόσον δεν ελεγχθούν έγκαιρα εξαπλώνονται στα φυλλοβόλα δρυοδάση.

Τα όρια μεταξύ της ευμεσογειακής και της παραμεσογειακής ζώνης είναι ασαφή στη νότια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Την ασάφεια προκαλεί η εξάπλωση του πουρναριού (Quercus coccifera) και στις δύο ζώνες, εξαιτίας της μεγάλης του αντοχής στη βόσκηση και τις πυρκαγιές. Εκτός από το πουρνάρι, στη ζώνη αυτή εμφανίζονται και άλλα θερμόφιλα είδη της ευμεσογειακής ζώνης, όπως είναι ο σχίνος (Pistacia lentiscus), η αγριελιά (Olea oleaster), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), το δενδρώδες ρείκι (Erica arborea), το κρητικό λαδάνι (Cistus creticus) και άλλα.

Το κλίμα εδώ γίνεται βαθμιαία ηπειρωτικότερο. Οι χειμώνες είναι ψυχρότεροι, οι βροχοπτώσεις αυξάνονται και η ξηρή περίοδος χρονικά περιορίζεται. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από 0ο C και οι χιονοπτώσεις διαρκούν από μερικές εβδομάδες μέχρι και πάνω από δύο μήνες. Και αυτή η ζώνη διαιρείται φυσιογνωμικά, οικολογικά και χλωριδικά σε δύο υποζώνες: στο Ostryo-Carpinion και το Quercion confertae (frainetto)-cerris, ενώ στη Νότια Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα) ίσως είναι σκόπιμη η διάκριση και μιας τρίτης υποζώνης, αυτής του Quercion cocciferae.

Η διάκριση μεταξύ της μεσογειακής και της υπομεσογειακής (Ostryo-Carpinion) ζώνης βλάστησης στην Κ. και Β. Ελλάδα είναι αρκετά σαφής και εύκολη. Όμως στη Ν. Ελλάδα και στην Κρήτη τα όρια είναι ασαφή επειδή η Quercus coccifera εμφανίζεται και στο Oleo-ceratonion δημιουργώντας έτσι έναν ξεχωριστό αυξητικό χώρο (ένωση) του Cocciferetum mixtum. Εδώ εμφανίζεται μια σειρά ενώσεων (αυξητικών χώρων) όπως το Quercetum cocciferae ή Cocciferetum, το Coccifero-Carpinetum και το Carpinetum orientalis.

Ο αυξητικός χώρος του Quercetum cocciferae ή Cocciferetum εμφανίζεται κυρίως στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Η εξάπλωση του ευνοείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις συχνές πυρκαγιές και είναι προϊόν υποβάθμισης προϋπαρχόντων βλαστητικών μορφών. Πολλές φορές ξεπερνά το υψόμετρο των 1000 μ. αποτελώντας τον υπόροφο της μαύρης πεύκης (Pinus nigra) και της κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica). Η φύση της βλάστησης ευνοεί εδώ τη διάδοση της πυρκαγιάς.

Το Coccifero-carpinetum καταλαμβάνει σημαντικές περιοχές κύρια στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας. Πρόκειται για σύμπυκνες θαμνοσκεπείς εκτάσεις που μοιάζουν φυσιογνωμικά με αυτές των αειφύλλων σκληροφύλλων ειδών, γι’ αυτό και θεωρούνται ως ψευδοσκληρόφυλλη βλάστηση (ψευδομακί). Κυρίαρχα είδη του αυξητικού αυτού χώρου είναι ο γαύρος (Carpinus orientalis) και το πουρνάρι (Quercus coccifera). Και εδώ, η αντοχή του πουρναριού στις ανθρώπινες δραστηριότητες (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές, υλοτομίες) το κάνει κυρίαρχο είδος. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται επίσης ως προϊόν υποβάθμισης και για το λόγο αυτόν οι διαχειριστικές μέθοδοι πρέπει να οδηγούν στην επαναφορά προηγούμενων καταστάσεων, δηλαδή σε οικοσυστήματα που κυρίαρχα δενδρώδη είδη ήταν κυρίως η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και η πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto).

Ο αυξητικός χώρος του Carpinetum orientalis εμφανίζεται κυρίως σε βόρειες εκθέσεις λόφων στις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών της Μακεδονίας (Αξιού, Στρυμόνα και Νέστου). Εμφανίζεται επίσης στους πρόποδες των υψηλών ορέων, όπου ή αντικαθιστά το Coccifero-carpinetum ή το διαδέχεται καθ’ ύψος. Η βλάστηση εδώ αποτελείται κυρίως από φυλλοβόλα είδη, όπως ο γαύρος (Carpinus orientalis), ο φράξος (Fraxinus ornus), το ρούδι (Rhus cοriaria), τα σφενδάμια (Acer sp.), οι σουρβιές (Sorbus sp.), οι θερμόβιες δρύες (Quercus pubescens, Q. frainetto) κ.λ.π.

Με την αύξηση του υψομέτρου (εικόνα 2) εμφανίζεται μια ζώνη με ιδιόμορφα δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων που υπάγεται στην υποζώνη του Quercion frainetto-Cerris. Η υποζώνη αυτή εκτείνεται ως λοφώδης-υποορεινή ή και ορεινή σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην υποζώνη αυτή ανήκει περίπου το 1/3 των Ελληνικών δασών. Και εδώ μπορούν να διακριθούν περισσότερες φυτοκοινωνικές ενώσεις (αυξητικοί χώροι) όπως: Quercetum frainetto, Tilio-Castanetum, Aceri-Castanetum, Quercetum montanum (Quercetum cerris και Quercetum dalechampii) κ.λπ. Οι συνθήκες αυξημένης υγρασίας που κυριαρχούν στην περιοχή αυτή και η παρουσία υγρόφιλης βλάστησης δεν ευνοούν ιδιαίτερα την εκδήλωση των δασικών πυρκαγιών.

Οι υπόλοιπες ζώνες βλάστησης

Πέρα από τις δύο αυτές ζώνες υπάρχουν και οι τρεις υψηλότερες

Η ζώνη των δασών οξυάς – ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων, η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων και η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων. Στις ζώνες αυτές οι πυρκαγιές είναι σπανιότατο φαινόμενο και εμφανίζονται σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες. Για το λόγο αυτόν γίνεται εδώ απλή αναφορά και όχι λεπτομερής παρουσίασή τους.

Η ζώνη δασών οξυάς – ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (ορεινή, υπαλπική) εκτείνεται στις ορεινές περιοχές τις Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδος και συγκροτείται από αμιγή ή μικτά δάση υβριδογενούς ελάτης και οξυάς που φθάνουν μέχρι τα ανώτερα δασοόρια (1800 – 1900 μ.). Οι φωτιές αποτελούν εδώ σπανιότατο φαινόμενο και όταν συμβαίνουν είναι κυρίως έρπουσες και όχι ιδιαίτερα καταστρεπτικές.

Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (ορεινή – υπαλπική) εμφανίζεται στα υψηλά όρη της Βόρειας Ελλάδας και σχηματίζεται από τα δάση της δασικής πεύκης, της ερυθρελάτης και της λευκής ελάτης. Οι πυρκαγιές στη ζώνη αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτες.

Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων εμφανίζεται στα υψηλά όρη της χώρας, πάνω από τα δασοόρια (ψευδαλπικές εκτάσεις). Συντίθεται από ποώδη κυρίως βλάστηση με διάσπαρτους μικρούς θάμνους. Ούτε η ποσότητα οξυγόνου, ούτε η καύσιμη ύλη είναι ποτέ αρκετά ώστε να υπάρξει αξιόλογη πυρκαγιά στη ζώνη αυτή.

4. Τα δασικά είδη των πυρόπληκτων περιοχών

Οι δασικές πυρκαγιές εκδηλώνονται κατά κανόνα σε μια καθορισμένη περιοχή, που συμπίπτει αρκετά με την περιοχή όπου έχουμε μεγάλη ή μικρότερη επίδραση του μεσογειακού κλίματος. Θα μπορούσαμε με ικανοποιητική ακρίβεια να καθορίσουμε τα όρια των περιοχών που καίγονται συχνότερα εάν ακολουθήσουμε τα όρια των ζωνών της φυσικής βλάστησης της χώρας (βλ. χάρτη 1). Οι παρατηρήσεις των τελευταίων δεκαετιών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πυρκαγιών συμβαίνει στη χαμηλότερη ζώνη βλάστησης, δηλαδή την ευμεσογειακή ζώνη της αριάς (Quercetalia ilicis). Στην αμέσως ανώτερη ζώνη της χνοώδους δρυός (Quercetalia pubescentis) οι πυρκαγιές μειώνονται σε αριθμό και μάλιστα στην υψηλότερη υποζώνη της, της πλατύφυλλης δρυός (Quecion frainetto-cerris), είναι ακόμη σπανιότερες. Από εκεί και πάνω, όσο αυξάνεται το υψόμετρο, τόσο ο αριθμός των πυρκαγιών μειώνεται για να περιοριστούν αυτές μόνο σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες.

Τα προτεινόμενα δασικά είδη

Έχοντας υπόψη τις αρχές που αναφέρονται σε προηγούμενα κεφάλαια, ότι δηλαδή τα φυτά αναπτύσσονται και επιβιώνουν μόνο σε καθορισμένες οικολογικά θέσεις, ότι η φύτευση δασικών ειδών σε περιοχές εκτός της φυσικής τους ζώνης είναι ενέργεια παρακινδυνευμένη και ότι οι πυρκαγιές συνήθως ξεσπούν στην ευμεσογειακή και δευτερευόντως στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, δημιουργήθηκε ένας κατάλογος δασικών ειδών (πίνακας 1)τα οποία θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσουν την επιτυχή αναβάθμιση των καιγομένων εκτάσεων. Τα φυτά που προτείνονται δεν είναι φυσικά τα μόνα, αλλά θεωρούνται ως τα σημαντικότερα της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής χλωρίδας. Η είσοδος κάθε φυτού, στον προτεινόμενο πίνακα, αποτελεί προϊόν βαθύτατης μελέτης της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, αλλά και προσωπικής έρευνας των συγγραφέων του παρόντος βιβλίου σε πλήθος πυρόπληκτων οικοσυστημάτων τη χώρας μας.

Τα είδη που προτείνονται ταξινομούνται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: Στα είδη που εμφανίζονται στην πυρόπληκτη ευμεσογειακή βλαστητική ζώνη και στα είδη της ευκαιριακά καιγόμενης παραμεσογειακής βλάστησης. Μια τρίτη ομάδα ειδών που συγκροτούν τη βλάστηση των ρεμάτων και των οχθών των ποταμών και χαρακτηρίζονται ως “αζωνικά είδη” συμπληρώνουν τον κατάλογο των ειδών θάμνων, δένδρων και αναρριχόμενων ειδών που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 και περιγράφονται αναλυτικά στο Β’ μέρος του παρόντος βιβλίου.

Πίνακας 1. Προτεινόμενα είδη για αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών.

Είδη της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Ailanthus altissima
Ceratonia silιqua
Cupressus sempervirens
Laurus nobilis
Olea europea
Pinus brutia
Pinus halepensis
Pinus pinea
Quercus coccifera
Quercus ilex
Robinia pseudoacacia

Θάμνοι

Arbutus andrachne
Arbutus unedo
Asparagus acutifolius
Buxus sempervirens
Calicotome villosa
Cistus incanus
Cistus salviefolius
Coronilla emeroides
Erica arborea
Μyrtus communis
Paliurus spina-christi
Phillyrea latifolia
Pistacia lentiscus
Pistacia terebinthus
Pyracantha coccinea
Spartium junceum
Tamarix pendrata

Αναρριχόμενα

Clematis flammula
Clematis vitalba
Lonicera periclynenum

Είδη της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Acer platanoides
Acer pseudoplatanus
Carpinus betulus
Celtis australis
Cercis siliquastrum
Fraxinus angustifolia
Juglans regia
Juniperus oxycedrus
Ostrya carpinifolia
Quercus pubescens
Tilia tomentosa

Θάμνοι

Berberis vulgaris
Colutea arborescens
Fraxinus angustifolia
Fraxinus ornus
Juniperus communis
Prunus mahaleb

Αζωνικά είδη

Δένδρα

Alnus glutinosa
Platanus orientalis
Aesculus hippocastanum
Populus alba
Populus nigra
Populus tremula
Salix alba
Salix fragilis
Sorbus torminalis
Quercus frainetto

Θάμνοι

Nerium oleander
Vitex agnus castus
Crataegus monogyna
Rosa canina

Επειδή τα φρύγανα αποτελούν οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων εξαιρέθηκαν από τον πίνακα 1 εκτός από τα λαδάνια, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρώτη εγκατάσταση των πεύκων μετά από μια πυρκαγιά. Πέρα από αυτό, τα φρύγανα διατηρούν από μόνα τους μια σημαντική ικανότητα επιβίωσης σε αυτά τα περιβάλλοντα τόσο έντονη που αρκετές φορές δυσχεραίνουν την φυσική ή και την τεχνητή αναδάσωση.

Τα προτεινόμενα είδη ανήκουν επίσης όλα στη φυσική χλωρίδα της χώρας, εκτός από τον αείλανθο και την ψευδακακία που δείχνουν μια σημαντική προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα για αναδασώσεις ιδιαίτερα προστατευτικών και αισθητικών δασών.

Ιδιότητες και συμπεριφορά των ειδών

Για κάθε δασοπονικό είδος του παραπάνω πίνακα δίνονται, στο Β μέρος της παρούσας μελέτης, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει ο κάθε υπεύθυνος σχεδιασμού μιας αναδάσωσης αλλά και κάθε τρίτος που μπορεί να συνεισφέρει σ΄ αυτήν, προκειμένου να υπάρχει συγκεντρωμένη η γνώση που χρειάζεται για μια σωστή επιλογή ειδών κατά την αναδάσωση πυρόπληκτων δασών.

Οι κλιματεδαφικές απαιτήσεις, η γενική περιγραφή του κάθε είδους, ο χρόνος άνθισης και παραγωγής σπόρων, η γενική χρησιμότητα, ο τρόπος που κάθε φυτό αντιμετωπίζει τις φωτιές, η μεταπυρική του αντίδραση, η αντοχή του στις υψηλές θερμοκρασίες είναι μερικές από τις πληροφορίες που δίνονται για κάθε φυτό χωριστά. Επίσης δίνονται συμβουλές για το είδος της αναδάσωσης στην οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, χωρίς να περιοριζόμαστε μόνο στη δημιουργία δασικών οικοσυστημάτων αλλά και για φυτεύσεις δρόμων, πάρκων και αλσυλλίων. Τέλος δίνονται πληροφορίες για τον τρόπο πολλαπλασιασμού κάθε φυτού, για την επεξεργασία των σπόρων ή των μοσχευμάτων, για το χρόνο φύτευσης, για τις ανάγκες προστασίας των φυτών στο φυτώριο, για την εποχή μεταφύτευσης και τέλος για τις ανάγκες των φυτών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.

Εκτός από την περιγραφή αυτή, παρατίθενται επίσης και ειδικοί πίνακες (Πίν. 2 και 3), όπου οι βασικότερες πληροφορίες για τα επιμέρους είδη παρουσιάζονται κωδικοποιημένα κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται η επιλογή των ειδών (άμεσα και πρακτικά), σε κάθε περίπτωση αναδάσωσης πυρόπληκτης περιοχής. Στον πίνακα 2 δίνονται και πληροφορίες για τη ζώνη όπου ευδοκιμούν τα διάφορα φυτά, καθώς και για τα σημεία της χώρας όπου αυτά εμφανίζονται με φυσικό τρόπο.

Η συμπεριφορά και η ικανότητα αντίστασης των φυτών απέναντι στη φωτιά παρουσιάζονται επίσης στον πίνακα 2.

Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται ομάδες φυτών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν από κοινού ολοκληρωμένα οικοσυστήματα. Η διάρθρωση των ειδών αυτών γίνεται με την καθ΄ ύψος κατανομή τους, όπως γίνεται ακριβώς στη φύση.

Δυνατότητες για επιτυχή επιλογή δασικών ειδών κατά την αναδάσωση εδαφών μετά από δασικές πυρκαγιές

Όταν η τεχνητή παρέμβαση για αναδάσωση καμένου δάσους κριθεί αναγκαία, τότε η πλέον κρίσιμη απόφαση που μέλει να προδικάσει καθοριστικά τις εξελίξεις στο νεοδημιουργούμενο δάσος είναι αυτή της επιλογής των δασικών ειδών.

Η επιλογή των κατάλληλων κάθε φορά δασικών ειδών φαίνεται κατ΄ αρχήν ότι είναι μια δύσκολη διαδικασία, αφού οι παράγοντες που πρέπει να αξιολογηθούν και οι συνδυασμοί ειδών, που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις εκάστοτε συνθήκες, είναι πολυάριθμοι.
Όμως, η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί ακολουθώντας μια σειρά κανόνων και οδηγιών που είναι σε θέση να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι κανόνες αυτοί, σύμφωνα με αυτά που αναλύθηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια, συνοψίζονται στα ακόλουθα:

  • Αντιγραφή της φύσης και γνώση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής
  • Λεπτομερής γνώση του σταθμού και καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών
  • Σαφήνεια αναφοράς στις μελλοντικές ανάγκες και τους στόχους διαχείρισης της καμένης έκτασης.

Η αντιγραφή της φύσης και η διερεύνηση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής.

Το πρόβλημα της επιλογής των ειδών μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση, αρκεί να μελετήσει κανείς την κατάσταση (από απόψεως σύνθεσης ειδών) στην οποία ήταν ένα δάσος πριν από μια πυρκαγιά ή και παλαιότερα και να καταλήξει σε προτάσεις που θα οδηγούν στην επαναδημιουργία της.

Η αντιγραφή της φύσης είναι ο πλέον αποδοτικός και ασφαλής τρόπος επιλογής των δασοπονικών ειδών που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε περιοχή που καίγεται.

Όταν αναφερόμαστε στην αντιγραφή της φύσης, αυτό δεν αφορά μόνο τα δενδρώδη είδη, αλλά στο σύνολό της (είδη, δομές κ.λ.π.) διότι στόχος είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων, που είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη χρήση της ηλιακής ενέργειας και των εδαφικών πόρων.

Ακόμη και στα πλέον διαταραγμένα οικοσυστήματα διατηρούνται πλήθος χλωριδικά στοιχεία, τα οποία μπορούν σε έναν έμπειρο δασολόγο να δώσουν τις πληροφορίες που χρειάζεται για να τα αναβαθμίσει.

Η λεπτομερής γνώση του σταθμού, σε συνδυασμό με την καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών και οι μελλοντικοί στόχοι διαχείρισης

Αν η παρατήρηση της φύσης μας οδηγεί να πάρουμε συνολικές αποφάσεις για τα είδη που μπορούν να φυτευτούν σε μια περιοχή, η απόφαση όμως για το πού ακριβώς (στο μικροχώρο) το καθένα από αυτά θα φυτευτεί εξαρτάται από τη γνώση των επιμέρους συνθηκών της περιοχής (έδαφος, μικροκλίμα, υδατικές συνθήκες κλπ), αφού τα είδη ακόμα και της ίδιας φυτοκοινότητας διαφοροποιούνται ως προς τις απαιτήσεις τους.

Εκτός αυτού, ο σταθμός αφήνει περιθώρια επιλογών στα πλαίσια των οποίων μπορούν και πρέπει να επιδιωχθούν ειδικότεροι στόχοι διαχείρισης σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά κοινωνικές ανάγκες.

Στην προσπάθεια της επιλογής δασοπονικών ειδών, πρόσθετες πληροφορίες θα είναι πολύ χρήσιμες, εφόσον αυτές σχετίζονται πέρα από τις οικολογικές και με οικονομικές παραμέτρους ή άλλους δασοπονικούς στόχους (αναψυχή, προστασία, αναβάθμιση τοπίου κ.λ.π.).

ΜΕΡΟΣ 2ο

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ

Επιστημονική ονομασία Acer platanoides L.
Οικογένεια Aceraceae
Ελληνικό όνομα Σφενδάμι πλατανοειδές

Γενικά: Δέντρο φυλλοβόλο, ταχυαυξές, με ωραία σφαιρική και θολωτή κόμη που φθάνει σε διάμετρο τα 15 μ. Ύψος μέχρι και 30 μ.(σύνηθες 20 μ.).
Φύλλα: Διαθέτουν μακρύ μίσχο. Έχουν σχήμα παλάμης, με 5 ή 7 λοβούς. Μοιάζουν πολύ με τα φύλλα του πλάτανου, εξ ου και το όνομά του. Όταν θραύονται απελευθερώνουν καυστικό γαλακτώδη χυμό. Το χρώμα τους είναι στην αρχή πράσινο ενώ το φθινόπωρο γίνεται κόκκινο ή πορτοκαλί.
Κλιματικές απαιτήσεις: Είδος φωτόφιλο, αντέχει όμως σε μέτρια σκίαση. Πολύ ανθεκτικό στους ισχυρούς ανέμους και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Εδαφικές απαιτήσεις: Μπορεί να αναπτυχθεί σε μια μεγάλη ποικιλία εδαφών. Καλύτερη όμως ανάπτυξη παρουσιάζει σε ελαφριά αμμώδη, μέτρια αργιλώδη έως και βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, αρκεί να μην υστερούν σε θρεπτικά συστατικά. Χρειάζεται μέτρια υγρασία εδάφους. Αναπτύσσεται επίσης σε ένα ευρύ φάσμα τιμών pH (από μετρίως όξινα έως πολύ αλκαλικά, όχι όμως σε αλατούχα εδάφη).
Άνθη – καρποί: Τα άνθη σχηματίζουν κορύμβους. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός αποτελείται από δύο πτερυγιόμορφα μονόσπερμα κάρυα (ονομάζονται σαμάρια). Οι σπόροι ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Συνήθως διατηρούνται επάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Φυτό μόνοικο. Επικονιάζεται με τις μέλισσες.
Χρησιμότητα: Το βαθύ κόκκινο χρώμα που παίρνουν τα φύλλα του το φθινόπωρο το καθιστούν, ως ένα από τα πλέον αξιόλογα διακοσμητικά είδη. Ο χυμός χρησιμοποιείται στην οινοπνευματοποιία και στη ζαχαροπλαστική. Ως προς το ξύλο θεωρείται χαμηλής αξίας φυτό. Χρησιμοποιείται κυρίως για αντιανεμική προστασία, άλλων καλλιεργειών και για την παραγωγή γλυκαντικών ουσιών.
Προτάσεις αναδασώσεων: Είναι είδος της ζώνης των φυλλοβόλων. Στη μεσογειακή ζώνη μπορεί να φυτευτεί μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η προστασία του, από τις υψηλές θερινές θερμοκρασίες. Σπάνια δημιουργεί αμιγείς συστάδες. Προτιμάται η φύτευσή του σε πόλεις για δημιουργία σκιάς, κατά μήκος των δρόμων ή γύρω από βιομηχανικές μονάδες επειδή αντέχει στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Το πυκνό φύλλωμα με τα μεγάλα πεντάλοβα φύλλα και η μεγάλη και στρογγυλή κόμη το κάνουν ιδιαίτερα κατάλληλο δένδρο για διακοσμητικές αναδασώσεις. Επίσης μπορεί να προτιμηθεί σε δενδροφυτεύσεις περιοχών με ιδιαίτερα ισχυρή πίεση βοσκής, διότι τα φύλλα του δεν βόσκονται εξαιτίας του μη φαγώσιμου καυστικού, γαλακτώδη χυμού. Εξαιτίας της ευρύτατης χρήσης του σε διακοσμητικές φυτεύσεις, έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, οι οποίες όμως πρέπει να αποφεύγονται, εφόσον θέλουμε να κάνουμε φυτεύσεις εμπλουτισμού σε δασικές εκτάσεις. Αναπτύσσει έντονη αλληλοπάθεια, η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά στη φύτρωση και την ανάπτυξη των γειτονικών φυτών. Απαιτούνται συχνές αποκλαδώσεις των νεκρών κλαδιών.
Αντίδραση στις πυρκαγιές: Είναι είδος που δεν αντέχει τις υψηλές θερμοκρασίες. Ειδικά σε νεαρή ηλικία ο λεπτός λείος φλοιός του δεν μπορεί να το προστατέψει από τις ακτινοβολίες, κατά τη διάρκεια μιας έστω και μέτριας έντασης πυρκαγιάς. Είναι ενεργητικά πυρόφυτο. Παραβλαστάνει ταχύτατα μετά από φωτιά.
Πολλαπλασιασμός: Ο πολλαπλασιασμός γίνεται είτε με μοσχεύματα, είτε με φύτευση σπόρων.
Τα μοσχεύματα πρέπει να προέρχονται από νεαρά υγιή φυτά.
Οι σπόροι πρέπει να συλλέγονται αφού ωριμάσουν (μετά τον Οκτώβριο), αλλιώς η φυτρωτικότητα μειώνεται σημαντικά. Αφού ξεραθούν, τοποθετούνται σε σάκους σε ξηρό και δροσερό μέρος. Πριν τη χειμερινή αποθήκευση πρέπει να εμποτιστούν τουλάχιστον για 24 ώρες. Ιδανικές συνθήκες αποθήκευσης θεωρούνται όταν η διάρκεια δε ξεπερνά τους 4 μήνες και η θερμοκρασία διατηρείται κάτω από 8ο C. Η σπορά γίνεται στο τέλος του χειμώνα, όταν εξαλείφεται ο κίνδυνος των όψιμων παγετών. Οι σπόροι αρχίζουν να φυτρώνουν περίπου ένα μήνα μετά τη φύτευση.
Εάν οι σπόροι συλλεχθούν πριν την ωρίμανσή τους πρέπει να στρωματωθούν αμέσως για τρεις τουλάχιστον μήνες και στη συνέχεια τοποθετούνται μέχρι να σπαρθούν, σε ψυγείο.
…………………………


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 2

Λατινικό όνομα: Πρόκειται για το επιστημονικό όνομα του είδους, που χρησιμοποιείται παγκοσμίως.
Κοινό όνομα: Το κοινό όνομα του φυτού, όπως είναι γνωστό ευρύτερα στη χώρα μας.
Φυλλοβόλο/ αείφυλλο: Φ=φυλλοβόλο, Π=Πλατύφυλλο.
Σύνηθες ύψος: Το ύψος που συνήθως υπό κανονικές συνθήκες φθάνει το δένδρο σε μέτρα.
Σύνηθες πλάτος κόμης: Η διάμετρος κόμης που συνήθως αναπτύσσει το δένδρο σε μέτρα.
Ταχύτητα ανάπτυξης: Η ταχύτητα με την οποία αυξάνει σε μέγεθος ένα δένδρο, (Τ=Ταχυαυξές, Μ=Μέτρια ταχύτητα ανάπτυξης, Β=Βραδυαυξές).
Εποχή άνθησης: Οι μήνες κατά τους οποίους ένα φυτό είναι ανθισμένο
Εποχή ωρίμανσης σπόρων: Οι μήνες που ωριμάζουν σε κάθε φυτό οι σπόροι (δεν αναφέρονται οι περιπτώσεις που οι σπόροι ωριμάζουν τα επόμενα από την άνθηση χρόνια).
Φυτό αρωματικό: Εάν το φυτό ανήκει στην αρωματική χλωρίδα (Ο=Όχι, Ν-Ναι).
Τύπος άνθους: Μ=Μόνοικο, Δ=Δίοικο, Ε=Ερμαφρόδιτο.
Τρόπος γονιμοποίησης: Μ=Μέλισσα, ΕΝ=Άλλα έντομα, ΑΝ=Άνεμος.
Ελαφρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που στραγγίζονται καλά; (ελαφρά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Βαριά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που δεν στραγγίζονται καλά; (βαριά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Φτωχά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε φτωχά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Όξινα εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες τιμές οξύτητας pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλκαλικά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες αλκαλικές τιμές pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλμυρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε αλμυρά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Δέσμευση αζώτου: Έχει την ικανότητα το φυτό να δημιουργεί συμβιώσεις, ώστε να δεσμεύει ατμοσφαιρικό άζωτο; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αντοχή σε σκίαση: Αντέχει το φυτό σε μερική ή ολική σκίαση; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Ανάγκες σε υγρασία: Υ=Υγρόφιλο (έχει ανάγκη την ύπαρξη εδαφικού νερού ολόκληρο το χρόνο για να αναπτυχθεί), Ξ=Ξηρόφυτο (μπορεί να περάσει μεγάλο διάστημα ξηρασίας χωρίς κίνδυνο).
Αντοχή σε ανέμους: Πόσο μπορεί να αντέξει ένα φυτό σε ισχυρούς ανέμους όταν βρίσκεται εκτός συστάδας; Ν=Ναι αντέχει πολύ, όχι όμως και στους θαλασσινούς, ΝΘ=Ναι αντέχει ακόμη και στους θαλασσινούς ανέμους, Ο=Όχι κινδυνεύει συχνά από ανεμορριψίες .
Αντοχή σε ξηρασία: Είναι το φυτό προσαρμοσμένο στις ξηρές συνθήκες του μεσογειακού κλίματος; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Αντοχή σε ρύπους: Είναι το φυτό ανθεκτικό σε αστικές συνθήκες; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευπάθεια σε παγετούς: Είναι το φυτό ευπαθές στους παγετούς; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευφλεκτικότητα: Είναι το φυτό σχετικά εύφλεκτο ή δύσφλεκτο είδος; Υ=Υψηλής ευφλεκτιότητας, Μ=Μέσης ευφλεκτικότητας, Χ=Χαμηλής ευφλεκτικότητας.
Μεταπυρική συμπεριφορά: Μετά την πυρκαγιά το φυτό αναγεννάται με παραβλαστήματα ή με σπόρους; (Π=Παραβλαστήματα, Σ=Σπόροι).
Ζώνη βλάστησης: Σε ποια ζώνη βλάστησης κυρίως αναπτύσσεται τι φυτό στη χώρα μας; Oleo-cer=Oleo -Ceratonion δηλαδή της θερμότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης, Querc-il= Quercion ilicis δηλαδή της ψυχρότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης. Ostr-car=Ostryo-Carpinion δηλαδή η θερμότερη υποζώνη της παραμεσογειακής βλάστησης.
Περιοχή της χώρας: Σε ποιες περιοχές της χώρας αναπτύσσεται το φυτό με φυσικό τρόπο;


Χρήση του πίνακα

Ο πίνακας των ειδών δημιουργήθηκε προκειμένου να γίνει η πληροφορία περισσότερο εποπτική. Οι πληροφορίες δίνονται με συνοπτικό τρόπο ώστε, όχι μόνο ο διαχειριστής των καμένων εκτάσεων, αλλά και ο οποιοσδήποτε ασχοληθεί με φυτεύσεις δένδρων και θάμνων στην ευμεσογειακή και στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, να έχει μια πρώτη εικόνα των φυτών που μπορεί να επιλέξει σε κάθε περίπτωση.

Στον πίνακα συμπεριελήφθησαν και τα 66 είδη που περιγράφονται στο κυρίως μέρος του βιβλίου.

Για την περιγραφή των χαρακτηριστικών των φυτών χρησιμοποιήθηκαν πλήθος από διεθνείς βάσεις δεδομένων, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν, επεξεργάσθηκαν επί μια περίπου διετία και μεταφέρθηκαν στην Ελληνική πραγματικότητα (ιδιαίτερα οι χρόνοι άνθησης, καρποφορίας, η χρήση των προϊόντων κ.λ.π.). Η συμπεριφορά των φυτών στις φωτιές και ο τρόπος αντίδρασης, βασίζεται κυρίως σε δικές μας παρατηρήσεις και πολύ λιγότερο στις διεθνείς βάσεις πληροφοριών.

Η περιγραφή περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: μορφή, άνθη – καρποί, εδαφικές απαιτήσεις, κλιματικές απαιτήσεις, σχέση με πυρκαγιές και φυσική περιοχή ανάπτυξης.

Για να γίνει ο πίνακας ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια των υπευθύνων αναδασωτών, θα πρέπει να υπάρχουν όλες εκείνες οι πληροφορίες που έχουν σχέση με την οικολογική συμπεριφορά του κάθε είδους και κυρίως τις κλιματεδαφικές απαιτήσεις και αντοχές του. Αυτό σημαίνει ότι πριν αποφασισθεί ποια είδη φυτών θα επιλεγούν να εμπλουτίσουν τις αναδασώσεις, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα βασικά κλιματικά στοιχεία της περιοχής.

Παρά το ότι οι κλιματικές παράμετροι συνήθως διατίθενται από τις επεξεργασίες των καταγραφών των μετεωρολογικών σταθμών, εν τούτοις είναι απαραίτητο σε κάθε περιοχή να καθορισθούν οι μικροπεριβαλλοντικές τοπικές συνθήκες, διότι ο βαθμός προστασίας κάθε δασικού τμήματος από τους ψυχρούς ανέμους για παράδειγμα, εξαρτάται όχι τόσο από τους επικρατούντες ανέμους, όσο από το πόσο καλά είναι προστατευμένη μια θέση από αυτούς. Επίσης σε περιοχές που οι επικρατούντες άνεμοι συνήθως υποχρεούνται από το ανάγλυφο να ανυψώνονται απότομα, η θερμοκρασία τους είναι χαμηλότερη (λόγω αδιαβατικής ψύξης, που οφείλεται στην αραίωση), από την αντίθετη πλευρά, όπου οι ίδιοι άνεμοι υποχρεούνται να κατέρχονται (αδιαβατική θέρμανση, λόγω συμπίεσης). Το ίδιο γίνεται και με την υγρασία, όπου στις χαμηλές κοίλες περιοχές δημιουργείται βαθύτερο έδαφος, το οποίο αυξάνει την υδατοχωρητικότητα, άρα και τα αποθέματα υγρασίας. Υπάρχουν φυσικά και παράγοντες που έχουν ευρύτερη σημασία, όπως ο συνολικός αριθμός κατακρημνισμάτων σε μια περιοχή, η διάρκεια των παγετών και η αντοχή σε ρύπους. Επίσης πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι με τη δημιουργία του νέου οικοσυστήματος πολλοί από τους μικροκλιματικούς παράγοντες θα αλλάζουν, όσο μεγαλώνουν τα δένδρα και οι θάμνοι, ιδίως η σκίαση, οι θερμοκρασίες, η υγρασία εδάφους κ.λ.π.

Με τις εδαφικές απαιτήσεις και αντοχές των φυτών τα πράγματα εμφανίζονται πιο σταθερά. Πρώτα από όλα δεν μεταβάλλονται δραματικά οι συνθήκες των εδαφών, με την μεταπυρική πρόοδο της ανάπτυξης των τοπικών φυτοκοινωνιών. Δεύτερο, οι μεταβολές στις φυσικοχημικές ιδιότητες συνήθως δεν γίνονται σε κοντινές αποστάσεις και αυτές που συμβαίνουν είναι μέσα στα όρια αντοχής ή ανεκτικότητας των φυτών. Εκείνο που αλλάζει συχνά είναι το βάθος του εδάφους, το οποίο εξαρτάται περισσότερο όχι από το μητρικό πέτρωμα, όσο από το ανάγλυφο της κάθε περιοχής. Επομένως η εφάπαξ χαρτογράφηση των μετρούμενων χαρακτηριστικών του εδάφους, είναι αρκετή, ώστε η πληροφορία να είναι διαθέσιμη και για τις επόμενες παρεμβάσεις που θα χρειασθεί να γίνουν στο μέλλον.

Ο συνδυασμός επομένως των κλιματικών και εδαφικών δεδομένων και η μελέτη του πίνακα θα βοηθήσουν το διαχειριστή για να λάβει τις αποφάσεις του. Όμως πέρα από τις οικολογικές παραμέτρους, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των αναδασώσεων. Η γνώση της ταχύτητας ανάπτυξης των δένδρων και οι τελικές διαστάσεις για παράδειγμα, είναι σπουδαίας σημασίας για να προβλεφθεί ο μελλοντικός βαθμός σκίασης του υπορόφου και στη συνέχεια να καθορισθεί το είδος των θάμνων που θα πρέπει να επιλεγούν και οι οποίοι θα έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται στις συνθήκες αυτές.

Στα δάση πολλά φυτά είναι μόνοικα, πολλά από τα οποία δεν μπορούν να αυτογονιμοποιήσουν τα άνθη τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατη η παραγωγή σπόρων, όταν δεν προβλέψουμε φυτά με αρσενικά άνθη να βρίσκονται πολύ κοντά με φυτά με θηλυκά άνθη. Επίσης φυτά που επικονιάζονται με τις μέλισσες, σημαίνει ότι έχουν μελισσοκομικό ενδιαφέρον, επομένως πρέπει να τα ευνοούμε, σε αναδασώσεις περιοχών όπου η μελισσοκομία αποτελεί κύρια οικονομική δραστηριότητα.

Μια ακόμη παράμετρος πολύ χρήσιμη είναι η συμπεριφορά των φυτών στις πυρκαγιές και ο βαθμός ευφλεκτικότητάς τους, αφού επιθυμητό αποτέλεσμα των αναδασώσεων είναι και η δημιουργία οικοσυστημάτων ικανών να αντιστέκονται στις πυρκαγιές και όταν δεν τα καταφέρνουν να έχουν την ικανότητα να αναγεννιόνται με φυσικό τρόπο μετά από αυτές. Έτσι προβλέφθηκαν οι στήλες με την ευφλεκτικότητα και τον τρόπο που τα φυτά αναγεννιόνται μετά από κάθε πυρκαγιά.

Τέλος είναι βασική η γνώση των περιοχών φυσικής εμφάνισης των διαφόρων ειδών. Για παράδειγμα η ξυλοκερατιά είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει σε φυσικές συνθήκες στις κλιματικές συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας. Το αντίστροφο συμβαίνει με την ιπποκαστανιά.

Η βάση δεδομένων έτσι όπως είναι δομημένη, είναι δυνατό, με εμπλουτισμό ακόμη περισσότερων πληροφοριών (φωτογραφιών, μορφολογικών χαρακτηριστικών κ.λ.π.), να μετατραπεί εύκολα σε πρόγραμμα για υπολογιστή (softwere), το οποίο θα είναι ακόμη περισσότερο λειτουργικό, αφού θα έχει τη δυνατότητα με την εισαγωγή των οικολογικών δεδομένων να προτείνει από μόνο του τα κατάλληλα κατά περίπτωση είδη. Στο πρόγραμμα αυτό θα ενσωματωθούν δυνατότητες μοντελοποίσης της πορείας ανάπτυξης μιας δασοσυστάδας στο πέρασμα του χρόνου, η τρισδιάτατη επόπτευση του χώρου επίσης σε βάθος χρόνου, ο βαθμός σκίασης κάθε κομματιού γης σε κάθε εποχή του χρόνου κ.λ.π. Με τη συμμετοχή των προγραμμάτων των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, όπου πλέον η χαρτογράφηση παίρνει άλλη διάσταση, τότε το πρόγραμμα αυτό θα έχει τη δυνατότητα να αυτοεπιλέγει σε κάθε περίπτωση και να προτείνει τα υπό φύτευση είδη.


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 3

Στον πίνακα 3 εισάγεται για πρώτη φορά γραφικά η έννοια της δημιουργίας ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων και όχι μονοκαλλιεργειών ή τυχαίων συνδυασμών. Στον πίνακα τα φυτά ταξινομούνται στην κατά χώρο φυσική τους εξάπλωση (εκτός από την κορυφή, όπου τοποθετήθηκαν τα αζωνικά είδη). Βέβαια στη φύση οι συνδυασμοί είναι πολλές φορές τυχαίοι και καθορίζονται κυρίως από τις τοπικές μακρο- ή μικροσυνθήκες. Για παράδειγμα το Acer sempervirens παρουσιάζεται στην Κρήτη σε όλα τα υψόμετρα και όλους τους συνδυασμούς ή ότι η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη στις καθαρές τους μορφές πουθενά δεν συνυπάρχουν. Για το λόγο αυτόν ο πίνακας έχει κυρίως συμβουλευτικό χαρακτήρα για μια πρώτη προσέγγιση.

Άλλωστε όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο μέρος, ο βασικός τρόπος ορθολογικής παρέμβασης είναι η μελέτη των φυτοκοινωνιών που προϋπήρχαν, διότι στην πραγματικότητα η φυτοκοινωνία αποτελεί την έκφραση ολόκληρου του οικοσυστήματος και των συνδυασμών όλων ανεξαιρέτως των παραγόντων που συνθέτουν το περιβάλλον κάθε περιοχής (τόσο των εμφανών και μετρούμενων όσο και των αφανών και μη μετρούμενων). Σκοπός του ορθολογικού αναδασωτή είναι να αναπλάσει τις προϋπάρχουσες, της υποβάθμισης, φυτοκοινωνίες και όχι να δημιουργήσει νέες. Επίσης στον πίνακα δεν μπορούν να αναφερθούν μερικές ιδιότητες των φυτών τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε κατά την πραγματοποίηση της κατά χώρο τοποθέτησης των διαφόρων φυτών. Για παράδειγμα δεν μπορεί να αγνοηθεί η αλληλοπαθητική δράση των σφενδαμιών, που καθιστά προβληματική την επιβίωση άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών ειδών, σε κοντινή τους απόσταση. Παρόλα αυτά τα είδη αυτά τοποθετήθηκαν στη θέση που πρέπει θεωρητικά να κατέχουν στην ζώνωση της βλάστησης, για να υποδειχθεί ακριβώς ο φυσικός τους χώρος ανάπτυξης.

Τέλος από τον πίνακα αυτόν έμειναν έξω από την ταξινόμηση, τα είδη που έχουν εισαχθεί στη χώρα και περιελήφθησαν λόγω της συμπεριφοράς τους και της αποδεδειγμένης οικολογικής σημασίας στη βάση δεδομένων (Robinia pseudoacacia και Ailanthus altissima). Όμως η έλλειψη ακόμη ολοκληρωμένης της πληροφορίας για τα πραγματικά οικολογικά όρια εξάπλωσής τους, δεν μας επιτρέπει ακόμη την εισαγωγή τους στον πίνακα και ο καθορισμός των φυτών με τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν ισχυρές και βιώσιμες φυτοκοινωνίες. Για παράδειγμα η ψευδακακία δείχνει καλή προσαρμογή και ανάπτυξη σε περιοχές όπου εμπλούτισε καμένα πευκοδάση. Όμως ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε λίγα χρόνια, όταν τα πεύκα και οι αείφυλλοι θάμνοι αναπτυχθούν και εντείνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Υπάρχει η πιθανότητα η ψευδακακία να μην αντέξει και να υποχωρήσει. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα αντίθετα να λειτουργήσει ως ζιζάνιο και να αποτρέψει την ανάπτυξη της φυσικής βλάστησης. Τέλος μπορεί να υπάρξει η αρμονική συνύπαρξη και να γίνει αποδεκτή η ψευδακακία από τις τοπικές φυτοκοινωνίες και σε λίγα χρόνια να υπάρχει η φυσική ανανέωσή τους χωρίς την μεσολάβηση του ανθρώπου. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν μπει κάτω από την επιστημονική παρακολούθηση και δεν απομένει παρά ο χρόνος για να γνωρίζουμε αν αυτού του είδους εμπλουτισμοί, που από τη μια φαίνονται σωστοί, από την άλλη όμως δεν έχουμε την απάντηση της ίδιας της φύσης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης Η. Ν. 1985. Δασική Βοτανική (Συστηματική σπερματοφύτων). Μέρος Ι. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986. Δασική Βοτανική. (Δένδρα και θάμνοι των δασών της Ελλάδος). Μέρος ΙΙ. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986β. Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης, Ν. & Ε. Δρόσος. Η χλωρίδα και η βλάστηση του όρους Πάικο. Επιστ. Επ. Του Τμ. Δασολογίας και Φυσικύ Περιβάλλοντος. Τόμος ΛΓ.
Αριανούτσου, Μ., Π. Δεληπέτρου, Π. Δημόπουλος, Ε. Οικονομίδου, Β. Καραγιαννακίδου, Π. Κωνσταντινίδης, Π. Παναγιωτίδης, Μ. Πανίτσα & Γ. Τσιουρλής. 1997. Τύποι οικοτόπων στην Ελλάδα. Στο: Ντάφης, Σ., Ε. Παπαστεργιάδου, Κ. Γεωργίου, Δ. Μπαμπαλώνας, Θ. Γεωργιάδης, Μ. Παπαγεωργίου, Θ. Λαζαρίδου & Β. Τσιαούση. 1997. Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το έργο των οικοτόπων στην Ελλάδα. Δίκτυο ΦΥΣΗ-2000. Συμβόλαιο αριθμός Β4-3200/84/756, Γεν. Διεύθυνση XI Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων. 932 σελ.
Athanasiadis N. & E. Eleftheriadou. 1991. Nestos: Vegetation – Flora. Proc. of meeting: “Nestos Environment and its Problems” Geotechnical Chamber of Greece. Kavala, p 135-159.
Βολιώτης, Δ. 1967. Έρευναι επί της βλαστήσεως του Χολομόντος και ιδία της αρωματικής, φαρμακευτικής και Μελισσοτροφικής τοιαύτης. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Braun-Blanquet, J. 1936. La Chenaie d’ Yeuse mediterraneenne (Quercion ilicis). Monographie phytosociologigue. Communication station intern. Geobot. Medit. Et Alpine 45. Montpellier.
Braun-Blanquet, J. 1951. Phlanzensoziologie. Springer Verlang. 2. Auflage, Wien.
Christodoulakis, D. & T. Georgiadis. 1990. The vegetation of the Island of Samos, Greece. Ann. Musei, Goulandris 8: 45-80.
Davis, P.H. 1965-1982. Flora of Turkey and the East Aegean Islands. 1-7. Edinburg.
Debazac, F.E. & Μαυρομμάτης. Γ. 1969. Παρατηρήσεις επί τωνδασικών διαπλάσεων «Αειφύλλων Πλατυφύλλων. Ειδικό Ταμείο Ηνωμένων Εθνών. Έργο:UNSF/FAO GRE-20/230: Αθήναι.
Degen A.v. 1891. Ergebnisse einer botanischen Reise nach der Insel Samothrake. Oesterr. Bot. Z. 41(9-10): 301-306, 329-338.
Di Castri, F., D. Goodall & R. Specht (Editors). 1981. Exosystems of the world. Vol.11. Mediterranran-Type shrublands. Elsevier Scien. Publ. Comp. Amsterdam.
Διαμαντόπουλος, Ι. 1983. Δομή και διανομή τω Ελληνικών φρυγανικών οικοσυστημάτων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Economidou 1974. La repatition des Frygana en Grece et ses raports avec le climat et l’influence anthropogene. Doc. Phytosociol. Lille 15-16: 45-46
Ελευθεριάδου, Ε. 1992. Η χλωρίδα των δασών ψυχροβίων πλατυφύλλων-Κωνοφόρων και υψηλής εξωδασικής περιοχής Ελατιάς Δράμας. Διαδακτορική Διατριβή. Σχολή Γεωτεχνικών. Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος. Παράρτημα Αριθμ. 6 του ΛΓ Τόμου. Θεσσαλονίκη. 167 σελ.
Franzen R. 1980. Floristic reports from Mount Siniatsikon and Mount Vermion, northern Greece. (Materials for the Mountain Flora of Greece, 6). Bot. Not. 133(4): 527-537.
Guenther, K. 1991. International Ag-Sieve — Volume IV, Number 3, 1991. (Άρθρο από το internet http://www.envirolink.org/seel)
Ζαγκλής, Δ. 1956. Χαλκιδική. Ιστορία-Γεωγραφία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1912. Θεσσαλονίκη.
Zoller H., P. Geissler & N. Athanasiadis. 1977. Beitrage zur Kenntnis der Walder, Moos und Flechtenassoziationen in den Gebirgen Nordgriechenlands. Bauhinia 6, Basel.
Horvat I. 1954. Pflanzengeographische Gliederung Sudosteuropas. Vegetatio 5-6: 434-447 .
Horvat, I. V. Clavai and H. Ellenberg. 1974. Vegetation Sudosteuropoas. Stuttgard.
Καϊλίδης, Δ., Α. Κατσάνος & Κ. Κασσιός. 1969. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι. Δελτίο Κ.Δ.Ε.Β.Ε. 8/33
Καϊλίδης, Δ. 1971.. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1968-1970. Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 1.
Καϊλίδης, Δ. 1972. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1971. . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Δ. Θεοδωροπούλου.1973. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1972 . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Σ. Μαρκάλας 1980. Κατανομή των πυρκαγιών των δασών και βοσκοτόπων της Ελλάδας σε κλάσεις μεγέθους. Περιοδικό “ΔΑΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” Τεύχος 12.
Κασσιούμης, K. 1988. Προστετευόμενες περιοχές και η προστασία της φυσικής μας κληρονομιάς στη χώρα μας. Δασικά Χρονικά. No 2 : 40-52.
Κατσάνος Α. 1970. Διαχρονική σπουδή πυρκαγιών δασών και δασικών εκτάσεων πεντατίας 1965-1969. Αυτοτελείς εκδόσεις της υπηρεσίας Δασικών Εφαρμογών και Εκπαιδεύσεως. ηο 13.
Knapp. R. ( )Die Vegetation Kephallinia. Griechenland.
Κωνσταντινίδης, Π. 1990. Εξέταση και διεύρυνση σχέσεων μεταξύ φυσιογραφικών μονάδων δασών χαλεπίου Πεύκης Σιθωνίας Χαλκιδικής και των εμφανιζομένων σε αυτές φυτοκοινωνιολογικών μονάδων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Κωνσταντινίδης, Π., Γ. Χατζηφιλιππίδης 1992. Φυτοκοινω­νιο­λο­γι­κή ανάλυση του δάσους κουκουναριάς της Σιθωνίας Χαλκιδικής. “Γεωτε­χνικά Επιστημονικά Θέματα” Θεσσαλονίκη σελ. 13-22 .
Κωνσταντινίδης Π. και Γ. Τσιουρλής. 1999. Η πραγματική διάσταση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. Παγκόσμιο Συνέδριο: Πυρκαγιές στα Μεσογειακά δάση: Πρόληψη-Καταστολή-Διλαβρωση του εδάφους- Αναδασώσεις. Ελληνική Επιτροπή UNESCO. ΑΘΗΝΑ. Φεβρουάριος 1999. Υπό εκτύπωση.
Konstantinidis, P. & G. Hatziphilippidis. 1993. Natural regeneration of a Mediterranean Aleppo pine ecosystem after a fire. In Montero Gonzales, G., & Rossello E. R. (Edit.) “MOUNTAIN SILVICULTARE”. INVESTI­GACION AGRARIA. SISTEMAS Y RECURSOS FORESTALES. FUERA DE SERIES No3- VALSAIN. DICIEMBRE 1994. 343-348 p.p.
Κωνσταντινίδης, Π. 1998. “Η επίδραση του σταθμού στην αποκατάσταση της βλάστησης μετά από πυρκαγιά” Πρακτικά συνεδρίου της Ελληνικής Δασο­λογικής Εταιρείας. “Σύγχρονα προβλήματα δασοπονίας”. Αλεξανδρούπολη 6-8/4/1998: 139-148.
Λαυτεντιάδης, Γ.Ι. 1961. Χλωριστική, φυτογεωγραφική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα της χερσονήσου Κασσάνδρας. Επιστ. Επετ. Φυσικομαθηματικής Σχολής Α.Π,Θ. Παρ. 8 Θεσσαλονίκη.
Mavrommatis G. 1978. Carte de la vegetation forestriere de la Grece. Ministry of Agriculture, Athens
Ministry of Environment., E.C., WWF (Hellas). (in press) Special environmental study of Dadia-Souphli Forest protected area.
Μουντράκης, Δ. 1985. Γεωλογία της Ελλάδας. Univ. Studio Press. Θεσσαλονίκη.
Νάκος, Γ. 1977. Συμβολή στη μελέτη των δασικών εδαφών της Ελλάδος. Φυσικαί, χημικαί και βιολογικαί ιδιότητες. Υπουργείο Γεωργίας.
Ντάφης, Σ.1966. Σταθμολογικές και δασοαποδοτικές έρευνεςσε πρεμνοφυή δρυοδάση και καστανωτά της ΒΑ Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1969. Σταθμολογικές έρευνες σε δάση οξιάς. Επιστημ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής. Τόμος ΙΓ’. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1973. Ταξινόμηση της δασικής βλάστησης της Ελλάδας. Επιστ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής.
Oberdorfer, E.1952. Beitrag zur Kenntnis der Nordagaischen Kisten-vegetation. Vegatatio. 3:329-349.
Papanikolaou K. 1985. Contribution to the flora of Mount Pangaion (Pangeon), North East Greece. Ann. Musei Goulandris 7: 67-156.
Παυλίδης, Γ. 1976. Η χλωρίς και η βλάστηση της χερσονήσου Σιθωνίας Χαλκιδικής. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Pavlides, G., E.Vardakis, & G. Lavrediades. 1988. Notes on the vegetation and soil rofiles near Polygyros (Chalkidiki Peninsula, N. Greece). Israel Journal of Botany. Vol. 37:19-47.
Polunin O. 1980. Flowers of Greece and the Balkans, a Fieldquide. Oxford Univ. Press. Oxford, N. York. Melbourne
Quezel P. & Barbero M. 1985. Carte de la vegetation de la region Mediterranee une feuille No 1: Mediterranee orientale. Editions du Centre Nationale de la Reserche ientifique. Paris.
Rechinger, K.H. 1936. Ergebnisse eigner botanischen sommerreise nach dem Agaischen und Ostriechenlands. Beich. Bot. Centralbl. 54B:577-680.
Rechinger K.H. 1939. Zur Flora von Ostmazedonien und West Thrazien. Bot. Jahrb. 69: 419-552.
Rechinger H.K. 1951. Phytogeographia Aegea. Wien.
Stamou, N., K. Kalabokidis, P. Konstantinidis, S Fotiou, A. Christo­doulou, V Blioumis, D. Prastacos, M. Diamantakis & G. Koclidakis. 1998. Improving the efficiency of the wildland fire prevention and suppression system in Greece. Proceedings of III International Conference on Forest Fire Research. Coimpra. Portugal. Volume I: 203-221 p.p
Stojanov N. & Kitanov. 1946. Flora Insula Thasos. Ann. Univ. Sofia, Fac. Phys. Mat. Sci. Nat. 42: 160.
Strid A. 1976. Floristic notes from Mt Olympos and Mt Falakron (Boz Dagh), Northern Greece. Bot. Notiser 129: 251-256.
Strid A. 1978. Contribution to the flora of Mt. Kajmaktchalan (Voras Oros), NE Greece. Ann. Musei Goulandris 4: 211-247
Strid A. 1986. Mountain flora of Greece. Vol. 1. Cambridge University Press. Cambridge.
Strid A. & Kit Tan. 1991. Mountain flora of Greece. Vol. 2. Edinburgh University Press. Edinburgh University Press. Edinburgh.
Τάκος, Ι. & Θεοδώρα Μέρου. 1995. Τεχνολογία Σπόρων Ξυλωδών φυτών. Τ.Ε.Ι. Καβάλας. Τμήμα Δασοπονίας Δράμας. Δράμα. 182 σελ.
Tsianakas, T.D. 1975. Contribution a l’etude ecologique de la vegetation de la Chalcidique Nord-orientale (Greece). These.
Tutin T. G., V. H. Heywood, N. A. Burges, D. H. Valentine, S. M. Walters & D. A. Webb. 1964-1980. Flora Europaea. Vol. 1-5. Cambridge University Press. Cambridge.
Vardakis, E., G.Pavlides, & G.Lavrediades. 1987. On the vegetation of a typical xererthent soil of Polygyros area (S.E. of Thessaloniki). Feddes repertorium 98 (3-4): 253-264.
Voliotis, D. 1967. Investigation about the Vegetation and flora of Cholomon mountain. Ph. D. Thesis. Arist. Univ. of Thessaloniki. Dep. Of forest and natural Environment.
Voliotis D. 1975. Die vegetationstufung einiger cebirge im Nordogriechenland (Voras, Vermion, Pieria). Problems of Balcan flora and vegetation. Sofia: 391-400.


Ευχαριστώ θερμά τον κ. Κωνσταντινίδη για το πλούσιο υλικό προς μελέτη.

Leave a comment »

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)



Δρ. Παύλος Κωνσταντινίδης
Εντεταλμένος ερευνητής ΙΔΕ/ΕΘΙΑΓΕ

Δρ. Στυλιανός Γκατζογιάννης
Τακτικός ερευνητής ΙΔΕ/ΕΘΙΑΓΕ

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές
(με εκτενή εισαγωγή στο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001

Το παρόν σύγγραμμα εκπονήθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος «Εγκατάσταση Συστήματος Παρακολούθησης των Εξελίξεων στο Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης (Κέδρινος Λόφος) και κατάρτιση μελέτης επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές», το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και υλοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. με επιστημονικό συντονιστή τον Τακτικό Ερευνητή Δρ. Στυλιανό Γκατζογιάννη.

Η πλήρης αναφορά στο κείμενο αυτό είναι:
Κωνσταντινίδης, Ν. Π. και Σ. Γκατζογιάννης. 2001. Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (με εκτενή εισαγωγή στο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα). Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης – ΕΘΙΑΓΕ και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. (Αυτοτελής έκδοση). Σελίδες 143

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

της Προέδρου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, στο πλαίσιο της ευρύτατης κοινωνικής προσφοράς του και αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από πυρκαγιά οικοσυστήματος, υπέγραψε προγραμματική σύμβαση ύψους 100 εκατ. δραχμών με το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. με έργο: «την εγκατάσταση συστήματος
παρακολούθησης στο περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης και μελέτη επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές».

Ύστερα από μια τριετία συνεχούς και επίπονου έργου, και με την άριστη συνεργασία τόσο του διοικητικού όσο και του επιστημονικού προσωπικού του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και του Ι.Δ.Ε., το έργο ολοκληρώθηκε, μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, με απτά αποτελέσματα για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης αλλά και χρήσιμα συμπεράσματα για την αποκατάσταση πυρόπληκτων δασών της χώρας. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα αυτή, για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, ανακοινώθηκαν στην Ημερίδα που διοργάνωσε το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και το Ι.Δ.Ε. στις 5 Ιουνίου 2001.

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, επιθυμώντας τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη διενέργεια της πρωτογενούς αυτής έρευνας να διαδοθούν ευρύτατα ώστε να καλυφθεί ένα έλλειμμα γνώσης που υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα αποκατάστασης των καμένων δασών, συμπεριέλαβε στην Προγραμματική Σύμβαση την εκπόνηση του παρόντος συγγράμματος, το οποίο, με φροντίδα και ευθύνη του, θα διατεθεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και σε όλους εκείνους που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, ως ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης των δασικών οικοσυστημάτων που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας. Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται η εκ μέρους του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ευαισθησία του για την πόλη της Θεσσαλονίκης και τους κατοίκους της, αλλά και η αγάπη και το ενδιαφέρον του για όλες τις πυρόπληκτες περιοχές της πατρίδας μας.

Πιστεύουμε το σύγγραμμα αυτό θα αποβεί χρήσιμο σε όλους όσοι ασχολούνται με αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών, γιατί τους παρέχεται με λιτότητα, σαφήνεια και επάρκεια κάθε πληροφορία που θα βοηθήσει το δύσκολο έργο τους.

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται σε όλους όσοι συνέπραξαν για την ολοκλήρωση του ερευνητικού αυτού έργου, αλλά ιδιαίτερα στους συντάκτες του συγγράμματος, δρ. Π. Κωνσταντινίδη, εντεταλμένο ερευνητή Ι.Δ.Ε. /ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και δρ. Σ. Γκατζογιάννη, τακτικό ερευνητή του Ι.Δ.Ε./ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.

Η Πρόεδρος του Δ.Σ.
Ταχ. Ταμιευτηρίου
Ανδρονίκη Μπούμη

Πρόλογος των συγγραφέων

Το Περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, συνολικής έκτασης 30.188 στρ. αποτελεί “πνεύμονα ζωής” και στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς για την πόλη και τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Την 6η Ιουλίου 1997 προκλήθηκε πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της βλάστησης του Περιαστικού δάσους. Μετά την πυρκαγιά άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων με την εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των δασικών εδαφών, συγκράτησης φερτών υλικών και αναδασώσεων από τις τοπικές Δασικές Υπηρεσίες και άλλους φορείς της πόλης. Οι επεμβάσεις αυτές σχεδιάστηκαν και εκτελέσθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος 1997 – Μάρτιος 1998) λόγω της επείγουσας ανάγκης προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση και της αποφυγής πλημμυρικών καταστάσεων και καταστροφών του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τη μελλοντική πορεία του νεοδημιουργούμενου δάσους και για τη μελλοντική ικανότητά του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης.

Την ανησυχία αυτή την αύξησαν ακόμα περισσότερο οι δραστικές αποφάσεις που πάρθηκαν και υλοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των έργων, και ιδιαίτερα της αλλαγής των δασοπονικών ειδών που προϋπήρχαν (κωνοφόρα) και της εγκατάστασης νέων φυλλοβόλων ειδών, όπως της δρυός που κατά τεκμήριο εμφανίζουν μεν μικρότερη ευφλεκτικότητα, αλλά η ευδοκίμησή τους στο συγκεκριμένο χώρο τίθεται από οικολογικής σκοπιάς υπό αμφισβήτηση. Ιδιαίτερα μάλιστα αν οι υπόλοιποι μελλοντικοί χειρισμοί των νεοδημιουργούμενων δασοσυστάδων, δεν είναι τέτοιοι που να αίρουν ενδεχόμενους αρνητικούς παράγοντες και να ενισχύουν τα στοιχεία εκείνα του οικοσυστήματος που εξασφαλίζουν ισορροπία και ανθεκτικότητα απέναντι όχι μόνο στις πράγματι δυσμενείς συνθήκες του κλιματεδαφικού περιβάλλοντος του περιαστικού δάσους, αλλά και στις ανθρώπινες πιέσεις και επιβαρύνσεις λόγω γειτνίασής του με το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.

Οι προβληματισμοί αυτοί έδωσαν το έναυσμα σε ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ (που εδρεύει στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης) να εκπονήσει ειδικό πρόγραμμα έρευνας με τίτλο «Εγκατάσταση Συστήματος Παρακολούθησης των Εξελίξεων στο Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης», ως μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδημιουργίας του Περιαστικού Δάσους Θεσσαλονίκης που
κατέβαλαν τότε αγωνιωδώς οι Δασικές Υπηρεσίες του Νομού Θεσσαλονίκης.

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και η εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από την πυρκαγιά οικοσυστήματος, χρηματοδότησε το εν λόγω πρόγραμμα έρευνας δίνοντας τη δυνατότητα να επιτευχθούν, στη τριετία που παρήλθε 1998 -2000, οι ακόλουθοι στόχοι :

  • Η συστηματική καταγραφή και η επιστημονική παρακολούθηση του δάσους κατά τα πρώτα έτη αναδημιουργίας του
  • Η αξιολόγηση της κατάστασης και η συναγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότητα των έργων σταθεροποίησης των εδαφών και αναδάσωσης, για τον κίνδυνο διάβρωσης των δασικών εδαφών και την πρόβλεψη μελλοντικών πλημμυρικών φαινομένων, για το μελλοντικό κίνδυνο πυρκαγιάς και για το σχεδιασμό της μελλοντικής διαχείρισης του δάσους
  • Η συστηματοποίηση της υπάρχουσας γνώσης όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαφόρων δασοπονικών ειδών απέναντι στις δασικές πυρκαγιές Η δημιουργία δασικού φυτωρίου σε συνδυασμό με την προώθηση δράσεων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ενημέρωσης.

Εκτός από τους στόχους αυτούς και προκειμένου τα συμπεράσματα του προγράμματος να διαδοθούν ευρύτερα καλύπτοντας έτσι το έλλειμμα γνώσης που υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα αποκατάστασης των καμένων δασών, αποφασίστηκε, με πρόταση της διοίκησης και ιδιαίτερα του τότε Προέδρου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Δρ. Παναγή Μπενετάτου, την οποία υιοθέτησαν και οι επόμενες διοικήσεις, η εκπόνηση ειδικής έρευνας, η οποία με τίτλο «επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές» έπρεπε να καλύπτει με απλότητα, σαφήνεια και επάρκεια μια σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα και προτάσεις για την αποκατάσταση διαταραγμένων από τις πυρκαγιές δασικών οικοσυστημάτων.

Με τους γενικούς αυτούς στόχους και με ειδικότερη αναφορά στο κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα της σωστής και επιτυχούς επιλογής ειδών κατά τις αναδασώσεις των πυρόπληκτων δασών της χώρας, διαμορφώθηκε έτσι και το περιεχόμενο του παρόντος συγγράμματος, το οποίο απευθύνεται προς όλους εκείνους τους επιστήμονες που ασχολούνται με θέματα αναδασώσεων στις πυρόπληκτες περιοχές καθώς και σε οποιονδήποτε πολίτη επιθυμεί να επιλέξει δασικά είδη προκειμένου να εμπλουτίσει την περιουσία του και περιλαμβάνει τις ακόλουθες θεματικές ενότητες.

Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα

Στην ενότητα αυτή γίνεται μια εκτενής αναφορά στα ζητήματα των δασικών πυρκαγιών, στοχεύοντας σε μια σφαιρική ενημέρωση γύρω από το φαινόμενο που λέγεται δασική πυρκαγιά, τις διαστάσεις του προβλήματος και τις επιπτώσεις του στο φυσικό και στο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και στη φιλοσοφία αντιμετώπισής του.

Το πρόβλημα αποκατάστασης των δασών που καίγονται στις πυρόπληκτες περιοχές.

Οι ενέργειες που δρομολογούνται αμέσως μετά από κάθε δασική πυρκαγιά παρουσιάζονται εδώ με μια διάθεση προβληματισμού και κριτικής προκειμένου να σκιαγραφηθούν τα προβλήματα που υπάρχουν και η φιλοσοφία που πρέπει να διέπει κάθε ενέργεια αναδάσωσης και γενικότερα παρέμβασης σε δασικά οικοσυστήματα που πλήττονται συχνά από δασικές πυρκαγιές.

Η βλάστηση των πυρόπληκτων δασών της χώρας

Μια σύντομη γνωριμία με τη βλάστηση των πυρόπληκτων δασών που κυρίως αφορούν τα μεσογειακά οικοσυστήματα, κρίθηκε αναγκαία εδώ πριν παρουσιαστεί το θέμα της επιλογής των ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές.

Η επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές

Οι οικολογικές απαιτήσεις των ειδών της μεσογειακής ζώνης, η συμπεριφορά τους έναντι στη βασική απειλή της φωτιάς, οι αισθητικές ιδιότητες και οι επιδράσεις τους στους φυσικούς και βιολογικούς κύκλους των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όπου αυτά ευδοκιμούν, είναι μερικές βασικές γνώσεις που πρέπει να κατέχει καθένας που επιχειρεί αναδάσωση καμένης έκτασης ή που απλά επηρεάζει αποφάσεις αναδάσωσης. Τη γνώση αυτή επιχειρεί το παρόν πόνημα να δώσει προς τους αναγνώστες του, με τρόπο απλό και κατανοητό για έναν μεγάλο σχετικά αριθμό ενδημικών και αυτοχθόνων δασικών ειδών που ευδοκιμούν στη μεσογειακή ζώνη βλάστησης, με τη φιλοδοξία για μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια ανόρθωσης των δασικών οικοσυστημάτων των πυρόπληκτων δασών που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας.

Ευχαριστίες

Για την ευκαιρία αλλά και την οικονομική δυνατότητα να εκπονηθεί το παρόν σύγγραμμα εκφράζονται θερμές ευχαριστίες προς τη διοίκηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται επίσης και τη Διοίκηση του ΕΘΙΑΓΕ και του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών για την πολύπλευρη υποστήριξη που παρείχαν στους συντάκτες του παρόντος συγγράμματος. Για την τεχνική επιμέλεια της έκδοσης εκφράζονται επίσης θερμές ευχαριστίες στο δασολόγο κ. Δημήτρη Παλάσκα.
Θεσσαλονίκη, Μάιος 2001

Οι συντάκτες
Δρ. Π.Ν.Κωνσταντινίδης Δρ. Σ. Γκατζογιάννης
Εντεταλμένος Ερευνητής Τακτικός Ερευνητής
ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ


Πίνακας περιεχομένων
1. Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. 11
Οικολογική σημασία των δασικών πυρκαγιών 12
Μεσογειακό κλίμα 13
Η μεσογειακή βλάστηση 14
Προσαρμογή της μεσογειακής βλάστησης στις δασικές πυρκαγιές 16
Οι πραγματικοί κίνδυνοι από τις δασικές πυρκαγιές. 18
Αίτια των δασικών πυρκαγιών 20
2. Το πρόβλημα της αποκατάστασης των καιγόμενων δασών στην Ελλάδα 22
3. Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας. 26
4. Τα δασικά είδη των πυρόπληκτων περιοχών 31
Τα προτεινόμενα δασικά είδη 32
Δυνατότητες για επιτυχή επιλογή δασικών ειδών κατά την αναδάσωση εδαφών μετά από δασικές πυρκαγιές 35
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ 38
Επιστημονική ονομασία Acer platanoides L. 38
Επιστημονική ονομασία Acer pseudoplatanus L. 40
Επιστημονική ονομασία Acer sempervirens L. 42
Επιστημονική ονομασία Aesculus hippocastanum L. 44
Επιστημονική ονομασία Ailanthus altissima L. 46
Επιστημονική ονομασία Alnus glutinosa L. 48
Επιστημονική ονομασία Arbutus andrachne L. 50
Επιστημονική ονομασία Arbutus unedo L. 52
Επιστημονική ονομασία Asparagus acutifolius 54
Επιστημονική ονομασία Berberis vulgaris L. 55
Επιστημονική ονομασία Buxus sempervirens L. 56
Επιστημονική ονομασία Calycotome villosa Link 58
Επιστημονική ονομασία Carpinus betulus L. 59
Επιστημονική ονομασία Carpinus orientalis L. 61
Επιστημονική ονομασία Celtis australis L. 62
Επιστημονική ονομασία Ceratonia siliqua L. 64
Επιστημονική ονομασία Cercis siliquastrum L. 65
Επιστημονική ονομασία Cistus incanus creticus 67
Επιστημονική ονομασία Cistus salvifolius 68
Επιστημονική ονομασία Clematis flammula 70
Επιστημονική ονομασία Clematis vitalba L. 71
Επιστημονική ονομασία Colutea arborescens L. 73
Επιστημονική ονομασία Coronilla emeroides L. 74
Επιστημονική ονομασία Crataegus monogyna Jacq. 75
Επιστημονική ονομασία Cupressus sempervirens L. 77
Επιστημονική ονομασία Erica arborea L. 79
Επιστημονική ονομασία Erica manipuliflora Salisb. 80
Επιστημονική ονομασία Fraxinus angustifolia Vahl. 81
Επιστημονική ονομασία Fraxinus ornus 83
Επιστημονική ονομασία Juglans regia L. 85
Επιστημονική ονομασία Juniperus communis L. 86
Επιστημονική ονομασία Juniperus excelsa Bieb. 88
Επιστημονική ονομασία Laurus nobilis L. 90
Επιστημονική ονομασία Lonicera periclymenum L. 91
Επιστημονική ονομασία Myrtus communis L. 93
Επιστημονική ονομασία Nerium oleander L. 94
Επιστημονική ονομασία Olea europaea L. 96
Επιστημονική ονομασία Ostrya carpinifolia Scop. 97
Επιστημονική ονομασία Paliurus spina-christi Mill. 98
Επιστημονική ονομασία Phillyrea latifolia L. 99
Επιστημονική ονομασία Pinus brutia Mill. 100
Επιστημονική ονομασία Pinus halepensis Mill. 102
Επιστημονική ονομασία Pinus pinea L. 104
Επιστημονική ονομασία Pistacia lentiscus L. 105
Επιστημονική ονομασία Pistacia terebinthus L. 107
Επιστημονική ονομασία Platanus orientalis L. 108
Επιστημονική ονομασία Populus alba L. 109
Επιστημονική ονομασία Populus nigra L. 111
Επιστημονική ονομασία Populus tremula L. 113
Επιστημονική ονομασία Prunus mahaleb L. 115
Επιστημονική ονομασία Pyracanthus coccinea Roem. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus cerris L. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus coccifera L. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus frainetto Ten. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus ilex 116
Επιστημονική ονομασία Quercus pubescens L. 116
Επιστημονική ονομασία Robinia pseudoacacia 116
Επιστημονική ονομασία Rosa canina 116
Επιστημονική ονομασία Salix alba L. 116
Επιστημονική ονομασία Salix fragilis 116
Επιστημονική ονομασία Sorbus torminalis 116
Επιστημονική ονομασία Spartium junceum 116
Επιστημονική ονομασία Tamarix pentandra 116
Επιστημονική ονομασία Tilia tomentosa 116
Επιστημονική ονομασία Viburnum tinus 116
Επιστημονική ονομασία Vitex agnus castus 116
Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 2 116
Χρήση του πίνακα 116
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 116


ΜΕΡΟΣ 1ο

Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογο και αξιοζήλευτο δασικό πλούτο. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή είναι σημαντική η έκταση που κατέχουν τα δάση στη χώρας μας (25 εκατ. στρ.). Τα δάση αυτά έχουν την ικανότητα να παράγουν ανανεώσιμες πρώτες ύλες, όπως ξύλο, ρητίνη, καρπούς κ.ά.. Παράλληλα έχουν την ικανότητα να προσφέρουν στον άνθρωπο ύψιστης σημασίας ωφέλειες ως αποτέλεσμα των φυσικών λειτουργιών τους, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την υδρονομική προστασία, τη ρυθμιστική επίδραση στον κύκλο των νερών της βροχής και στις ευκαιρίες που παρέχουν στον καταπιεζόμενο σήμερα άνθρωπο των μεγαλουπόλεων, για αναψυχή και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του. Τέλος, τα φυσικά αποθέματα των δασών μας προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες, με το ρυθμιστικό τους ρόλο στο χώρο του περιβάλλοντος και την ικανότητά τους να προσφέρουν πολύτιμες ευκαιρίες για φυσική ζωή και εξέλιξη σ΄ ένα μεγάλο αριθμό ειδών και πληθυσμών του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Εκτιμάται ότι η φυσική χλωρίδα στην Ελλάδα κατέχει, από άποψη βιοποικιλότητας, τη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, μετά την Ιβηρική χερσόνησο, ενώ αξιοζήλευτη θέση διατηρεί και η άγρια πανίδα, τόσο με τα θηλαστικά της, όσο και με τα πουλιά που ενδημούν ή διέρχονται από τα ελληνικά δάση.

Τα δάση, παρά το γεγονός ότι αποτελούν σήμερα την καρδιά του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και μ΄ αυτό μια πολύτιμη πηγή ζωής και πολιτισμού για τους Έλληνες, εντούτοις βρίσκονται σε κίνδυνο. Απειλούνται τόσο από φυσικά αίτια (συχνές πυρκαγιές, διάβρωση, ερημοποίηση κλπ), όσο και από τις ανθρώπινες ενέργειες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση, εκχέρσωση κ.λ.π.) και διαχειριστικές αποφάσεις.

Οι δασικές πυρκαγιές, στις οποίες και επικεντρώνεται η προσοχή του παρόντος συγγράμματος, απετέλεσαν και αποτελούν μια εν δυνάμει αλλά ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη απειλή για τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα γενικότερα. Το βέβαιο είναι ότι οι δασικές πυρκαγιές αποτέλεσαν και θα αποτελούν και στο μέλλον προσδιοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στα μεσογειακά οικοσυστήματα, γιατί το φαινόμενό τους, όχι μόνο δεν μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν κρίνεται σκόπιμο να εκλείψει, αφού πολλά από τα δασικά οικοσυστήματα των πυρόπληκτων περιοχών έχουν εξοικειωθεί, στην εξελικτική τους πορεία με το φαινόμενο αυτό, αναπτύσσοντας φυσικούς – βιολογικούς μηχανισμούς άμυνας, προσαρμογής και επιβίωσης.

Η έκταση των δασών και δασικών εκτάσεων που κάθε χρόνο καίγονται, κυμαίνεται, ανάλογα με τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες, σε ευρέα όρια, από μερικές δεκάδες χιλιάδες, μέχρι μερικά εκατομμύρια στρέμματα. Την περίοδο 1974 μέχρι 1996 εκαίγοντο ετησίως, κατά μέσο όρο 423 χιλιάδες στρέμματα. Από τις εκτάσεις αυτές 165 χιλ. στρ. ήταν δασοσκεπείς (39%), 177 χιλ. στρ. (42%) μερικώς δασοσκεπείς και 81 χιλ. στρ. (19%) χορτολιβαδικές εκτάσεις ή βοσκότοποι.

Οι δασικές πυρκαγιές αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα ως μια απειλή εξαιτίας των σοβαρών συνεπειών τους, τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στις ανθρώπινες κοινωνίες που διαβιούν στις πυρόπληκτες περιοχές. Η σύγχρονη όμως έρευνα αναδεικνύει το διπλό ρόλο που έχουν να παίξουν οι πυρκαγιές στο μεσογειακό χώρο, τόσο ως οικολογικού παράγοντα που διαμορφώνει τις εξελίξεις στα μεσογειακά οικοσυστήματα, όσο και ως φυσικού κινδύνου και απειλή πρόκλησης σοβαρών καταστροφών στον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον.

Οικολογική σημασία των δασικών πυρκαγιών

Ο ρόλος της φωτιάς στη δημιουργία και ανάπτυξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων φαίνεται να μην είναι ευρύτερα κατανοητός εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης, είτε μέσω των αναδασώσεων, είτε και της οικονομικής του δραστηριότητας (ανεξέλεγκτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων, οικοπεδοποιήσεις, εκχερσώσεις για γεωργικές καλλιέργειες κ.λ.π.) ή και άλλων μεταπυρικών παρεμβάσεων.

Σήμερα, οι παρατηρήσεις επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι δασικές πυρκαγιές σε περιοχές του πλανήτη με ξηροθερμικό τύπο κλίματος, όπως είναι ο μεσογειακός, συνιστούν οικολογικό παράγοντα (αποτελούν δηλαδή μια οικολογική αναγκαιότητα) και ότι η αντιμετώπισή τους πρέπει να ακολουθεί κανόνες και λογικές, που εφαρμόζονται και στα υπόλοιπα φυσικά φαινόμενα. Δεν πρέπει δηλαδή να επιδιώκεται η εξάλειψη του φαινομένου, αλλά η μείωση των δυσμενών επιπτώσεων που προκαλεί. Πραγματική αντι­με­τώπιση της φωτιάς μπορεί να γίνει μόνο όταν τη δούμε ως ένα φυσικό φαινόμενο, τη μελετή­σου­με χωρίς προκατάληψη και αντιληφθούμε τον πραγματικό της ρόλο στη λειτουργία και εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Η συνύπαρξη μεσογειακού κλίματος, μεσογειακής βλάστησης και δασικών πυρκαγιών δημιουργεί τόσο έντονες και δυναμικές σχέσεις που αν δεν τις λάβουμε υπόψη κατά τους σχεδιασμούς πρόληψης και αντιμετώπισης των πυρκαγιών ή και κατά τη διαχείριση μεταπυρικών καταστάσεων, τότε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας δεν μπορεί να είναι παρά απογοητευτικά και όχι σπάνια καταστροφικά.

Οι ακραίες κλιματεδαφικές συνθήκες των πυρόπληκτων μεσογειακών περιοχών δεν αφήνουν περιθώρια για λανθασμένες επιλογές, γιατί η μεσογειακή βλάστηση βρίσκεται διαρκώς σε λεπτή ισορροποία, έτσι ώστε μικρές διαταραχές να μπορούν εύκολα να οδηγούν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η γνώση επομένως των οικολογικών ιδιαιτεροτήτων των μεσογειακών οικοσυστημάτων, είναι προϋπόθεση για τον καθένα που επιχειρεί παρεμβάσεις στα συστήματα αυτά, ανεξάρτητα από τους στόχους της παρέμβασης.

Από το πλήθος των παραγόντων του περιβάλλοντος, ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη των δασικών οικοσυστημάτων έχουν εκείνοι που δημιουργούν τις προ­ϋ­ποθέσεις επιβίωσης και ανάπτυξης των φυτών. Το κλίμα (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις, φως, αέρας κλπ.) μιας περιοχής, που είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιών μεταφοράς ενέργειας από τον ήλιο προς τη γη και από εκεί προς την ατμόσφαιρα και το διάστημα, έχει για παράδειγμα πολύ ση­μαν­τική επίδραση στην εμφάνιση της φυσικής βλάστησης στον πλα­νή­τη μας.

Μεσογειακό κλίμα

Ο μεσογειακός τύπος κλίματος χαρακτηρίζεται από ξηρά και θερμά καλοκαίρια, με μέτρια υγρούς και όχι ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες. Ο τύπος αυτός κλίματος, αλλά και το οικοσύστημα που τον συνοδεύει, έχει περιορισμένη εξάπλωση στη γήινη επιφάνεια και δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα (πλειστόκαινο). Αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν, ότι ο κλιματικός αυτός τύπος διατηρεί­ται χάρη στα ψυχρά ωκεάνια ρεύματα, τα οποία αν εκλείψουν τότε μαζί τους θα εκλείψει και το μεσογειακό κλίμα.

Τα μεσογειακά περιβάλλοντα βρίσκονται περίπου 30° έως 40° βόρεια και νότια του ισημερινού (εικόνα 1). Πρόκειται για τη λεκάνη της Μεσογείου, την Καλιφόρνια, τη Χιλή, τη Νότια Αφρική και τη Νοτιοδυτική και Νότια Αυστραλία. Είναι περιοχές όπου η καμπύλη του βαθμού θέρμανσης (σύμφωνα με το γεωγραφικό πλάτος) έχει τη μεγαλύτερη ταύτιση με τη καμπύλη ακτινοβολίας του πλανήτη. Επίσης βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ξηρών περιοχών προς τον ισημερινό και των ψυχρών και υγρών περιοχών προς τους πόλους, καθώς επίσης και των υγρών και ύφυγρων περιοχών προς τα ανατολικά όπου οι θερμοκρασιακές διακυμάνσεις είναι μεγαλύτερες.

Ο κρίσιμος κλιματικός παράγοντας που επηρεάζει την εξάπλωση των μεσο­γειακών οικοσυστημάτων φαίνεται ότι είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Όταν οι μέσες κατώτερες θερμοκρασίες είναι μικρότερες του μηδενός τότε είναι δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι αείφυλλοι – σκληρόφυλλοι μεσογειακοί θάμνοι.

Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει αποφασιστικά την εξάπλωση των αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών είναι και τα υδατικά αποθέματα κατά την καλοκαιρινή περίοδο και ιδιαίτερα το ύψος και η κατανομή των βροχοπτώσεων στις διάφορες εποχές. Ετήσιες βροχοπτώσεις που δεν ξεπερνούν τα 200 χιλιοστά λειτουργούν αποτρεπτικά για την ευδοκίμηση της μεσογειακής βλάστησης. Σε περιοχές όπου το διαθέσιμο για τα φυτά υδατικό δυναμικό χειροτερεύει, εξαιτίας απογύμνωσης από πυρκαγιές, υπερβόσκηση ή άλλες αιτίες, τότε αναπτύσσεται εκεί μια άλλη μορφή χαμηλότερης βλάστησης αποτελούμενη κυρίως από ημισφαιρικούς φυλλοβόλους ακανθώδεις θάμνους, που είναι γνωστή παγκοσμίως ως «φρύγανα». Τα φρύγανα προσαρμοζόμενα ακόμα και στα πλέον υποβαθμισμένα εδάφη είναι το τελευταίο σκαλί υποβάθμισης ενός δασικού οικοσυστήματος, αλλά ταυτόχρονα και αφετηρία για ανάκαμψη προς ανώτερες μορφές δάσους, αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες γι’ αυτό προϋποθέσεις (προστασία, καλλιεργητικοί χειρισμοί κ.ά.).

Η μεσογειακή βλάστηση

Οι περιοχές που έχουν μεσογειακό κλίμα, παρά το γεγονός ότι είναι απομακρυσμένες η μία από την άλλη, εντούτοις ανέπτυξαν έναν κοινό τύπο βλάστησης, με ιδιαίτερη μορφή και σύνθεση και προσαρμοσμένο στις ιδιόμορφες θερμικές, υδατικές, φυσικές και λοιπές συνθήκες της μεσογειακής ζώνης, καθώς και στις συχνές πυρκαγιές και τη συχνή επιβάρυνσή τους από την κτηνοτροφία. Στη χώρα μας, στις περιοχές αυτές, έχουν το άριστο της ανάπτυξής τους οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι που σχηματίζονται από είδη όπως η κουμαριά, ο σχίνος, το πουρνάρι, το φιλλύκι, η αριά, ο ασπάλαθος, η ξυλοκερατιά. Η ποώδης βλάστηση στις περιοχές αυτές ή απουσιάζει τελείως μην αντέχοντας την αλληλοπάθεια και τον ανταγωνισμό σε φως και νερό των θάμνων ή η παρουσία της είναι φτωχή περιοριζόμενη κυρίως στα κράσπεδα και τα διάκενα των δασοσκεπών εκτάσεων. Η παρουσία κωνοφόρων ειδών, όπως είναι η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia), η κουκουναριά (Pinus pinea) και άλλα είδη, συμπληρώνουν τη σύνθεση της μεσογειακής βλάστησης.

Ο ιδιόμορφος αυτός τύπος βλάστησης πήρε διαφορετικά ονόματα στις διάφορες περιοχές της γης. Έτσι ονομάζονται maquis στη Γαλλία, το Ισραήλ και την Ελλάδα, macchia στην Ιταλία, matorral στη Χιλή και την Ισπανία, chaparral στην Καλιφόρνια, renosterveld στη Νότια Αφρική και mallee στην Αυστραλία. Κοινό όμως επιστημονικό όνομα που χαρακτηρίζει διεθνώς τη μεσογειακή μορφή βλάστησης, είναι το όνομα “αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι”.

Το φαινόμενο της αειφυλλίας, η δημιουργία δερματωδών φύλλων, το κλείσιμο των στομάτων και η αναστολή της λειτουργίας κατά τις θερμές ώρες ξηρών εποχών, τα αγκάθια στον κορμό και τα φύλλα και η ύπαρξη δηλητηριωδών ουσιών που αποτρέπουν τη βόσκησή τους από κτηνοτροφικά και άγρια ζώα, είναι μερικοί από τους μηχανισμούς προσαρμογής που ανέπτυξαν τα είδη της μεσογειακής βλάστησης προκειμένου να επιβιώσουν στις οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στα μεσογειακά περιβάλλοντα.

Τα κυριότερα είδη της Μεσογειακής βλάστησης είναι αείφυλλα. Η αειφυλλία είναι μια προσαρμογή που εξυπηρετεί την εξοικονόμηση ύδατος στην αρχή της βλαστητικής περιόδου. Εκτιμάται ότι τα φυλλοβόλα είδη καταναλώνουν κατά την εποχή έκπτυσσης των φύλλων τους πενταπλάσια ποσότητα νερού από ότι τα κωνοφόρα.

Η ανάγκη εξοικονόμησης νερού δημιούργησε επίσης δύο μορφές φύλλων: τα βελονόμορφα ή λεπιόμορφα (πεύκα, ρείκια κ.λ.π.) με μικρή επιφάνεια και τα μεγάλης επιφάνειας δερματώδη φύλλα (κουμαριές, αγριελιές, σχίνα κ.λ.π.) τα οποία χάρη στην ύπαρξη στρωμάτων κηρωδών ουσιών κάτω από την επιδερμίδα τους, μειώνουν την απώλεια ύδατος μέσω της εφυμενικής διαπνοής, δηλαδή της διαπνοή που γίνεται μέσω της επιδερμίδας των φύλλων (σκληροφυλλία).

Άλλος μηχανισμός εξοικονόμησης νερού κατά τις θερμές ώρες της ημέρας είναι και το κλείσιμο των στοματίων. Όταν τα μεσημέρια οι θερμοκρασίες ανεβαί­νουν πολύ υψηλά και η ένταση της διαπνοής αυξάνεται τότε, εφόσον τα εδαφικά αποθέματα νερού είναι χαμηλά, κλείνουν αυτόματα τα στόματα των φύλλων και έτσι το φυτό σταματά προσωρινά τη διαδικασία της αφομοίωσης. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχε μεν μεγαλύτερη αύξηση του φυτού, την οποία όμως θα ακολουθούσε ξήρανση, γιατί πολύ σύντομα θα είχαν εξαντληθεί τα υδατικά αποθέματα. Με τον τρόπο αυτόν κάθε φυτικό είδος συμβάλλει στην εξοικονόμηση υγρασίας και στην επιβίωση της φυτοκοινότητας ως συνόλου. Κατά συνέπεια είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από μια ενδεχόμενη εισαγωγή στις εν λόγω φυτοκοινότητες ειδών, που δεν διαθέτουν την ειδική αυτή προσαρμογή.

Για να μπορέσουν να ελέγξουν τα υδατικά αποθέματα του εδάφους, απέκτησαν ορισμένα από τα μεσογειακά είδη την ικανότητα να διαχέουν στο έδαφος ουσίες που είναι ανασταλτικές για τη φύτρωση των σπόρων ή την αύξηση του ριζικού συστήματος των φυταρίων (φαινόμενο αλληλο­πάθειας). Με τον τρόπο αυτό η αναγέννηση από σπόρους μέσα σε δάση αείφυλλων πλατυφύλλων θάμνων είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό συμβαίνει και με τους θάμνους και τα δένδρα που πολλαπλασιάζονται μόνο με σπόρους, όπως για παράδειγμα τα θερμόβια πεύκα (χαλέπιος και τραχεία), που αποτελούν βασικά στοιχεία της μεσογειακής βλάστησης. Εάν δηλαδή δεν υπάρξει μείωση της αλληλοπάθειας στο έδαφος, κινδυνεύουν τα είδη αυτά να εκτοπισθούν από μια περιοχή. Η φωτιά είναι ένα μέσο που διαθέτει η φύση για τον καθαρισμό του εδάφους, γεγονός που εξηγεί και την οικολογική σχέση μεταξύ δασικών πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων.

Προσαρμογή της μεσογειακής βλάστησης στις δασικές πυρκαγιές

Όμως τα φυτά πρώτα από όλα έπρεπε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, από την ίδια τη φωτιά, προκειμένου να επιτύχουν τη συνέχειά τους. Έτσι η μεσογειακή βλάστηση ανέπτυξε ειδικούς μηχανισμούς επιβίωσης από τις φλόγες των δασικών πυρκαγιών. Οι πρώτοι μελετητές αυτής της συμπεριφοράς έφθασαν (όχι αδικαιολόγητα) στο ακραίο συμπέρασμα ότι τα μεσογειακά είδη επιθυμούν τη φωτιά. Έτσι δόθηκε σ΄ αυτά η ονομασία “πυρόφιλα”. Η λέξη αυτή αντικαταστάθηκε αργότερα από τη λέξη “πυρόφυτα“, για να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις αλλά και να επισημανθεί το γεγονός ότι τα φυτά αυτά μπορούν να διεξέλθουν μιας δασικής πυρκαγιάς χάρη στους μηχανισμούς αντοχής που διαθέτουν απέναντι στη φωτιά, αλλά και της ταχύτατης φυσικής αναγέννησής τους μετά από αυτήν.

Τα πυρόφυτα είδη διακρίνονται σε παθητικά και σε ενεργητικά πυρόφυτα. Τα παθητικά πυρόφυτα εμφανίζουν απλά υψηλό βαθμό αντοχής στις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανισμών (μηχανικών, φυσικοχημικών κ.ά.), όπως είναι για παράδειγμα η φελλοφόρος δρυς με τον παχύ φλοιό που δύσκολα καίγεται και προστατεύει το κάμβιο από υπερθέρμανση, το αρμυρίκι και διάφορες δρύες που παρουσιάζουν χαμηλή ευπάθεια στη φωτιά, λόγω υψηλής περιεκτικότητας μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους, η κουκουναριά που με τη φυσική αποκλάδωση απομακρύνει τα κλαδιά της από το έδαφος και τις έρπουσες πυρκαγιές, καθώς και διάφορα γεώφυτα και φτέρες που φυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.

Τα ενεργητικά πυρόφυτα είναι αυτά που ο μηχανισμός αναπαραγωγής τους ενεργοποιείται αμέσως μετά τη φωτιά. Ο μηχανισμός αυτός οδηγεί στη φυσική αναγέννηση της βλάστησης είτε μέσω της βλαστητικής οδού (ριζοβλάστηση και πρεμνοβλάστηση), όπως συμβαίνει στο πουρνάρι, στην κουμαριά, στο δεδρώδες ρείκι, στην άρκευθο και στους περισσότερους μεσογειακούς θάμνους, είτε μέσω των σπόρων που προστατεύονται (συνήθως μέσα στους κώνους ή μέσα στο έδαφος) κατά τη διάρκεια της φωτιάς, για να ελευθερωθούν αμέσως μετά και να οδηγήσουν στην αναγέννηση της καμένης έκτασης, όπως συμβαίνει με τα κωνοφόρα είδη της μεσογειακής βλάστησης, δηλαδή τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη καθώς και με τα λαδάνια.

Αξίζει εδώ να αναφερθούμε αναλυτικότερα στο μηχανισμό αντίστασης και προσαρμογής των ειδών στις συνθήκες που διαμορφώνονται στις πυρόπληκτες περιοχές, σε ότι αφορά τους αείφυλλους θάμνους και τα κωνοφόρα είδη.

Προσαρμογή των θάμνων

Οι αείφυλλοι θάμνοι ανα­νεώνουν ένα μέρος των φύλλων τους ακόμη και το καλοκαίρι με αποτέλεσμα να διατηρείται συνεχώς ένα παχύ στρώμα καύσιμης ύλης πάνω στο έδαφος, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση και μετάδοση της φωτιάς. Στο φυλλό­στρω­μα αυτό πρέπει να συνυπο­λο­γι­στεί και η νεκρή βιομάζα των ετή­σιων ποωδών φυτών που φυ­τρώ­νουν στα διάκενα και στα μονοπάτια του δάσους. Οι θάμνοι της μεσογειακής βλάστησης περιέχουν συνήθως αιθέρια έλαια και αρωματικές ουσίες κατά κανόνα εύφλεκτες. Τα θρεπτικά συστατικά των θάμνων αποθηκεύονται στο πλούσιο ριζικό σύστημα, ενώ κοιμώμενοι οφθαλμοί διατηρούνται ανενεργοί σε ολόκληρη τη ζωή του φυτού, λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, προστατευόμενοι από τη φωτιά. Η κουμαριά, το δενδρώδες ρείκι, η άρκευθος, το φιλλύκι και άλλοι θάμνοι παράγουν τους νέους βλαστούς από ένα «ρίζωμα» που βρί­σκεται κάτω από το έδαφος και μοιάζει με ρόζο. Ο ρόζος αυτός σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει και οικονομικό ενδιαφέρον γιατί είναι υψηλής αντοχής (σκληρός) και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και την κατασκευή της πίπας των καπνιστών. Εάν ένα δάσος καεί τότε η ταχύτητα ανάπτυξης των πρεμνοβλαστημάτων τον πρώτο χρόνο μετά τη φωτιά είναι πολύ μεγάλη (διότι οι θάμνοι εκμεταλλεύονται τις ήδη υπάρχουσες αποθησαυριστικές ουσίες των ριζών τους). Με τον τρόπο αυτόν προστατεύεται ταυτόχρονα και το έδαφος από διαβρώσεις. Οι περισσότεροι θάμνοι έχουν επίσης την ικανότητα να ριζοβλαστάνουν ενεργοποιώντας κοιμώμενους οφθαλμούς των ριζών, που βρίσκονται πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, αμέσως μετά τη φωτιά. Το πουρνάρι, για παράδειγμα, βλαστάνει από τις ρίζες αλλά και από τη βάση του κορμού.

Οι έρευνες έδειξαν ότι οι θάμνοι που «ενοχοποιούνται» για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, όπως η σουσούρα, πρεμνοβλαστάνουν με καθυστέρηση δύο ή τριών χρόνων μετά τη φωτιά, δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο ριζοβλάστησης των φυταρίων της πεύκης και άλλων ειδών.

Προσαρμογή των πεύκων

Τα θερμόβια πεύκα και ιδιαίτερα η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη, χαρακτηρίζονται ως ενεργητικά πυρόφυτα, γιατί αναγεννιόνται με τη διασπορά σπόρων που ελευθερώνονται από τους κώνους μετά από κάθε φωτιά. Η χαλέπιος πεύκη αρχίζει να σπερμοφορεί σε μικρή ηλικία και οι κώνοι της ωριμάζουν συνήθως τον τρίτο από την εμφάνισή τους χρόνο. Ένας αριθμός κώνων ανοίγει αμέσως μετά την ωρίμανση και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, ενώ άλλοι την επόμενη χρονιά ή και τη μεθεπόμενη. Μεγάλο μέρος όμως των κώνων παραμένει κλειστό στα κλαδιά με σπόρους ικανούς να βλαστήσουν ακόμα και για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε χρόνων. Το γεγονός αυτό, δηλαδή της ωρίμανσης και της διατήρησης πάνω στα δένδρα ώριμων σπόρων, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Οι κώνοι αυτοί δεν καταστρέφονται από πυρκαγιές μέτριας ή μικρής έντασης και διατηρούν μεγάλο μέρος της φυτρωτικής τους ικανότητας και μετά την πυρκαγιά. Όταν εκδηλωθεί πυρκαγιά, το σκληρό κέλυφος των κουκουναριών που προφυλάσσει τους σπό­­ρους ανοίγει, υπό την επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών και απελευθερώνει μόλις οι φλόγες σβήσουν, τους σπόρους προκαλώντας έτσι ένα είδος σποράς και φυσικής αναγέννησης των καμένων εκτάσεων.

Μια άλλη μορφή ενεργητικής πυροφυτικής αντίδρασης είναι αυτή που ανέπτυξαν τα εί­δη της οικο­γένειας Cistaceae (λαδά­νια). Αυ­τά αναπτύ­σ­σον­ται συχνά σε πυκνούς σχηματισμούς με ψη­λό βαθμό κάλυψης και σε ζώνες όπου οι φωτιές είναι συ­χνές. Τα λαδάνια έχουν πολύ μικρούς σπόρους οι οποίοι εκτός από το ότι εισχω­ρούν βαθιά στο έδαφος και γλιτώνουν έτσι την καταστροφή, μπορούν επίσης να μεταφερθούν με τον άνεμο (λόγω του μικρού βάρους των), στην καμένη έκταση από γειτονικές περιοχές.

Χρήσιμο συμπέρασμα

Από την ιδιόμορφη αυτή οικολογική συμπεριφορά των ειδών της μεσογειακής βλάστησης προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα που πρέπει να έχει υπόψη του ο μεταπυρικός σχεδιαστής της αποκατάστασης των καμένων οικοσυστημάτων.

Τα είδη της μεσογειακής βλάστησης, λόγω της άριστης προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, είναι αναντικατάστατα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής νέων ειδών που δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς επιβίωσης απέναντι στη φωτιά πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου ως αποτυχημένη, δεδομένου ότι η φωτιά είναι ένα ενδεχόμενο που στις ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και τότε, δηλαδή στην περίπτωση αλλαγής του είδους, οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης πυρκαγιάς είναι πολύ μεγαλύτερες και συχνά μη αναστρέψιμες. Αντίθετα, οι πυρκαγιές στη μεσογειακή ζώνη αλλά και οι αναδασώσεις με είδη της μεσογειακής βλάστησης, δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις, εκτός αν εξωγενείς παράγοντες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση κ.ά.) διαταράξουν τη φυσική πορεία των πραγμάτων ή η συχνότητα των πυρκαγιών στην ίδια περιοχή είναι τέτοια, που δε δίνει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης των αυστηρών φυσικών κύκλων και διεργασιών που προσδιόρισε η φύση για τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα.

Οι πραγματικοί κίνδυνοι από τις δασικές πυρκαγιές

Παρά την οικολογική διάσταση και τη σημασία των δασικών πυρκαγιών, οι συνέπειές τους, όταν αυτές αποκτούν μεγάλες διαστάσεις, επαναλαμβάνονται συχνά και συνδυάζονται με λανθασμένους μεταπυρικούς χειρισμούς είναι καταστροφικές, τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες κοινωνίες που ζουν και δραστηριοποιούνται στο χώρο των πυρόπληκτων δασών.

Σε μια τέτοια περίπτωση εμφανίζεται μια διαδοχική υποβάθμιση, η οποία από ένα σημείο και μετά καθίσταται μη αναστρέψιμη:

  • Καταστροφή της βλάστησης -> διάσπαση δασικών σχηματισμών -> απώλεια ειδών και μείωση βιοποικιλότητας -> διατάραξη του κύκλου ζωής της άγριας πανίδας -> υποβάθμιση και οπισθοδρόμηση των δασικών οικοσυστημάτων ->ερημοποίηση.
  • Καταστροφή του προστατευτικού μανδύα -> έλλειψη προστασίας και διάβρωση εδαφών -> απώλεια παραγωγικού εδάφους, διατάραξη του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων και μείωση της γονιμότητας -> διατάραξη του υδρολογικού κύκλου, λειψυδρία και πλημμυρικά φαινόμενα -> πρόκληση ζημιών σε έργα πολιτισμού και απώλεια ανθρώπινων ζωών -> κόστος αποκατάστασης και αναδημιουργίας του δάσους.
  • Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα -> επιβάρυνση της ατμόσφαιρας -> επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου -> αλλαγές στο κλιματικό περιβάλλον.
  • Υποβάθμιση δασικών λειτουργιών -> μείωση της προσφοράς του δάσους προς τον άνθρωπο.

Εκτός από τη διατάραξη του οικοσυστήματος και τις επιπτώσεις στις φυσικές διεργασίες και στην ποιότητα του περιβάλλοντος, σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις των συχνών δασικών πυρκαγιών και στον παραγωγικό τομέα της δασοπονίας. Η εμφάνιση των δασικών πυρκαγιών χωρίς την παρουσία του ανθρώπου εκτιμάται 120-150 χρόνια. Όπως η αύξηση των ακούσιων και εκούσιων εμπρησμών, έχει μειώσει τραγικά αυτόν τον χρόνο. Η εμφάνιση συχνών πυρκαγιών σ΄ ένα δασικό σύμπλεγμα οδηγεί αναπόφευκτα σε αναστολή και πολύ συχνά σε μείωση της παραγωγικής ικανότητάς του, αλλά και σε υποβάθμιση των παραγωγικών διαδικασιών των δασικών εκμεταλλεύσεων συνολικότερα.

Προβλήματα αειφορικής διαχείρισης των δασών προκαλούνται επίσης, λόγω ακριβώς της ακανόνιστης και συνήθως μη προβλέψιμης εμφάνισης των δασικών πυρκαγιών, τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα αυτά μεταφράζονται τελικά και σε οικονομικό κόστος, το οποίο προστιθέμενο στις πραγματοποιούμενες ήδη δαπάνες για την πρόληψη και την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, διαμορφώνει μια σοβαρή πηγή εξόδων για τις δασικές εκμεταλλεύσεις και τη δασοπονία γενικότερα.

Ο κύκλος των επιπτώσεων και των απωλειών δεν σταματάει στο χώρο όπου εκδηλώνεται η φωτιά, αλλά επεκτείνεται και πέραν αυτού, δεδομένου του ρυθμιστικού ρόλου του δάσους στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι πλημμύρες στις γεωργικές και κατοικημένες εκτάσεις που βρίσκονται σε χαμηλότερα σημεία των περιοχών που καίγονται, η μείωση των αποθεμάτων νερού και η λειψυδρία είναι μερικές από τις αναμενόμενες επιπτώσεις της αύξησης των δασικών πυρκαγιών στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς να παραγνωρίζονται βέβαια και οι απώλειες ανθρώπινων ζωών και περιουσιών που συνοδεύουν συχνά μεγάλες δασικές πυρκαγιές.

Αίτια των δασικών πυρκαγιών

Οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρή ατμόσφαιρα και οι δυνατοί άνεμοι του θέρους είναι οι βασικές γενεσιουργές αιτίες για την εκδήλωση και τη μετάδοση των δασικών πυρκαγιών. Προϋπόθεση βεβαίως για την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς είναι η ύπαρξη βιομάζας, ικανής (σε ποιότητα, ποσότητα και διάταξη στο χώρο) να αποτελέσει καύσιμη ύλη για την πυρκαγιά.
Η βιομάζα των δασών, παρά το γεγονός ότι είναι οργανική ουσία, εντούτοις δεν αποτελεί στο σύνολό της καύσιμο υλικό για μια δασική πυρκαγιά. Το υλικό που καίγεται είναι κυρίως τα φύλλα, οι βελόνες και τα λεπτά μέρη κλάδων των θάμνων και των δένδρων, καθώς και τα χόρτα και φρύγανα που υπάρχουν στον υπόροφο ή στα διάκενα των δασών.

Συνεπώς, η εκδήλωση και η εξέλιξη μιας πυρκαγιάς, εξαρτώνται άμεσα από την ποσότητα της καύσιμης ύλης που διατηρεί ένας δασικός σχηματισμός, καθώς και από την κατάσταση στην οποία αυτή βρίσκεται, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την περιεχόμενη υγρασία και τη διάταξή της στο χώρο. Όταν, για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα νεκρής και ξηρής βιομάζας φύλλων και λεπτών κλάδων σε ένα δασικό σχηματισμό και η βιομάζα αυτή παρουσιάζει μια συνέχεια στο χώρο, τότε είναι προφανές ότι ο δασικός αυτός σχηματισμός είναι επιρρεπής στη φωτιά και ο κίνδυνος πυρκαγιάς πολύ μεγάλος.

Όλα αυτά επισημαίνουν μια κατάσταση στην οποία πρέπει να δίνεται η πρέπουσα προσοχή κατά τον αντιπυρικό σχεδιασμό, ότι δηλαδή η αντοχή και αντίσταση ενός δάσους απέναντι στη φωτιά δεν εξαρτάται μόνο από το δασικό είδος, αλλά και από τις δομές που αυτό σχηματίζει και προπάντων από το χειρισμό στον οποίο υποβάλλεται κατά την καλλιέργεια και εν γένει τη διαχείρισή του.

Αν στα στοιχεία αυτά (κλίμα και καύσιμη ύλη), που αποτελούν και το «υπόστρωμα» μιας δασικής πυρκαγιάς, προστεθούν και παράγοντες όπως είναι το ανάγλυφο μιας περιοχής, η καθ’ ύψος ζώνωση της βλάστησης και τέλος ο άνθρωπος, τότε συμπληρώνεται το πλέγμα παραγόντων που επηρεάζει καθοριστικά τόσο το βαθμό κινδύνου και τη συμπεριφορά μιας δασικής πυρκαγιάς όσο και η ικανότητα αντίστασης του δάσους απέναντι στις φλόγες.

Αν εξετάσει κανείς τις αιτίες στις οποίες αποδίδεται μέχρι σήμερα η πρόκληση των δασικών πυρκαγιών θα διαπιστώσει ότι ο ανθρώπινος παράγοντας, παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε να χαρακτηρίζονται οι δασικές πυρκαγιές αντί για φυσικά, ως ανθρωπογενή πλέον φαινόμενα. Ο ρόλος του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών σύμφωνα με τις οποίες: το 18 % των πυρκαγιών αποδίδεται σε εκούσιους εμπρησμούς, το 24% σε καύση βοσκοτόπων και αγρών, το 56 % σε άλλες αιτίες μεταξύ των οποίων η αμέλεια και μόλις το 2% σε φυσικές αιτίες (κεραυνοί, αυτοανάφλεξη κ.ά.).

Ο ρόλος αυτός του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών δεν είναι τυχαίος αλλά οφείλεται σε συγκεκριμένες αιτίες που έχουν να κάνουν κυρίως με κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι το δημογραφικό πρόβλημα και η αστυφιλία, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και η υπερμεγένθυση των μεγάλων αστικών κέντρων, η έλλειψη υποδομών κτηματολογίου και χαρτογράφησης των δασών και τέλος η αδυναμία της κρατικής διοίκησης για έναν αποτελεσματικό έλεγχο και διαχείριση του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών.

Ένας φαύλος κύκλος γεγονότων εκτυλίσσεται εξαιτίας των κοινωνικών αυτών δεδομένων που οδηγεί τελικά στη μεγέθυνση του προβλήματος και των συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η συγκέντρωση πληθυσμών στις μεγαλουπόλεις οδηγεί σε συσσώρευση καύσιμης ύλης στα δάση που χρησιμοποιούσε πριν ο ορεινός κάτοικος για τις ατομικές του ανάγκες και κατ΄ επέκταση σε αύξηση του κινδύνου καταστροφικών πυρκαγιών. Ταυτόχρονα, μειώνεται η παρουσία των ανθρώπων που φυσικά και θεσμικά ήταν φύλακες των δασών και δασοπυροσβέστες (υλοτόμοι, δασεργάτες, δασικοί υπάλληλοι) και αυξάνεται η παρουσία των ευκαιριακών επισκεπτών για δασική αναψυχή και άλλες αιτίες, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους πυρκαγιάς από αμέλεια. Επιδεινώνονται από την άλλη πλευρά τα περιβαλλοντικά προβλήματα στα αστικά κέντρα, προκαλώντας έτσι πίεση στα περιαστικά δάση και έξαρση των φαινομένων οικοπεδοποίησης, παράνομης δόμησης, εκχερσώσεων και καταλήψεων μετά από κάθε δασική πυρκαγιά, με την ανοχή ή την αδυναμία της πολιτείας, τόσο λόγω των ελλείψεων σε κατάλληλα θεσμικά μέσα και εργαλεία, όσο και λόγω των ελλείψεων σε μηχανισμούς φύλαξης και προστασίας των δασών.

Η ελλιπής τέλος παιδεία και ευαισθητοποίηση σε θέματα περιβάλλοντος αλλά και η υστέρηση που υπάρχει στην ενημέρωση της κοινωνίας σε θέματα δασικών πυρκαγιών και των σχέσεών τους με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα συμπληρώνουν το «παζλ» των προβλημάτων που η σωστή αντιμετώπισή τους από την πολιτεία αλλά και από τον καθένα μας χωριστά θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των καταστροφικών συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Το παρόν σύγγραμμα κινείται ακριβώς προς την κατεύθυνση ενημέρωσης όλων των εμπλεκομένων στις δασικές πυρκαγιές, προβάλλοντας τη σύγχρονη οικολογική αντίληψη και τη γνώση γύρω από τα θέματα των δασικών πυρκαγιών και του ορθολογικού τρόπου της μεταπυρικής διαχείρισης των καμένων δασών.

2. Το πρόβλημα της αποκατάστασης των καιγόμενων δασών στην Ελλάδα

Μετά από κάθε δασική πυρκαγιά ακολουθούν εκ μέρους των Δασικών Υπηρεσιών ενέργειες που έχουν ως στόχο, αφενός μεν την προστασία του οικοσυστήματος από τον κίνδυνο μεγαλύτερης υποβάθμισης και καταστροφής, και αφετέρου την ανόρθωση του καμένου δάσους, δηλαδή την υποβοήθησή του ώστε να επανέλθει στην προηγούμενη δομή και κατάστασή του.

Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν λήψη σειράς θεσμικών μέτρων όπως είναι η κήρυξη της περιοχής που κάηκε ως αναδασωτέας και η εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των εδαφών απέναντι στον κίνδυνο διάβρωσης, συγκράτησης προϊόντων ενδεχόμενης διάβρωσης, αναδασώσεις, φύλαξη της περιοχής κ.λ.π.

Η κήρυξη μιας δασικής έκτασης ως αναδασωτέας οδηγεί σε δεσμεύσεις και ενέργειες που στοχεύουν στη διατήρηση του προϋπάρχοντα χαρακτήρα της περιοχής, την αποφυγή αλλαγής χρήσης του δάσους, την προώθηση ενεργειών αναδάσωσης της καμένης έκτασης και την προστασία της από ενέργειες καταπατήσεων, οικοπεδοποίησης, βόσκησης και γενικά ενεργειών που μπορούν να βλάψουν την ομαλή ανόρθωση του διαταραχθέντος οικοσυστήματος.

Η ενέργεια αυτή συνδέεται συχνά και με προβλήματα εφαρμογής που έχουν να κάνουν με τις εκκρεμότητες που υπάρχουν στο ιδιοκτησιακό κυρίως καθεστώς των δασικών εκτάσεων, αλλά και στις ελλείψεις των δασικών υπηρεσιών σε έργα υποδομής, όπως είναι το δασικό κτηματολόγιο, το δασολόγιο και άλλα.

Με την καταστροφή της βλάστησης το έδαφος εκτίθεται μετά την πυρκαγιά στη δράση της βροχής και των άλλων καιρικών συνθηκών (άνεμος, θερμοκρασίες κ.λ.π.). Άμεση είναι η απειλή της έκπλυσης των θρεπτικών συστατικών και η διάβρωση των εδαφών. Εάν συμβεί αυτό, μείωση της παραγωγικότητας και μη αναστρέψιμη απώλεια ενός φυσικού πόρου που η παρουσία του είναι προϋπόθεση για την ανόρθωση και την παραπέρα λειτουργία του οικοσυστήματος. Μπορεί να επισημανθεί εδώ ότι η απώλεια μικρού βάθους εδάφους από διάβρωση που λαμβάνει χώρα σε λίγα λεπτά της ώρας, μπορεί να αναπληρωθεί με φυσικές διεργασίες εδαφογένεσης μόνο μετά παρέλευση πολλών χιλιάδων ετών.

Για την προστασία και σταθεροποίηση των εδαφών μετά την πυρκαγιά λαμβάνεται συνήθως μια σειρά από συνδυασμένα μέτρα όπως είναι η σπορά ή η φύτευση δενδρυλλίων, η επεξεργασία του εδάφους και η τοποθέτηση κατάλληλων κορμοσειρών, καθώς και η κατασκευή μικρών ή και μεγάλων φραγμάτων για τη συγκράτηση των στερεών υλικών που παρασύρονται από το νερό της βροχής.

Έκτός από τη θετική επίδραση των έργων αυτών στην προστασία και ανόρθωση ενός διαταραγμένου δασικού οικοσυστήματος προκύπτουν συχνά και αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν παρατηρούνται υπερβολές, οι οποίες εκτός των άλλων οδηγούν και σε υψηλές δαπάνες και αναίτια διατάραξη των εδαφικών συνθηκών, συχνά δε και σε καθυστέρηση στην ανάκαμψη του δάσους και άλλοτε σε αυξημένους κινδύνους νέας φωτιάς εξαιτίας συσσώρευσης ξηρής βιομάζας στην ήδη καμένη έκταση.

Επιβάλλεται επίσης η απαγόρευση της βόσκησης στην καμένη έκταση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο εξαιτίας της αύξησης του κινδύνου διάβρωσης που προκαλούν τα κτηνοτροφικά ζώα, όσο και της άμεσης απειλής καταστροφής της βλάστησης που δημιουργείται με τη φυσική ή την τεχνητή αναδάσωση της καμένης έκτασης. Το μέτρο του περιορισμού της βοσκής αποτελεί βασική λύση του προβλήματος προστασίας και ανόρθωσης των καιγόμενων δασών στη χώρα μας. Εκτιμάται ότι η καταστροφή ή απλά η υποβάθμιση από ανώτερες (υψηλά δάση) σε κατώτερες δομές εξέλιξης (θάμνοι, φρύγανα) πολλών δασών της μεσογειακής ζώνης, δεν οφείλεται αποκλειστικά στη φωτιά, αλλά κυρίως στις εκχερσώσεις για γεωργικούς σκοπούς και στην ανεξέλικτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων στις καμένες εκτάσεις, κάτι που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, παρά τις ρυθμίσεις και απαγορεύσεις της κτηνοτροφίας.

Όλα τα παραπάνω μέτρα συμβάλλουν στην ανόρθωση ενός δασικού οικοσυστήματος που διαταράχθηκε από μια δασική πυρκαγιά. Κορυφαία όμως δράση αποτελεί η αναδάσωση και εν συνεχεία, κατά τα πρώτα έτη μετά από αυτήν, η καλλιέργεια του νεοδημιουργούμενου δάσους.

Μια σειρά ερωτηματικά ή ζητήματα, όπως είναι η επιλογή της μεθόδου (φυσική ή τεχνητή αναδάσωση), η άμεση ή μετά περίοδο αναμονής επέμβαση, η επιλογή των κατάλληλων ειδών, η τεχνική της σποράς ή φύτευσης, η διαθεσιμότητα των κατάλληλων ειδών απασχολούν κάθε φορά τους υπεύθυνους για τις αναδασώσεις δασολόγους και από τη ορθότητα των επιλογών τους εξαρτάται και ο βαθμός επιτυχίας μιας αναδάσωσης.

Είναι γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία, πιεζόμενη από την κοινή γνώμη για “σωτηρία” και άμεση αναδημιουργία ενός καμένου δάσους, ιδιαίτερα όταν αφορά τα περιαστικά δάση, προβαίνει σε ταχύτατες παρεμβάσεις στα καμένα δάση. Η λογική του επείγοντος, δηλαδή της άμεσης παρέμβασης, αφαιρεί τη νηφάλια και ολοκληρωμένη προσέγγιση του προβλήματος, όπου μπορούν να εξεταστούν διεξοδικότερα τα συν και τα πλην κάθε απόφασης. Αντίστροφα, τα δάση που καίγονται και βρίσκονται μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα συχνά “εγκαταλλείπονται” αφήνοντας το έργο της αναδάσωσης αποκλειστικά και μόνο στη φύση.

Η αντικατάσταση των αυτοχθόνων δασικών ειδών της μεσογειακής ζώνης, όπου αυτή εφαρμόσθηκε με στόχο την αύξηση της αντίστασης του νεοδημιουργούμενου δάσους απέναντι στη φωτιά με λιγότερο εύφλεκτα είδη, με είδη δηλαδή άλλων ζωνών που δεν διαθέτουν τις οικολογικές προσαρμογές των ειδών της μεσογειακής ζώνης είναι ένα ενδεχόμενο (για τα περιαστικά δάση), το οποίο όμως οδηγεί με τρόπο βέβαιο σε αποτυχίες και συνδέεται συχνά με σοβαρές περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα των κατάλληλων για αναδασώσεις φυτών, πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος που χρηματοδότησε την παρούσα μελέτη, έδειξε ότι :

Οι Δασικές Υπηρεσίες δείχνουν προτίμηση στα Ελληνικά δασικά είδη. Το 87% των παραγόμενων φυταρίων αποτελούνται από είδη της Ελληνικής χλωρίδας ή έχουν προσαρμοσθεί άριστα σε αυτήν και φέρονται ως αυτόχθονα είδη. Η παραγωγή των ξενικών ειδών περιορίζεται συνήθως σε δένδρα και θάμνους που χρησιμοποιούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς (κήπους, αστικά άλση κλπ.) και σε αισθητικές αναδασώσεις, κατά μήκος των μεγάλων δρόμων, των αντιπυρικών λωρίδων και αλλού.

Όμως η αναλογία μεταξύ μεσογειακών και μη μεσογειακών ειδών που παράγουν τα κρατικά φυτώρια είναι 25% προς 75%. Υπάρχει, δηλαδή, ένα σημαντικό έλλειμμα σε διαθέσιμα φυτώρια για αναδασώσεις στις πυρόπληκτες περιοχές. Ενδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι οι δυνατότητες να φυτευθούν σχίνα και αγριελιές, βασικά είδη της ζώνης της ελιάς και χαρουπιάς (Oleo-lentiscetunm), έφθανε το χειμώνα του 1998, μόλις τα 7,5 στρέμματα για το πρώτο και 351 στρέμματα για το δεύτερο είδος.

Όλα τα παραπάνω επισημαίνουν, από τη μια πλευρά, το γεγονός ότι ο χειρισμός μεταπυρικών καταστάσεων είναι μια πολύ σοβαρή και σχετικά δύσκολη υπόθεση που δεν αφορά μόνο τις εκτάσεις που καίγονται κάθε καλοκαίρι αλλά το φυσικό περιβάλλον στο σύνολό του και υποδεικνύουν, από την άλλη, ότι η παρέμβαση μετά από μια σοβαρή πυρκαγιά σε ένα μεσογειακό οικοσύστημα δεν μπορεί να γίνεται αβασάνιστα, ούτε να υλοποιείται κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης και της επιτακτικότητας για λήψη κάποιων αποφάσεων. Είναι ανάγκη, δηλαδή, να υπάρχει πάντα πρόβλεψη, από τις δασικές υπηρεσίες, για αποθέματα αναδασωτικού υλικού στα κρατικά φυτώρια και οι παρεμβάσεις που θα αποφασίζονται να διέπονται και να καθοδηγούνται από βασικές οικολογικές αρχές, με σημαντικότερη αυτή:

“της μικρότερης δυνατής διαταραχής του οικοσυστήματος και της ανάγκης δημιουργίας πολυσύνθετων οικολογικά ορθών και ολοκληρωμένων οικοσυστημά­των “.

Είναι ανάγκη επίσης να καθορισθεί μια σαφής εθνική πολιτική για τα θέματα των αναδασώσεων, ιδιαίτερα των πυρόπληκτων περιοχών, ώστε η όλη προσπάθεια να μην κινείται κάθε φορά στο επίπεδο του αυτοσχεδιασμού και των πειραματισμών, αλλά να υπάρχουν σχέδια αποκατάστασης για κάθε πυρόπληκτη περιοχή, έτοιμα πριν ακόμα ενσκύψει η λαίλαπα της φωτιάς, ώστε να υπάρχει επαρκής ετοιμότητα, νηφάλιος και σωστός προγραμματισμός επέμβασης μετά τη φωτιά. Είναι αναγκαία επίσης η αυξημένη μέριμνα της κεντρικής εξουσίας ώστε να υπάρξει ένα ασφαλές και αποτελεσματικό θεσμικό – νομοθετικό πλαίσιο, επαρκής επιστημονική έρευνα και ενημέρωση πάνω στα ζητήματα των πυρκαγιών των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, αλλά και αποτελεσματικοί θεσμοί διοίκησης, προστασίας και διαχείρισης των δασών και δασικών εκτάσεων εν γένει.

Leave a comment »

ΦΩΤΙΕΣ


ΦΩΤΙΕΣ

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΣΩΝ

Οι πυρκαγιές στα μεσογειακά δάση της χώρας μας επηρεάζουν γενιές και γενιές Ελλήνων από την αυγή του πολιτισμού μας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα, 3,500 χρόνια μετά, δεν έχουμε μάθει να ζούμε με αυτές. Τις θεωρούμε ένα παροδικό φαινόμενο – το οποίο θα εκλείψει μόνο όταν ο άνθρωπος αλλάξει συμπεριφορά απέναντι στο δάσος -, και έτσι κανείς μας δεν προετοιμάζεται γι’ αυτές.

“Είμαστε μοναδικά όντα φωτιάς σ’ ένα μοναδικό πύρινο πλανήτη” Stephen Pyne

Αύγουστος του 1989. Μόλις είχα επιστρέψει από την εθελοντική συμμετοχή μου στην κατάσβεση μιας πυρκαγιάς που έκαψε σχεδόν όλο το βόρειο τμήμα της Σιθωνίας στη Χαλκιδική. Η αγωνία μου για ένα πενθήμερο ήταν μεγάλη, επειδή η φωτιά απειλούσε, μαζί με τα δάση, να εξαφανίσει και τις πειραματικές επιφάνειες που χρησιμοποίησα για το διαδακτορικό μου, λίγες εβδομάδες πριν από την επίσημη παρουσίασή του. Τελικά, η εμπειρία των συναδέλφων μου από το Δασαρχείο Πολυγύρου έσωσε το κυρίως δάσος και μαζί μ’ αυτό, τρία χρόνια ατελείωτων καταγραφών, στατιστικών επιξεργασιών και συμπερασμάτων.

Πρώτη μου δουλειά μόλις έφθασα στο σπίτι ήταν να απαλλαγώ από τα καπνισμένα ρούχα μου και να κεράσω τον εαυτό μου μια παγωμένη μπίρα, τη μόνιμη φαντασίωση κάθε εμπλεκόμενου σε δασική πυρκαγιά. Στην τηλεόραση οι φωτιές είχαν και πάλι τη θερινή τιμητική τους. Η ρουτίνα των ειδήσεων και η φοβερή κούραση με είχαν σχεδόν αποκοιμίσει, όταν συνέβη ένα γεγονός καθοριστικό για τη μετέπειτα επιστημονική μου διαδρομή. Ο Τέρενς Κουΐκ – όταν ήταν στον ΑΝΤ1 – είχε καλέσει τον καθηγητή και δάσκαλό μου Σπύρο Ντάφη για να συζητήσουν το θέμα των πυρκαγιών. Ένας από τους διαπρεπέστερους καθηγητές της Δασολογίας και γνώστης της οικολογίας των ελληνικών οικοσυστημάτων, ο Σπύρος Ντάφης, εξηγούσε, με τη συνηθισμένη ηρεμία του, τα αίτια των πυρκαγιών, όταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε: “Και μετά τις πυρκαγιές, κ. καθηγητά, τι πρέπει να κάνουμε;” “Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην κάνουμε τίποτε, απλώς να προστατέψουμε το δάσος από τη βοσκή και τους καταπατητές”, απάντησε, ήρεμα πάντα, ο καθηγητής.

Ο Τέρενς Κουΐκ σχεδόν έπεσε από το κάθισμά του, τόση ήταν η έκπληξή του. Γαλουχημένος, όπως όλοι μας, με το μύθο της αναγκαιότητας των μεταπυρικών αναδασώσεων δεν ήθελε να πιστέψει τα λόγια του καλεσμένου του. “Μα είναι δυνατό, κ. καθηγητά, να το λέτε εσείς αυτό!!! Ένας ειδικός! Ένας καθηγητής πανεπιστημίου! Είναι δυνατό να μην αναδασώσουμε τις καμένες εκτάσεις; Πώς μπορείτε να λέτε τέτοια πράγματα; Υπάρχει επιστημονική εμπειρία… υπάρχει έρευνα…”

Ο καθηγητής μου ένιωσε, είμαι βέβαιος, ακριβώς ό,τι κι εγώ πολλές φορές τα κατοπινά χρόνια: Ορισμένες αλήθειες πρέπει να λέγονται με προσοχή΄ ο κίνδυνος να εκτεθείς είναι μεγάλος εάν αυτό που λες δεν γίνεται απόλυτα κατανοητό.

“Στην Ελλάδα κανείς δεν μελέτησε τι συμβαίνει έπειτα από μια πυρκαγιά”, απολογήθηκε ο Σπύρος Ντάφης. “Εύχομαι αυτό να γίνει σύντομα…”

Έτσι βρέθηκα να μελετώ την οικολογία των δασικών πυρκαγιών. Η εξειδίκευσή μου στη φυτοκοινωνιολογία, δηλαδή στη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσουν τα φυτά τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με το περιβάλλον τους, αποτέλεσε τη βάση για μια βαθύτερη κατανόηση της σχέσης των φυτών με το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών.

Θερμά, ξηρά καλοκαίρια και μέτρια βροχεροί, ήπιοι χειμώνες χαρακτηρίζουν το μεσογειακό κλίμα. Απαντά στη Μεσογειακή λεκάνη, στην Καλιφόρνια, στη Χιλή, στο νοτιοδυτικό άκρο της Αφρικής και της Αυστραλίας, μεταξύ του 30ού και του 40ού παραλλήλου του βόρειου και νότιου ημισφαιρίου. Στις περιοχές αυτές η προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία είναι ίση με την ανακλώμενη. Τα ψυχρά ρεύματα των δύο ημισφαιρίων διασχίζουν τις θάλασσες που τις βρέχουν. Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι, αν εκλείψουν τα ρεύματα αυτά, το μεσογειακό κλίμα θα εξαφανιστεί. Σ’ αυτές τις τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές, που δεν είχαν καμία χλωριδική επαφή, αναπτύσσεται ένας πανομοιότυπος τύπος βλάστησης, γνωστός ως “αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση”. Η ομοιότητα δεν είναι τυχαία. Τα φυτά που συνθέτουν τη βλάστηση στις περιοχές με μεσογειακό κλίμα πρέπει να επιβιώσουν στη μακριά άνομβρη θερινή περίοδο. Σιγά σιγά, άριχσε να σχηματίζεται στο μυαλό μου το εκπληκτικό παζλ της μεσογειακής βλάστησης: Λεπτές ισορροπίες εκατομμυρίων χρόνων, ασύλληπτες λογικές επιβίωσης, προσαρμογές στις αντιξοότητες. Μια ισχυρή θέληση για ζωή από όντα που δεν διαθέτουν εγκέφαλο, δεν περπατούν ούτε αισθάνονται όπως τα ζώα και ο άνθρωπος.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την αειφυλλία. Αν τα είδη που συνθέτουν τις μεσογειακές φυτοκοινωνίες ήταν φυλλοβόλα, θα χρειάζονταν κάθε άνοιξη έως και 5πλάσια ποσότητα νερού για την παραγωγή νέων φύλλων. Ως αείφυλλα, εξοικονομούν τεράστιες ποσότητες νερού, που το χρησιμοποιούν τους θερινούς μήνες.

Άλλη προσαρμογή είναι η σκληροφυλλία. Για να μειώσουν την απώλεια νερού από τους επιδερμικούς πόρους (εφυμενική διαπνοή), τα φυτά συγκεντρώνουν κάτω από την επιδερμίδα των φύλλων τους αδιάβροχες κηρώδεις ουσίες που τους προσδίδουν χαρακτηριστική σκληρότητα. Έτσι παγιδεύουν το νερό, που αλλιώς θα εξατμιζόταν κατά τη διάρκεια των υψηλών θερινών θερμοκρασιών.

Η διαπνοή είναι μια απαραίτητη φυσιολογική δραστηριότητα των φυτών που συμμετέχει στη μεταφορά νερού και διαλυμένων ανόργανων στοιχείων από τις ρίζες προς τα φύλλα. Προκειμένου να μην εξαντληθεί το εδαφικό νερό στη διάρκεια του καλοκαιριού, τα μεσογειακά φυτά κλείνουν τα στόματα των φύλλων – από τα οποία διαχέεται η υγρασία στο περιβάλλον – κατά τις θερμές ώρες. Μεταπίπτουν δηλαδή σε θερινή νάρκη, μειώνοντας στο ελάχιστο τη βιολογική τους δραστηριότητα.

Μια φυτοκοινωνία αναπτύσσεται σε ανοιχτούς χώρους. Εκατομμύρια σπόροι διάφορων ετήσιων φυτών μεταφέρονται με τον άνεμο. Παπαρούνες, μαργαρίτες, αγριοφράουλες κάνουν το μοναδικό ταξίδι της ζωής τους με τη μορφή των σπόρων, πριν ριζώσουν κάπου. Αν φύτρωναν όλοι, κάθε φυτό θα απαιτούσε μέρος του ελάχιστου εδαφικού νερού για να αναπτύξει τη βιομάζα του. Αντιμέτωπες με αυτό τον κίνδυνο, οι μεσογειακές φυτοκοινωνίες ανέπτυξαν δύο αμυντικούς μηχανισμούς. Ο πρώτος είναι η μεγάλη πυκνότητα των θάμνων, που, κυριολεκτικά, κρύβουν τον ήλιο από το έδαφος και δεν επιτρέπουν στους νέους σπόρους να φυτρώσουν. Ο δεύτερος, μια εκπληκτική προσαρμογή, η αλληλοπάθεια. Ορισμένοι μεσογειακοί θάμνοι τροφοδοτούν το έδαφος με ουσίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των ετήσιων φυτών. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν στα μεσογειακά οικοσυστήματα τα συνήθη ετήσια φυτά άλλων δασικών τύπων.

Η πυκνότητα των θάμνων και η αλληλοπάθεια, όμως, επιδρούν και στους σπόρους των ίδιων των μεσογειακών θάμνων και πεύκων’ ενώ οι θάμνοι πολλαπλασιάζονται με πρεμνοβλάστηση και ριζοβλάστηση, τα πεύκα δεν διαθέτουν τέτοια ικανότητα. Κάτω από αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, οι σπόροι τους που πέφτουν στο έδαφος δεν επιβιώνουν. Τα μεσογειακά πεύκα αδυνατούν να ανανεωθούν, εκτός και εάν υπάρξει προσωρινή απελευθέρωση του εδάφους από τον ανταγωνισμό των πυκνών θάμνων και την αλληλοπάθεια που προκαλούν. Η φύση δεν διαθέτει ούτε πριόνια ούτε τσεκούρια. Την ευκαιρία αυτή θα τους προσέφερε μόνο μια πυρκαγιά.

Μπορεί η φύση να μετατρέψει το θάνατο σε ζωή, την καταστροφή σε δημιουργία; Μπορεί ο Φοίνικας να μην ήταν μύθος; Τα δέντρα δεν έχουν πόδια για να τρέξουν, ούτε φτερά για να πετάξουν, δεν ανοίγουν φωλιές στο έδαφος για να προφυλαχθούν. Πώς θα εκμεταλλεύονταν το γυμνό έδαφος που δημιουργούσε η φωτιά, αφού θα ήταν και τα ίδια θύματά της; Καθώς οι έρευνές μας προχωρούσαν και συνδυάζονταν με τα αποτελέσματα των άλλων συναδέλφων μας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ξετυλιγόταν το κουβάρι των νέων μας γνώσεων πάνω στην απίστευτη δυναμική αντίδραση της φύσης.

Οι θερινές καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς είναι συχνές στα μεσογειακά κλίματα. Η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς στην κατάξερη βλάστηση είναι μεγάλη. Ο καθηγητής των Δασικών Πυρκαγιών Δημήτρης Καϊλίδης υπολόγισε ότι, χωρίς τον άνθρωπο, κάθε πευκοδάσος καιγόταν τουλάχιστον μία φορά κάθε 100 με 150 χρόνια από κεραυνό. Με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής τα σκληρόφυλλα αείφυλλα φυτά ανέπτυξαν και άλλες προσαρμογές, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη βλάστηση εξαιρετικής αντοχής στις πυρκαγιές: την πυρόφυτη βλάστηση.

Υπάρχουν δυο βασικές μορφές πυρόφυτων. Τα παθητικά πυρόφυτα ανέπτυξαν ιδιαίτερη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες αλλά και στις ίδιες τις φλόγες, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανικών και χημικών διεργασιών. Ορισμένα είδη αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες χάρη στον παχύ φλοιό τους (φελλοφόρος δρυς), άλλα αναφλέγονται δύσκολα γιατί έχουν πολύ σκληρό ξύλο (ίταμος και κάποιες δρύες) ή υψηλή περιεκτικότητα μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους (αλμυρίκι). Η κουκουναριά ρίχνει τα χαμηλά κλαδιά της, δημιουργώντας ομβρελοειδή κόμη πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, όπου καμιά φλόγα δεν τη φθάνει. Μερικές πτέριδες και άλλα φυτά προφυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.

Αντίθετα, τα ενεργητικά πυρόφυτα συνήθως καίγονται εύκολα, αλλά η βλαστητική ανάπτυξή τους ευνοείται από την πυρκαγιά. Το πουρνάρι παράγει μετά τη φωτιά παραβλαστήματα και ριζοβλαστήματα από τη βάση του κορμού και τις ρίζες αντίστοιχα. Η κουμαριά, τα ρείκια, οι άρκευθοι, το φυλίκι, ο σχίνος και άλλα δημιουργούν ριζώματα που μοιάζουν με ρόζο και βρίσκονται σε αδράνεια επί πολλά χρόνια. Μετά τη φωτιά, τα ριζώματα ξυπνούν από το λήθαργό τους και δίνουν μέσα σε λίγες ημέρες τα πρώτα βλαστάρια με τη μορφή παραβλαστημάτων. Η ταχύτητα αύξησης των παραβλαστημάτων και των ριζοβλαστημάτων είναι πολύ μεγάλη. Στο τέλος της επόμενης από την πυρκαγιά βλαστητικής περιόδου φθάνουν σε ύψος μέχρι και 60% του μητρικού φυτού.

Πάνσοφη η φύση, δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Η σουσούρα, ένα είδος ρεικιού που βρίσκεται στα πιο φτωχά και ξηρά εδάφη της χώρας μας και ενοχοποιείται για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, παραμένει βιολογικά ανενεργή δύο-τρία χρόνια μετά τη φωτιά, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στα νεαρά φυτά της πεύκης να ριζώσουν και να αναπτυχθούν.

Τέλος, υπάρχει και η υποομάδα των ενεργητικών πυρόφυτων με διασπορά σπόρων που διεγείρονται από τη φωτιά. Σ’ αυτήν ανήκουν τα θερμόβια πεύκα, ιδίως η χαλέπιος, που μαζί με την τραχεία και την κουκουναριά σχηματίζουν τα μεσογειακά πευκοδάση μας. Βρισκόμαστε μπροστά σε νέα μεγαλειώδη επίδειξη της δυνατότητας προσαρμογής που διαθέτει το φυτικό βασίλειο. Σε όλα σχεδόν τα φυτά, οι ώριμοι καρποί πέφτουν στο έδαφος’ στα θερμόβια πεύκα, όμως, το 30% των ώριμων κώνων παραμένει κλειστό στο δέντρο από 5 ως και 10 χρόνια. Αν ξεσπάσει πυρκαγιά, διεγείρονται ειδικοί μηχανισμοί και τα κουκουνάρια ανοίγουν, διασκορπίζοντας μερικές χιλιάδες σπόρους σε έκταση 4 στρεμμάτων γύρω από κάθε δέντρο. Καθώς τα δέντρα βρίσκονται σε αποστάσεις μικρότερες από 10 μέτρα μεταξύ τους, φαντάζεστε την πυκνότητα των νέων φυτών…

Από την πρώτη στιγμή που ένα νέο μεσογειακό δάσος αρχίζει τη μεταπυρική διαδικασία φυσικής αναγέννησης, ετοιμάζεται για την επόμενη πυρκαγιά. Σ’ αυτό βοηθούν και πάλι οι μεσογειακές κλιματικές συνθήκες: στη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους οι τιμές θερμοκρασίας και υγρασίας είναι εντελώς ακατάλληλες για την επιβίωση των σαπροφυτικών μυκήτων που αποσυνθέτουν την οργανική ύλη. Έτσι συσσωρεύονται στο έδαφος τόνοι από ξηρές βελόνες, φύλλα, κλαδιά, νεκρούς θάμνους και δέντρα: μια βιομάζα ιδιαίτερα εύφλεκτη, λόγω και της θερινής ξηρότητας, η οποία απλώς περιμένει τον κεραυνό, την ανθρώπινη αμέλεια ή τον εμπρησμό για να εκδηλωθεί ξανά το φαινόμενο. Τα μεσογειακά πεύκα είναι φωτόφιλα΄όταν τα χαμηλότερα κλαδιά δεν φωτίζονται, αχρηστεύονται και ξηραίνονται, δεν πέφτουν όμως από τα δέντρα. Χρόνια ολόκληρα κρέμονται νεκρά κλαδιά με ξηρές βελόνες κοντά στο έδαφος. Έτσι, μια απλή έρπουσα φωτιά μετατρέπεται εύκολα σε επικόρυφη, άρα και με δυναμικότερη προοπτική εξέλιξης. Εξάλλου τα πεύκα είναι διαποτισμένα με την εύφλεκτη ρητίνη, όπως εύφλεκτα είναι και τα αιθέρια έλαια των θάμνων που εμπλουτίζουν το δασικό μικροπεριβάλλον. Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών πυρκαγιών, τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκεντρωμένη καύσιμη βιομάζα και τόσο η εκδήλωση του φαινομένου πιο βίαιη.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ώριμο μεσογειακό δάσος που κάηκε και προστατεύθηκε, χωρίς να αναγεννηθεί με φυσικό τρόπο. Αντίθετα, σε περιοχές που δεν κάηκαν τον τελευταίο αιώνα τα πεύκα λιγοστεύουν κάθε χρόνο, χωρίς δυνατότητα αναγέννησης.

Οι δασικές πυρκαγιές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διατήρηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Απλώς, η οικολογική τους σημασία δεν έγινε μέχρι σήμερα κατανοητή επειδή τα αποτελέσματά τους συγχέονται με τη μεταπυρική οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου, ιδιαίτερα με την υπερβόσκηση και την οικοπεδοποίηση που οδηγούν σε αποδάσωση. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήξαμε με το φίλο και συνεργάτη δρα Γιώργο Τσιουρλή, ειδικό στη μεσογειακή οικολογία, ύστερα από μελέτη αμέτρητων μοντέλων εξέλιξης των οικοσυστημάτων των πευκοδασών με αποκλεισμό της φωτιάς. Η ισχυρότατη οικολογική σχέση μεταξύ πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων εξηγεί γιατί οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Ο άνθρωπος είναι ακόμη τεχνολογικά αδύναμος απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, οι πλημμύρες ή οι δασικές πυρκαγιές. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα θα αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του αιώνιου κύκλου φωτιάς-αναγέννησης.

Έντονη είναι η ανησυχία για τις επιπτώσεις των πυρκαγιών στην πανίδα των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Οι έρευνες, σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν συμφωνούν ως προς τις εκτιμήσεις, επειδή κάθε πυρκαγιά διαφέρει από τις υπόλοιπες σε ένταση, συχνότητα, διάρκεια, μορφή κ.λπ. Γενικά όμως, με βάση τη λογική, θα έλεγα ότι, εάν οι φωτιές επηρέαζαν σοβαρά την πανίδα, πολλά ζώα θα αποτελούσαν μουσειακά είδη στη χώρα μας εδώ και αιώνες. Έρευνες στις ΗΠΑ έδειξαν ότι, με το ξέσπασμα δασικής πυρκαγιάς, τα ρακούν απλώς έτρεχαν μακριά της και στη συνέχεια, ούτε απέφευγαν ούτε προτιμούσαν περισσότερο από ό,τι συνήθως τις περιοχές που είχαν καεί. Σε πειράματα στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης διαπιστώσαμε ότι κατά τη διάρκεια καύσης βελονοτάπητα οι θερμοκρασίες κάτω από την επιφάνεια του εδάφους είναι ιδιαίτερα ανεκτές από τα περισσότερα ζώα που ζουν ή φωλιάζουν εκεί΄ τα μυρμήγκια ή τα σκουλήκια, μάλιστα, συνέχιζαν τη δραστηριότητά τους κάτω από τις φλεγόμενες βελόνες.

Όλοι οι ερευνητές συμφωνούμε ότι το οικολογικό πρόβλημα που δημιουργείται τις τελευταίες δεκαετίες δεν οφείλεται τόσο στις πυρκαγιές όσο, κυρίως, στην αυξημένη συχνότητά τους. Εξαιτίας του ανθρώπου, ένα μεσογειακό δάσος δεν καίγεται πλέον μία φορά τον αιώνα, αλλά πολύ συχνότερα.


Κορυφαίοι Έλληνες επιστήμονες του δασολογικού χώρου μετείχαν στο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Δασολογικής Εταιρίας στην Καλαμάτα, τον Φεβρουάριο του 1992, όπου παρουσίασα τα πρώτα αποτελέσματα των μετρήσεών μας. Πώς θα δέχονταν ότι όλα όσα γνωρίζαμε πριν από δύο χρόνια για τις πυρκαγιές είχαν ανατραπεί; “Εάν υπερπροστατεύσουμε το μεσογειακό δάσος από τη φωτιά, φοβόμαστε ότι θα μοιάσουμε στη μητέρα που, στην προσπάθεια να προστατέψει το παιδί της από το κρύο, το σφίγγει τόσο δυνατά πάνω της ώστε τελικά το πνίγει”. Θερμό χειροκρότημα ακολούθησε το τελικό συμπέρασμα της εισήγησής μου. Η αρχή είχε γίνει και ήταν πετυχημένη.

Το 1994 ξεκίνησε, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή της Δασολογικής Σχολής Νίκο Στάμου, το μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα “Science for Stability”. Στους πολύπλευρους στόχους του κυριαρχούσε η ίδρυση του πιο σύγχρονου εργαστηρίου δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης. Τη διεύθυνσή του ανέλαβε ο ειδικός πυρκαγιολόγος Κώστας Καλαμποκίδης. Φορτωμένος με πολλές εμπειρίες από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο όπου δίδασκε, ο Κώστας ήρθε ειδικά γι’ αυτό το πρόγραμμα. Ακολούθησαν τρία ακόμη ερευνητικά προγράμματα, όπως αυτό για τη μεταπυρική συμπεριφορά του περιαστικού δάσους της Θεσσαλονίκης, με επιστημονικούς υπεύθυνους τον Στέλιο Γκατζογιάννη και τον Αλέξη Καραλίβανο. Η συμμετοχή μου στα προγράμματα αυτά μου προσέφερε, πέρα από τις εμπειρίες, το κέρδος της συνεργασίας με λαμπρούς επιστήμονες. Έπρεπε να καταγράψουμε τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα μας, χωρίς προκαταλήψεις ούτε προς το ανθρώπινο δυναμικό ούτε προς το φαινόμενο των πυρκαγιών.

Χρόνο με το χρόνο στην Ελλάδα ο κρατικός μηχανισμός προγραμματίζει, σχεδιάζει και εκτελεί την αντιπυρική προστασία της χώρας, διαθέτοντας δισεκατομμύρια δραχμές, αξιόλογο και έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό και δασοπυροσβεστικά μέσα καθόλου ευκαταφρόνητα σε ποιότητα και ποσότητα. Κι όμως, κάθε χρόνο οι δασικές πυρκαγιές ολοκληρώνουν, απρόσκοπτες σχεδόν, το προγραμματισμένο από τη φύση έργο τους. Απομένουν, έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού κατάκοπες και απογοητευμένες οι δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες να αναζητούν τι έφταιξε κάθε φορά και ο περιορισμός του φαινομένου αναβάλλεται για την επόμενη χρονιά, να απολογούνται οι επικεφαλής για τις εκτάσεις που καίγονται, λες και ευθύνονται αυτοί για την ανθρώπινη αδυναμία ελέγχου των θεομηνιών, χωρίς ποτέ να επιβραβευθούν για τις εκτάσεις που σώζουν. Όταν, δε, καίγεται κάποιο “επώνυμο” περιαστικό δάσος, η κριτική που ασκείται στις υπηρεσίες ξεπερνά κάθε όριο.

Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει την έξαρση των πυρκαγιών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Παρά την ανάπτυξη του φιλοδασικού αισθήματος, οι φωτιές αυξάνουν χρόνο με το χρόνο. Τι προκάλεσε την αύξηση του αριθμού τους;

Μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου, τα περιοικιστικά δάση υπήρξαν τροφοδότες καύσιμης ύλης των τοπικών κοινωνιών. Πολλά δέντρα, αλλά κυρίως εύφλεκτοι θάμνοι, απομακρύνονταν έγκαιρα μέσα από τα δάση και καίγονταν ελεγχόμενα, στις θερμάστρες, στα τζάκια και στους φούρνους. Έτσι, το κάψιμο της καλαμιάς ή των κλαδιών σπάνια έβρισκε δρόμο διαφυγής στα γύρω δάση και όταν συνέβαινε αυτό, η επέμβαση ήταν άμεση: Εκείνη την εποχή ερασιτέχνες ή επαγγελματίες υλοτόμοι, βοσκοί, ρητινοσυλλέκτες, μελισσοκόμοι και πολλοί άλλοι κυκλοφορούσαν συνεχώς στο δάσος.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο Πόλεμο, το κύμα φυγής στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας ερήμωσε την ύπαιθρο και οι ανάγκες σε ξύλο μειώθηκαν, ενώ χάθηκαν οι χιλιάδες ευκαιριακοί δασοπροστάτες. Ταυτόχρονα, το πετρέλαιο θέρμανσης και ο ηλεκτρισμός μείωναν την ανάγκη ξύλευσης όσων παρέμεναν στην επαρχία. Έτσι, τεράστιες ποσότητες εύφλεκτης βιομάζας, που κανείς δεν χρειαζόταν, άρχισαν να συσσωρεύονται γύρω από τους γειτονικούς στα δάση οικισμούς.

Η απότομη, άναρχη επέκταση των πόλεων σύντομα δημιούργησε προβληματικές συνθήκες διαβίωσης για τους κατοίκους τους. Κλεισμένοι σε διαμερίσματα μικρά, ανήλια και χωρίς αέρα, αισθάνθηκαν την επιθυμία να επιστρέψουν στην ύπαιθρο. Φυσικά, ελάχιστοι γύριζαν στον τόπο τους, αφού οι θέσεις εργασίας είχαν συγκεντρωθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδίως του Λεκανοπεδίου και της Θεσσαλονίκης. Έτσι ξεκίνησε μια, χωρίς προηγούμενο, οικοπεδοποίηση κάθε διαθέσιμης έκτασης στις περιαστικές περιοχές. Και όταν οι νόμιμες εκτάσεις τελείωσαν, άρχισε το παράνομο εμπόριο γης που απελευθέρωναν οι τυχαίες ή μη πυρκαγιές. Η έλλειψη δασικού κτηματολογίου, τα κενά των νόμων, η απροθυμία των Αρχών για λήψη ριζικών μέτρων, οι συνεχείς νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων δημιούργησαν τους εμπρηστές, που εμπορεύονταν τη γη που δεν τους ανήκε. Η συνεχής υποβάθμιση της ζωής στην πόλη δημιούργησε την ανάγκη απόκτησης και μιας δεύτερης θερινής κατοικίας σε μια από τις απέραντες παραλιακές εκτάσεις της χώρας. Σύντομα χιλιάδες σπίτια άρχισαν να κτίζονται μέσα ή κοντά στα παραθαλάσσια δάση. Όσοι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν τη δική τους πρώτη ή δεύτερη κατοικία μέσα στα πεύκα, περιορίστηκαν σε τακτικές εκδρομές στα δάση, όπου η χρήση της ψησταριάς ανέκαθεν αποτελούσε βασική έκφραση αναψυχής.

Οι νέοι μόνιμοι κάτοικοι και οι περιστασιακοί εκδρομείς είχαν κάθε λόγο να προστατέψουν το δάσος, αφού κάθε πυρκαγιά έθετε σε κίνδυνο την περιουσία, ακόμη και τη ζωή τους. Οι εμπρησμοί από δόλο μειώθηκαν, οι φωτιές όμως αυξήθηκαν. Αγνοώντας τις πραγματικές οικολογικές σχέσεις φωτιάς-μεσογειακού δάσους και, κυρίως, την ευκολία και τα αίτια που προκαλούν την έκρηξη μιας πυρκαγιάς, οι νεόκοποι λάτρεις των περιαστικών και παραθαλάσσιων δασών δεν ήξεραν ότι κυριολεκτικά “έπαιζαν με τη φωτιά”. Το δάσος σήμερα, εκτός από τους εμπρηστές, αντιμετωπίζει και εκατομμύρια καύτρες που μεταφέρουν τα καλοκαιρνά μελτέμια από τις χιλιάδες καμινάδες των ψησταριών ή από το κάψιμο των ξερών χόρτων.

Όποιος κτίζει κοντά σε δάσος υποθηκεύει την ασφάλεια του σπιτιού του. Είναι εξίσου επικίνδυνο με το κτίσιμο σε χειμάρρους, σεισμογενή ρήγματα ή στην άμμο της παραλίας. Η φωτιά, ως φαινόμενο, θα εκδηλώνεται πάντα με την ίδια σφοδρότητα όσο κι αν ο άνθρωπος βελτιώσει τα μέσα δασοπυρόσβεσης που διαθέτει, είτε υπάρχουν εμπρηστές είτε όχι. Είναι βέβαιο ότι, εάν αυτή η σκληρή αλήθεια είχε ειπωθεί πριν από καιρό, πολλές νόμιμες ή παράνομες οικοπεδοποιήσεις δασικών εκτάσεων θα είχαν αποτραπεί.

Βλέπουμε καθημερινά πόσο εύκολα καίγονται τα “επώνυμα”, υψηλής προστασίας περιαστικά δάση. Εκατομμύρια πολίτες και ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός απλώς παρακολουθούν το φαινόμενο, ανήμποροι να αντιδράσουν. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε τι δυνατότητες προστασίας παρέχονται στα ανώνυμα δάση μας, τα μονίμως κακοδιαχειρισμένα και εγκαταλειμμένα, που ούτε δεξαμενές νερού διαθέτουν στην περιοχή τους ούτε κοντινή δύναμη πυρόσβεσης ούτε είναι στόχος προτεραιότητας για τα πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα. Και όμως, μέσα και γύρω από τα δάση αυτά δίνονται διαρκώς άδειες οικοδόμησης, χωρίς να απαιτείται αντιπυρική μελέτη, χωρίς να εξηγεί κανείς στους ανυποψίαστους πολίτες τους κινδύνους που διατρέχουν, όταν μάλιστα εμπλουτίζουν εξωτερικά τις οικίες τους με κάθε είδους ξύλινες κατασκευές για να τις δέσουν με το περιβάλλον.

Μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα αποτελεί η παγιωμένη άποψη ότι πίσω από κάθε φωτιά υπάρχει και μια οργανωμένη ομάδα εμπρηστών. Δυστυχώς, κανείς δεν αμφιβάλλει πια ότι, ακόμη και δίπλα στο σκουπιδότοπο, τη φωτιά την ανάβουν αποσταθεροποιητές ή οικοπεδοφάγοι, βοσκοί ή ψυχοπαθείς.

Η συνεχής αναφορά σε εμπρηστές ξεκίνησε, δικαιολογημένα, από τη δράση των καταπατητών της αττικής γης. Οι επιστημονικές καταγραφές του καθηγητή Νίκου Στάμου, όμως, δείχνουν ότι τη δεκαετία 1983-1992, από τις 13,196 πυρκαγιές, οι εξακριβωμένοι και οι πιθανοί εμπρησμοί ανέρχονταν σε 2,351 (18%). Ένα ποσοστό 75% των πυρκαγιών οφείλεται σε αμέλεια… Όμως, οι κρατικές υπηρεσίες, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την αναποτελεσματικότητα των αντιπυρικών μέτρων, καλλιέργησαν το μύθο ότι κάθε φωτιά οφείλεται σε εμπρησμό. Το αποτέλεσμα ήταν να πιστέψουν όλοι ότι για να κάψεις ένα δάσος πρέπει να είσαι επιστήμονας-εμπρηστής, με αυξημένες γνώσεις στην τοπογραφία, τη σύνθεση της βλάστησης, την πρόβλεψη του καιρού και να διαθέτεις εμπρηστικούς μηχανισμούς τελευταίας τεχνολογίας. Αυτό φυσικά είχε τρομακτική επίδραση στην αύξηση των πυρκαγιών. Ο αποπροσανατολισμένος πολίτης είναι πεπεισμένος ότι, εφ΄όσον δεν έχει δόλο, δεν μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά. Έχουμε μετατραπεί σε μια εφησυχάζουσα κοινωνία που δεν προσέχει ούτε πού πετά ένα αναμμένο τσιγάρο. Αξίζει να σημειώσω ένα περιστατικό προς μίμηση. Ένα ζευγάρι νέων, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, στον περιφερειακό της Κατεχάκη είδε έναν οδηγό να πετά το τσιγάρο του έξω από το παράθυρο. Τον πλησίασαν και ευγενικά του είπαν πόσο εύκολα μπορεί η πράξη του να προκαλέσει πυρκαγιά. Ο οδηγός σταμάτησε και έσβησε το τσιγάρο του. Η αξιέπαινη αντίδραση όσων συμμετείχαν στο συμβάν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πως εμείς οι ίδιοι μπορούμε να βοηθήσουμε στην προστασία των δασών μας.

Η ιδέα των εμπρηστών πολλές φορές προκάλεσε την υστερική αντίδραση των διωκτικών Αρχών και τη σύλληψη οποιουδήποτε καταγγέλλεται ότι κυκλοφορεί ύποπτα στο δάσος. Κι όμως, μέσα στα ίδια δάση, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες καίνε τα ξερά χόρτα τους ή ανάβουν ψησταριές ενώ επικρατούν θερμοκρασίες πάνω από 35ο C και άνεμοι ισχυρότεροι από 7 μποφόρ, χωρίς κανείς να τους κάνει έστω μια παρατήρηση.

Στην πυρόπληκτη Ελλάδα, μεγάλο μέρος του προβλήματος θα έλυνε η σωστή πληροφόρηση. Η εκπαίδευση στο θέμα των δασικών πυρκαγιών θα δημιουργήσει πολίτες που θα γνωρίζουν και θα είναι σε θέση να ζουν με τις φωτιές, ανθρώπους που δεν θα τις προκαλούν αλλά και δεν θα τις φοβούνται.

Σε καλύτερα οργανωμένες χώρες εκπονούνται συνεχώς ολοκληρωμένα προγράμματα ενημέρωσης των πολιτών και εκπαίδευσης των μαθητών – κάτι που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει και εδώ από τις πρώτες τάξεις του σχολείου -, εκδίδονται, καθημερινά, δελτία επικινδυνότητας για πρόκληση πυρκαγιάς, και πληροφορίες για τις ενέργειες που πρέπει να αποφεύγονται σε επικίνδυνες καιρικές συνθήκες. Στη χώρα μας, εκτός από ανούσια τηλεοπτικά σποτάκια που διαφημίζουν τον τρόπο εκπαίδευσης των πυροσβεστών ή πόσους υπολογιστές έχει το συντονιστικό κέντρο, τίποτε σημαντικό δεν γίνεται. Και δεν θα ‘θελα να σχολιάσω ότι ενώ ολόκληρη η Ελλάδα καιγόταν, αυτά συνέχισαν να προβάλλονται.

Κανείς δεν πληροφορεί τους πολίτες τι πρέπει να κάνουν κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς. Ούτε πώς θα απεμπλακούν σε περίπτωση αποκλεισμού ούτε πώς θα διαφυλαχθούν οι περιουσίες ούτε πώς θα βοηθήσουν στο έργο της κατάσβεσης. Ο αυτοσχεδιασμός χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση κάθε πυρκαγιάς. Γι’ αυτό, ακόμη και στις μικρότερες πυρκαγιές επικρατεί συνήθως το χάος. Είναι ίσως φοβερό, αλλά ακόμη και επαγγελματίες πυροσβέστες ελάχιστα γνωρίζουν πώς πρέπει να πράξουν την ώρα της φωτιάς. Παρασύρονται από τρομοκρατημένους πολίτες και υποχωρούν σε ικεσίες ή απειλές, εγκαταλείποντάς τους οποιουδήποτε στοιχειώδεις σχεδιασμούς.

“Φωτιά στο δάσος!” Ποιος είναι ο καταλληλότερος φορέας να αναλάβει την προστασία του; Μέχρι και το 1997 την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης είχε η Δασική Υπηρεσία, η οποία χρεώθηκε την αποτυχία της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών. Την επόμενη χρονιά, και με συνοπτικές διαδικασίες, η ευθύνη αυτή ανατέθηκε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, στην οποία μεταφέρθηκε ολόκληρος ο εξοπλισμός και μεγάλος αριθμός υπαλλήλων. Αντίθετα, ο προληπτικός σχεδιασμός παρέμεινε αρμοδιότητα της Δασικής Υπηρεσίας. Κατά πόσο είναι σωστή αυτή η πολιτική απόφαση, μόνο ο χρόνος θα το δείξει. Ωστόσο, αιφνιδίασε πολλούς, καθώς είχε προηγηθεί ομόφωνο πόρισμα της Βουλής, η οποία, ύστερα από μακροχρόνια έρευνα και αφού ζήτησε τη γνώμη πολλών επιστημόνων, είχε καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις που εστιάζονταν στην οργάνωση ανεξάρτητου φορέα δασοπροστασίας.

Με τη μεταβίβαση της ευθύνης άρχισε μια νέα περίοδος στην ιστορία της δασοπυρόσβεσης. Νέοι άνθρωποι, νέες νοοτροπίες, νέες τεχνικές. Παράλληλα, παροπλίστηκαν δασικοί υπάλληλοι με εμπειρία δεκαετιών και μαζί με αυτούς ένα τεράστιο κατασβεστικό δυναμικό, οι υλοτόμοι, που τους ακολουθούσαν στο δάσος και ταχύτατα άνοιγαν αντιπυρικές ζώνες και στις πιο δύσβατες περιοχές.

Εάν συγκρίνουμε τις τεχνικές που εφαρμόζουμε σήμερα με αυτές των προηγούμενων χρόνων, πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι ότι και οι δύο φορείς αντιμετωπίζουν τις φωτιές στο χώρο που γνωρίζουν καλύτερα: οι δασικοί μέσα στο δάσος’ οι πυροσβέστες έξω από αυτό, κοντά στους δρόμους και τα σπίτια. Το δεύτερο, ότι και οι δύο φορείς χρησιμοποιούν τα μέσα που ξέρουν καλύτερα: οι δασικοί το τσεκούρι και το πριόνι, ανοίγοντας αντιπυρικές ζώνες’ οι πυροσβέστες τη μάνικα και το νερό, χρησιμοποιώντας φυσικά ανοίγματα για να μπουν στο δάσος. Η διαφορά νοοτροπίας σχετίζεται και με την αποτελεσματικότητα της αεροπυρόσβεσης. Οι ρίψεις νερού απλώς καθυστερούν τη φωτιά. Απαιτείται η παρουσία επίγειων δυνάμεων που θα εκμεταλλευθούν την ανακοπή της ταχύτητας. Είναι αυτονόητο ότι καλύτερα αποτελέσματα θα δώσει ο μηχανισμός που κινείται μέσα στο δάσος.

Σε όλα αυτά υπάρχει μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αγνοεί, ειδικά όταν έχει την πολιτική ευθύνη προστασίας του δασικού πλούτου της χώρας. Όταν οι δασικοί έσβηναν τη φωτιά μέσα στα δάση, στόχευαν να την κρατήσουν μακριά από τους οικισμούς. Πολύ συχνά οι καύτρες ξεπερνούσαν όλα τα μέτρα και έφθαναν μέχρι τα σπίτια, όπου όμως έβρισκαν μια ξεκούραστη και με καλό ηθικό πυροσβεστική υπηρεσία που λειτουργώντας στο φυσικό της χώρο προστάτευε ζωές, κατοικίες και περιουσίες. Τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας φαίνονται στις καταγραφές των ζημιών από τις φωτιές. Μέχρι και το 1997 καίγονταν μόνο μεμονωμένα σπίτια κι αυτό σπάνια. Τα τρία τελευταία χρόνια κάηκαν ολόκληροι οικισμοί.

Θολώνει το νου η ενημέρωση που παρέχεται στους πολίτες κάθε φορά που μια δασική πυρκαγιά βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα ΜΜΕ, με τη λειτουργική αρχή τους ότι η κακή είδηση πουλά περισσότερο, τροφοδοτούν το συναίσθημα με εικόνες καμένων δέντρων, ζώων, σπιτιών… Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα ρεπορτάζ είναι ότι δεν υπάρχει αύριο μετά τη φωτιά. Η λογική εγκαταλείπεται, το προγονικό ένστικτο αυτοσυντήρησης θεριεύει. Με μόνο δασοπυροσβεστικό όργανο την κλάρα, με σαγιονάρες και φανελάκια, οι άνθρωποι ρίχνονται ακόμη και στο μέτωπο της φωτιάς, περιοχή μέγιστου κινδύνου. Η απειλή από τις φλόγες και τις ρίψεις νερού των αεροπλάνων αγνοείται στην προσπάθεια να σωθεί έστω και ένα δέντρο.

Ακόμη και οργανωμένες ομάδες εθελοντών δασοπυροσβεστών στερούνται και το βασικό εξοπλισμό, που θα τους προσφέρει στοιχειώδη ασφάλεια. Χωρίς οργανωμένους χώρους υποδοχής, χωρίς ένταξη των εθελοντών σε ομάδες, χωρίς τη συνοδεία ομαδάρχη, χωρίς ασύρματο και φαρμακείο, ζητείται η εμπλοκή των πολιτών στην προσπάθεια κατάσβεσης. Έχουν χαθεί άνθρωποι μέσα στις φλόγες και αυτό έγινε αντιληπτό μόνο όταν ανησύχησαν οι οικείοι τους. Το κράτος οφείλει είτε να οργανώσει με καλύτερο συντονισμό την εθελοντική προσφορά στη δασοπυρόσβεση είτε να την απαγορέψει. Θα πρέπει να θεωρηθεί ποινικό αδίκημα η έκκληση για βοήθεια σε άτομα που εκτίθενται σε πραγματικό κίνδυνο δίχως την παραμικρή πρόβλεψη για την ασφάλειά τους.


Οι φωτιές έκαιγαν ακόμη στο Σέιχ-Σου της Θεσσαλονίκης, όταν ανακοινώθηκαν από τα παράθυρα των τηλεοπτικών σταθμών τα μέτρα αποκατάστασης της βλάστησης. Αναγγέλθηκαν αλλαγές στον τύπο της βλάστησης, κυρίως η αντικατάσταση της εύφλευκτης πεύκης από δύσφλεκτα πλατύφυλλα φυλλοβόλα δέντρα, η άμεση αποψίλωση και αναδάσωση κ.α. Οι προτάσεις αυτές υλοποιήθηκαν, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σχέδιο. Η ζημιά που έκανε η φωτιά ωχριά μπροστά στη μη αναστρέψιμη καταστροφή που ήδη έγινε στο οικοσύστημα.

Η παραπληροφόρηση διέπει και τις μεταπυρικές πρωτοβουλίες. Ο ακροατής, που δεν έχει καμιά επιστημονική γνώση για τη λειτουργία των οικοσυστημάτων, βομβαρδίζεται από τηλεοπτικές συζητήσεις για τις επιπτώσεις της φωτιάς στο περιβάλλον και στην υγεία όλων μας, όπου περισσεύει η καταστροφολογία. Νιώθει ότι η ζωή του θα τελειώσει μέσα σε πλημμύρες εξαιτίας των δασών που κάηκαν. Είναι φοβαρό για τα παιδιά-ακροατές από τη μία να τους ζητάμε να μορφωθούν περισσότερο για να ζήσουν καλύτερα στο μέλλον, και από την άλλη να ακούν ότι στο χώρο που ζουν δεν υπάρχει αυτό το μέλλον.

Παγιδευμένοι σ’ αυτό το κλίμα, οι πολίτες ζητούν την άμεση λήψη μέτρων, ασκώντας ισχυρή πίεση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που στη συνέχεια μεταφέρεται στην κυβέρνηση’ η τελευταία, αντί να λειτουργήσει ως βαλβίδα εκτόνωσης της κατάστασης, μεταφέρει με τη σειρά της την πίεση στις Δασικές Υπηρεσίες. Οι εντολές αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων έχουν μόνο ποσοτικές παραμέτρους. Ποτέ ποιοτικές. Κανέναν δεν ενδιαφέρει τι φυτεύεται, αρκεί οι φυτεύσεις να καλύπτουν μεγάλη έκταση. Στο πληγωμένο από τη φωτιά οικοσύστημα καλούνται τα σχολεία, οι φορείς, οι σύλλογοι, οι πολίτες γενικά, να συμμετάσχουν σε άχρηστες και πολλές φορές επιζήμιες αναδασώσεις. Αγνοείται απ’ όλους ότι η φύση έχει προστατέψει και έχει φυλάξει πλούσιο αναγεννητικό υλικό, που είναι έτοιμο να ξαναδημιουργήσει το δάσος. Βαριά μηχανήματα, προκειμένου να ανοίξουν χώρους φύτευσης, ξηλώνουν τους θάμνους, που θα παραβλάσταιναν σύντομα και θα προστάτευαν άμεσα το έδαφος. Οι σπόροι των πεύκων σκεπάζονται με το χώμα του οργώματος ή συνθλίβονται από τις ρόδες των οχημάτων. Στη θέση των ντόπιων, άριστα προσαρμοσμένων, φυτών τοποθετείται ό,τι διαθέσιμο έχουν τα κρατικά φυτώρια, όπως αγγελικές, πικροδάφνες, πυράκανθοι, που προορίζονται για τα πάρκα ή τις αυλές των σπιτιών και είναι τελείως ακατάλληλα για δασικά οικοσυστήματα.Ο φόβος των πλημμυρών οδηγεί στην υπερβολή των αντιπλημμυρικών έργων. Υπερεκτιμώντας την προστασία που προσφέρουν τα δάση από τις πλημμύρες, φορείς όπως η Δασική Υπηρεσία και οι Οργανισμοί Αποχέτευσης κατασκευάζουν φράγματα λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα το ένα από το άλλο. Ωστόσο, τα φράγματα οικολογικά κάνουν το μικρότερο κακό. Μεγαλύτερο προκαλούν τα αντιδιαβρωτικά έργα. Για την προστασία του εδάφους από τη διάβρωση σε περίπτωση ισχυρής βροχής τοποθετούνται τα τελευταία χρόνια χιλιάδες μέτρα ξηρών κλαδιών, που προέρχονται από τα καμένα δέντρα, ή και ολόκληρων κορμών. Τα κλαδοπλέγματα και τα κορμοδέματα, όπως ονομάζονται, τοποθετούνται σε γραμμές, κατά μήκος των χωροσταθμικών καμπυλών, σε απόσταση 10 μέτρων περίπου η μία γραμμή από την άλλη. Οι εμπνευστές τους θεώρησαν ότι, όταν η αναγέννηση του οικοσυστήματος αρχίσει από μόνη της να προστατεύει το έδαφος, τα κλαδοπλέγματα, ως οργανική ύλη, θα έχουν αποσυντεθεί. Δεν υπολόγισαν, όμως, ότι οι σαπροφυτικοί μύκητες δυσκολεύονται να αναπτυχθούν στις ιδιαίτερα θερμές και ξηρές μεσογειακές κλιματικές συνθήκες. Όταν υπάρχουν κλαδοπλέγματα που τρία χρόνια μετά την τοποθέτησή τους δεν έχουν ακόμη χάσει της ξηρές βελόνες τους, πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να διαλυθεί ένα κλαδί πάχους 2 έως 3 εκατοστών; Έτσι, τοποθετούνται στα δάση μας χιλιάδες μέτρα ξηρής, ιδιαίτερα εύφλευκτης ύλης σε διάταξη καύσης. Το 1998 μεγάλο μέρος της Πεντέλης ξανακάηκε μέσα σε τρία χρόνια, καθώς η φωτιά εκμεταλλεύτηκε αυτές τις κατασκευές για την εξάπλωσή της. Σε 17,000 στρέμματα διπλοκαμένου δάσους η υποβάθμιση του οικοσυστήματος είναι μη αναστρέψιμη. Πραγματική καταστροφή.

Πρέπει, τέλος, να αναφερθούν και οι πρωτόγνωρες για την Ελλάδα φωτιές που κατάκαψαν μεγάλα τμήματα της Πίνδου και του Μαίναλου. Δυστυχώς, η επιστημονική καταγραφή δεν έχει ακόμη μελετήσει αυτές τις πυρκαγιές, γιατί είναι σπανιότατες. Ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι και στην περίπτωση αυτή, η φύση θα κάνει τη δουλειά της με τον τρόπο που αυτή γνωρίζει. Όπως έκανε πάντα.

“Ας δούμε την πραγματικότητα κατάματα, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς, και ας μεταφέρουμε τις γνώσεις που αποκτούμε έξω από αυτή την αίθουσα. Υπάρχουν εκατομμύρια αυτιά που είναι πρόθυμα να μας ακούσουν”. Ο άνθρωπος που μιλά με τόση θέρμη στην ημερίδα στη Θεσσαλονίκη ξέρει καλά τι λέει. Ο Γιώργος Ευτυχίδης, συντονιστής στο δίκτυο ΠΥΡ-ΣΟΣ – στο οποίο συμμετέχουν οι σημαντικότεροι Έλληνες επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα των δασικών πυρκαγιών – είναι άριστος γνώστης του φαινομένου. Ο κόσμος σήμερα είναι ευαισθητοποιημένος περισσότερο από κάθε άλλη εποχή για τα δάση μας. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτό το ενδιαφέρον ώστε να τον ενημερώσουμε. Η φωτιά είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων και αποτελεί επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Αυτοί που διατυπώνουν δημόσιο λόγο πρέπει να εκπαιδεύσουν τους πολίτες να ζουν με τις φωτιές, εκφραζόμενοι με περισσή ευαισθησία και κυρίως γνώση. Δεν γίνονται καλύτεροι οι τρομοκρατημένοι πολίτες. Χρειάζεται επίσης γενναιότητα. Είναι δύσκολο να λες δημόσια ότι πρέπει να μειωθούν οι αναδασώσεις, ότι ο εμπλουτισμός με φυλλοβόλα είναι μια εγκληματική οικολογικά ενέργεια, ότι με τα κλαδοπλέγματα είναι σαν να τοποθετείς μπαρούτι στο δάσος που αναγεννιέται, ότι η Πολιτεία πρέπει να σταματήσει τη δαπάνη δισεκατομμυρίων για άχρηστες παρεμβάσεις, δίνοντας οικονομικό κίνητρο σε όσους επωφελούνται ώστε να προκαλέσουν νέες πυρκαγιές.

Τα ελληνικά δάση επιβίωσαν σε μια περιοχή όπου αναπτύχθηκε ένας υψηλού βαθμού πολιτισμός, ο οποίος βασίστηκε πολύ στην ξυλεία. Οι Έλληνες μεγαλούργησαν σαν θαλασσοκράτορες χρησιμοποιώντας ξύλινα πλοία. Το ξύλο βοήθησε να κτιστεί η Ακρόπολη και τ’ άλλα θαυμαστά μνημεία. Τα δάση επιβίωσαν από δεκάδες πολεμικές επιχειρήσεις με εισβολείς και εμφύλιους πολέμους. Άντεξαν και προστάτεψαν τον κατατρεγμένο λαό κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κι όμως, αυτά τα δάση κινδυνεύουν στις μέρες μας με αφανισμό, από το ζήλο και την αγάπη που τους δείχνει η σημερινή ευημερούσα κοινωνία μας.

Κείμενο: Παύλος Κωνσταντινίδης (Ερευνητής του ΕΘ.Ι.Α.ΓΕ)

Πηγή: Γαιόραμα (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2001)

Μπορείς να δεις συζήτηση για το θέμα εδώ

Leave a comment »