Archive for September 9, 2007

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος IΙ)



Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)

3. Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας.

Τα φυτά, προκειμένου να πετύχουν τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση της ηλιακής ενέργειας και των θρεπτικών στοιχείων του εδάφους, δημιουργούν σε κάθε περιοχή αυστηρά προκαθορισμένες κοινωνίες, η σύνθεση των οποίων εξαρτάται από τα γενετικά αποθέματα και από τις συνθήκες του περιβάλλοντος. Οι κοινωνίες αυτές ονομάζονται φυτοκοινότητες ή φυτοκοινωνίες.

Οι φυτοκοινωνίες, εξαρτώμενες από τις εδαφικές και προπάντων από τις κλιματικές συνθήκες, διακρίνονται χωρικά και σχηματίζουν ζώνες βλάστησης, οι οποίες μεταβάλλονται φυσιογνωμικά όσο μεταβαίνουμε από τα μικρότερα στα μεγαλύτερα υψόμετρα. Αυτό υποδηλώνει αλλά και ταυτόχρονα υποδεικνύει ότι, κατά τη λήψη των αποφάσεων επιλογής ειδών κατά τη διενέργεια αναδασώσεων, πρώτιστο καθήκον είναι η γνώση του αυξητικού χώρου στον οποίο ανήκει η προς αναδάσωση περιοχή. Έτσι εύκολα μπορεί κανείς να συμπεράνει για το αν ένα είδος που προτείνεται για αναδάσωση μπορεί ή όχι να επιβιώσει στο συγκεκριμένο χώρο.

Πέντε ζώνες βλάστησης κυριαρχούν στον Ελλαδικό χώρο (εικόνα 2):

  • Η ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quecetalia ilicis) (παραλιακή, λοφώδης και υποορεινή περιοχή).
  • Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης (Quercetalia pubescentis) (λοφώδης, υποορεινή).
  • Η ζώνη των δασών οξυάς – ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (Fagetalia) (ορεινή, υπαλπική).
  • Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (Vaccinio-Picetalia), (ορεινή – υπαλπική) και
  • Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων (Astragalo-Acantholimonetalia).

Ευμεσογειακή ζώνη βλάστησης


Η ζώνη αυτή είναι η θερμότερη και ξηρότερη ζώνη της πατρίδας μας. Είναι γνωστή ως Quercetalia ilicis ή ζώνη της αριάς, διότι τα όρια της συμπίπτουν με την εξάπλωση της αριάς (Quercus ilex). Σ΄ αυτήν εκδηλώνονται οι περισσότερες πυρκαγιές. Είναι η ζώνη των φρυγάνων και των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς την παρουσία θερμόβιων πεύκων. Εμφανίζεται σε μια σχεδόν συνεχή λωρίδα, που διακόπτεται τοπικά από γεωργικές και οικιστικές περιοχές, κατά μήκος των ακτών της Δυτικής, Νοτιοανατολικής και Ανατολικής Ελλάδας, στα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου πελάγους, καθώς και στις ακτές της Μακεδονίας και της Θράκης. Η ζώνη αυτή υποδιαιρείται οικολογικά, χλωριδικά και φυσιογνωμικά σε δυο υποζώνες: Την υποζώνη της αγριελιάς και της χαρουπιάς (Oleo-ceratonion) και την υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis).

Η πρώτη εμφανίζεται στις ακτές της νότιας ηπειρωτικής και νησιωτικής χώρας καθώς και σε μικρές νησίδες της Νότιας Χαλκιδικής. Με τη σειρά της η υποζώνη αυτή διαιρείται σε δύο αυξητικούς χώρους ή φυτοκοινωνικές ενώσεις, την Oleo-ceratonietum και την Oleo-lentiscetum.

Η Oleo-ceratonietum αποτελεί γεωγραφικά τη χαμηλότερη περιοχή της Νότιας Ελλάδας και κλιματικά το θερμότερο αυξητικό της χώρο. Εμφανίζεται στις χαμηλότερες περιοχές των νησιών του Αιγαίου, στη Νότια και Ανατολική Πελοπόννησο και στην Αττική. Αποτελεί μια από τις πλέον διαταραγμένες ζώνες εξαιτίας της έντονης παρουσίας του ανθρώπου από αρχαιοτάτων χρόνων. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσαμε σήμερα να χαρακτηρίσουμε τη ένωση αυτή και ως αυξητικό χώρο των φρυγάνων, αφού σε πολλές περιοχές, κυρίως νησιώτικες, κυριαρχούντα είδη είναι οι ακανθώδεις ημίθαμνοι, όπως αστοιβίδα (Poterium spinosum), γενίστα (Genista acanthoclada), γαλατσίδες (Euphorbia acanthothamnos), θυμάρι (Corydothymus capitatus), φασκόμηλο (Salvia sp.), φλόμος (Phlomis fruticosa), σπαράγγι (Asparagus aphyllus), αλογοθύμαρο (Anthyllis hermaniae), κ.λ.π.. Εμφανίζονται επίσης πολλά από τα αείφυλλα σκληρόφυλλα είδη της ζώνης της αριάς, όπως η ξυλοκερατιά (Ceratonia siliqua), η αγριελιά (Olea europea), o σχίνος (Pistacia lentiscus), οι άρκευθοι (Juniperus sp.), τα ρείκια (Erica sp.) κ.λ.π.

Επειδή η εμφάνιση των φρυγάνων είναι αποτέλεσμα της υποβάθμισης που προκάλεσε η ανθρώπινη παρουσία (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές), για το λόγο αυτό μπορούν στις περιοχές αυτές να εφαρμοστούν αναδασωτικά προγράμματα πλήρους αναβάθμισης με τον εμπλουτισμό της υπάρχουσας βλάστησης με θερμόβιους αείφυλλους θάμνους και θερμόβια δένδρα. Ιδιαίτερα προσαρμοσμένα είδη όπως τα ρείκια (Erica sp.), οι κουμαριές (Arbutus sp.), τα σχίνα (Pistacia sp.), τα πουρνάρια (Quercus coccifera) και οι αγριελιές (Olea europea), καθώς και δενδρώδη είδη όπως η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και τα κυπαρίσσια (Cupressus sempervirens) μπορούν να δημιουργήσουν βιώσιμα οικοσυστήματα.

Ο αυξητικός χώρος της Oleo-lentiscetum εμφανίζεται στη μεν νότια και νησιωτική Ελλάδα πάνω από την προηγούμενη ένωση, ενώ βόρεια ξεκινά από το επίπεδο της θάλασσας. Καλύπτει δε μεγάλο μέρος των ανατολικών παραλιακών θέσεων, από τη Χαλκιδική μέχρι και την Πελοπόννησο, με μικρές διακοπές κυρίως στην Όσσα και τον Όλυμπο. Από τη ζώνη αυτή αρχίζουν να εμφανίζονται θαυμάσια οικοσυστήματα της χαλεπίου πεύκης, με υπόροφο από περισσότερο ξηρόβιους, αείφυλλους και σκληρόφυλλους θάμνους (αγριελιά, σχίνο, ρείκια, πουρνάρια, φυλίκια) ή λιγότερο ξηρόβιους όπως η μυρτιά και η δάφνη. Στις καλύτερες θέσεις εμφανίζονται ημιαναρριχόμενα είδη, όπως Lonicera sp., Rubia peregrina, Smilax aspera, Clematis vitalba κ.λ.π. Οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι εμφανίζουν εδώ την πιο καλή προσαρμογή στις επικρατούσες κλιματικές και εδαφικές συνθήκες και πρέπει να λαμβάνονται υπόψη κατά τη διενέργεια των αναδασώσεων (για τον εμπλουτισμό των οικοσυστημάτων).

Η υποζώνη της αριάς (Quercion ilicis) εμφανίζεται στη Βόρεια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα, καταλαμβάνοντας τις δροσερότερες και υγρότερες ακτές της Δυτικής Ελλάδας, τις ανατολικές παρυφές του Πηλίου, της Όσσας και του Ολύμπου, τη λοφώδη Χαλκιδική και τις ακτές της Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης. Στις περιοχές που η εμφάνισή της δεν ξεκινά από τη θάλασσα, αναπτύσσεται αμέσως υψηλότερα από τον αυξητικό χώρο του Oleo-lentiscetum.

Τα οικοσυστήματα που αναπτύσσονται στην υποζώνη αυτή είναι κυρίως αυτά των αειφύλλων σκληροφύλλων θάμνων με ή χωρίς θερμόβια πεύκα. Στα πλέον αβαθή, φτωχά και όξινα εδάφη απαντώνται φυτοκοινωνίες των ειδών της οικογένειας Ericaceae (Erica manipuliflora, Arbutus unedo) και τα λαδάνια (Cistus sp.). Συχνά εμφανίζονται και πεύκα (χαλέπιος ή τραχεία) τα οποία όμως είναι κακόμορφα, πολύ αραιά και το ύψος τους σπάνια ξεπερνά τα 10 μ. Όπου τα εδάφη είναι καλύτερα εκεί εισχωρεί και η Erica arborea, ενώ τα πεύκα σχηματίζουν εδώ κλειστούς σχηματισμούς και αποκτούν μεγαλύτερο ύψος (μέχρι και τα 15 μ). Αντίθετα, στις πολύ καλές θέσεις με βαθιά, γόνιμα και αυξημένης υγρασίας εδάφη εμφανίζονται όλοι σχεδόν οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι της Oleo-lentiscetum και επί πλέον τα σπάρτα (Spartium junceum), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), η αριά (Quercus ilex), καθώς και φυλλοβόλα της ανώτερης βλαστητικής ζώνης όπως ο φράξος (Fraxinus ornus), η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και άλλα. Τα θερμόβια πεύκα εμφανίζουν στις περιοχές αυτές το άριστο της ανάπτυξής τους, αποκτώντας ύψος που ξεπερνάει τα 20 μέτρα και σχηματίζουν κλειστές συστάδες. Ανατολικά από τη νοητή γραμμή Δυτικής Θάσου και Δυτικής Κρήτης αναπτύσσεται η τραχεία πεύκη (Pinus brutia) και δυτικά η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis). Στη νότια ηπειρωτική και νησιώτικη χώρα η πεύκη δημιουργεί μικτές συστάδες με το κυπαρίσσι (Cupressus sempervirens). Σε μια μεγάλη ζώνη της Δυτικής Πελοποννήσου και σε περιορισμένες θέσεις της Αττικής, της Σκιάθου και της Σιθωνίας, σε περιοχές με διαθέσιμο υπόγειο νερό εμφανίζονται πυρήνες με αμιγή δάση κουκουναριάς (Pinus pinea). Γύρω από τους πυρήνες αυτούς δημιουργούνται μικτά δάση κουκουναριάς και χαλεπίου πεύκης, με την κουκουναριά μειούμενη όσο μεγαλώνει η απόσταση. Σε κάθε περίπτωση εισαγωγής, μέσα στα όρια της ζώνης αυτής η κουκουναριά επέδειξε πολύ καλή προσαρμογή, αρκεί να υπήρχε υψηλή στάθμη υπόγειου νερού και πρέπει να προτιμάται λόγω και της παθητικής αντοχής που δείχνει στις πυρκαγιές όταν τα δένδρα της έχουν σχετικά μεγάλη ηλικία.

Οι αυξητικοί χώροι που διακρίνονται σε αυτή την υποζώνη είναι: Adrachno-Quercetum ilicis, Orno-Quercetum ilicis, Lauro-Quercetum ilicis. Οι διαφοροποιήσεις μεταξύ των ζωνών οφείλονται κυρίως στις τοπικές εδαφικές συνθήκες (βάθος εδάφους, υγρασία, οξύτητα κ.λ.π.) και όχι σε κλιματικές.

Η παραμεσογειακή ζώνη βλάστησης.

Όσο ανέρχεται κανείς στα όρη ή εισχωρεί στο εσωτερικό της χώρας, εγκαταλλείπει βαθμιαία τη μεσογειακή βλάστηση και συναντά είτε μία ιδιόρρυθμη μεταβατική ζώνη που μοιάζει φυσιογνωμικά με εκείνη των αείφυλλων- πλατύφυλλων (Quercetalia ilicis), που διαφέρει όμως από την τελευταία οικολογικά και χλωριδικά, είτε τη ζώνη των ξηρόφιλων φυλλοβόλων πλατύφυλλων και κυρίως των δρυοδασών. Η ζώνη αυτή είναι γνωστή ως Quercetalia pubescentis εξαιτίας της κυριαρχίας της χνοώδους δρυός (Quercus pubescens). Οι φωτιές στα χαμηλότερα σημεία της ζώνης αυτής, αν και δεν είναι σπάνιες είναι σαφώς λιγότερες από ότι στην υποκείμενη ευμεσογειακή ζώνη. Στις υψηλότερες περιοχές της ζώνης όπου διαμορφώνεται η υποζώνη της πλατύφυλλης δρυός, οι φωτιές είναι πολύ σπάνιες, αφού η αύξηση της υγρασίας και των υγρόφιλων ειδών δεν ευνοούν την εκδήλωση και τη διάδοσή τους. Πρόκειται συνήθως για πυρκαγιές που ξεκινούν από τη ζώνη των αείφυλλων και εφόσον δεν ελεγχθούν έγκαιρα εξαπλώνονται στα φυλλοβόλα δρυοδάση.

Τα όρια μεταξύ της ευμεσογειακής και της παραμεσογειακής ζώνης είναι ασαφή στη νότια ηπειρωτική και νησιωτική χώρα. Την ασάφεια προκαλεί η εξάπλωση του πουρναριού (Quercus coccifera) και στις δύο ζώνες, εξαιτίας της μεγάλης του αντοχής στη βόσκηση και τις πυρκαγιές. Εκτός από το πουρνάρι, στη ζώνη αυτή εμφανίζονται και άλλα θερμόφιλα είδη της ευμεσογειακής ζώνης, όπως είναι ο σχίνος (Pistacia lentiscus), η αγριελιά (Olea oleaster), ο ασπάλαθος (Calicotome villosa), το δενδρώδες ρείκι (Erica arborea), το κρητικό λαδάνι (Cistus creticus) και άλλα.

Το κλίμα εδώ γίνεται βαθμιαία ηπειρωτικότερο. Οι χειμώνες είναι ψυχρότεροι, οι βροχοπτώσεις αυξάνονται και η ξηρή περίοδος χρονικά περιορίζεται. Κατά τη διάρκεια του χειμώνα οι θερμοκρασίες πέφτουν κάτω από 0ο C και οι χιονοπτώσεις διαρκούν από μερικές εβδομάδες μέχρι και πάνω από δύο μήνες. Και αυτή η ζώνη διαιρείται φυσιογνωμικά, οικολογικά και χλωριδικά σε δύο υποζώνες: στο Ostryo-Carpinion και το Quercion confertae (frainetto)-cerris, ενώ στη Νότια Ελλάδα (Κρήτη, Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα) ίσως είναι σκόπιμη η διάκριση και μιας τρίτης υποζώνης, αυτής του Quercion cocciferae.

Η διάκριση μεταξύ της μεσογειακής και της υπομεσογειακής (Ostryo-Carpinion) ζώνης βλάστησης στην Κ. και Β. Ελλάδα είναι αρκετά σαφής και εύκολη. Όμως στη Ν. Ελλάδα και στην Κρήτη τα όρια είναι ασαφή επειδή η Quercus coccifera εμφανίζεται και στο Oleo-ceratonion δημιουργώντας έτσι έναν ξεχωριστό αυξητικό χώρο (ένωση) του Cocciferetum mixtum. Εδώ εμφανίζεται μια σειρά ενώσεων (αυξητικών χώρων) όπως το Quercetum cocciferae ή Cocciferetum, το Coccifero-Carpinetum και το Carpinetum orientalis.

Ο αυξητικός χώρος του Quercetum cocciferae ή Cocciferetum εμφανίζεται κυρίως στην Κρήτη και την Πελοπόννησο. Η εξάπλωση του ευνοείται από την ανθρώπινη δραστηριότητα και τις συχνές πυρκαγιές και είναι προϊόν υποβάθμισης προϋπαρχόντων βλαστητικών μορφών. Πολλές φορές ξεπερνά το υψόμετρο των 1000 μ. αποτελώντας τον υπόροφο της μαύρης πεύκης (Pinus nigra) και της κεφαλληνιακής ελάτης (Abies cephalonica). Η φύση της βλάστησης ευνοεί εδώ τη διάδοση της πυρκαγιάς.

Το Coccifero-carpinetum καταλαμβάνει σημαντικές περιοχές κύρια στο κεντρικό και βόρειο τμήμα της χώρας. Πρόκειται για σύμπυκνες θαμνοσκεπείς εκτάσεις που μοιάζουν φυσιογνωμικά με αυτές των αειφύλλων σκληροφύλλων ειδών, γι’ αυτό και θεωρούνται ως ψευδοσκληρόφυλλη βλάστηση (ψευδομακί). Κυρίαρχα είδη του αυξητικού αυτού χώρου είναι ο γαύρος (Carpinus orientalis) και το πουρνάρι (Quercus coccifera). Και εδώ, η αντοχή του πουρναριού στις ανθρώπινες δραστηριότητες (υπερβόσκηση, συχνές πυρκαγιές, υλοτομίες) το κάνει κυρίαρχο είδος. Οι περιοχές αυτές θεωρούνται επίσης ως προϊόν υποβάθμισης και για το λόγο αυτόν οι διαχειριστικές μέθοδοι πρέπει να οδηγούν στην επαναφορά προηγούμενων καταστάσεων, δηλαδή σε οικοσυστήματα που κυρίαρχα δενδρώδη είδη ήταν κυρίως η χνοώδης δρυς (Quercus pubescens) και η πλατύφυλλη δρυς (Quercus frainetto).

Ο αυξητικός χώρος του Carpinetum orientalis εμφανίζεται κυρίως σε βόρειες εκθέσεις λόφων στις κοιλάδες των μεγάλων ποταμών της Μακεδονίας (Αξιού, Στρυμόνα και Νέστου). Εμφανίζεται επίσης στους πρόποδες των υψηλών ορέων, όπου ή αντικαθιστά το Coccifero-carpinetum ή το διαδέχεται καθ’ ύψος. Η βλάστηση εδώ αποτελείται κυρίως από φυλλοβόλα είδη, όπως ο γαύρος (Carpinus orientalis), ο φράξος (Fraxinus ornus), το ρούδι (Rhus cοriaria), τα σφενδάμια (Acer sp.), οι σουρβιές (Sorbus sp.), οι θερμόβιες δρύες (Quercus pubescens, Q. frainetto) κ.λ.π.

Με την αύξηση του υψομέτρου (εικόνα 2) εμφανίζεται μια ζώνη με ιδιόμορφα δάση φυλλοβόλων πλατύφυλλων που υπάγεται στην υποζώνη του Quercion frainetto-Cerris. Η υποζώνη αυτή εκτείνεται ως λοφώδης-υποορεινή ή και ορεινή σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ελλάδα. Στην υποζώνη αυτή ανήκει περίπου το 1/3 των Ελληνικών δασών. Και εδώ μπορούν να διακριθούν περισσότερες φυτοκοινωνικές ενώσεις (αυξητικοί χώροι) όπως: Quercetum frainetto, Tilio-Castanetum, Aceri-Castanetum, Quercetum montanum (Quercetum cerris και Quercetum dalechampii) κ.λπ. Οι συνθήκες αυξημένης υγρασίας που κυριαρχούν στην περιοχή αυτή και η παρουσία υγρόφιλης βλάστησης δεν ευνοούν ιδιαίτερα την εκδήλωση των δασικών πυρκαγιών.

Οι υπόλοιπες ζώνες βλάστησης

Πέρα από τις δύο αυτές ζώνες υπάρχουν και οι τρεις υψηλότερες

Η ζώνη των δασών οξυάς – ελάτης και των ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων, η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων και η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων. Στις ζώνες αυτές οι πυρκαγιές είναι σπανιότατο φαινόμενο και εμφανίζονται σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες. Για το λόγο αυτόν γίνεται εδώ απλή αναφορά και όχι λεπτομερής παρουσίασή τους.

Η ζώνη δασών οξυάς – ελάτης και ορεινών παραμεσόγειων κωνοφόρων (ορεινή, υπαλπική) εκτείνεται στις ορεινές περιοχές τις Στερεάς Ελλάδας, της Πελοποννήσου και της Κεντρικής και Βόρειας Ελλάδος και συγκροτείται από αμιγή ή μικτά δάση υβριδογενούς ελάτης και οξυάς που φθάνουν μέχρι τα ανώτερα δασοόρια (1800 – 1900 μ.). Οι φωτιές αποτελούν εδώ σπανιότατο φαινόμενο και όταν συμβαίνουν είναι κυρίως έρπουσες και όχι ιδιαίτερα καταστρεπτικές.

Η ζώνη των ψυχρόβιων κωνοφόρων (ορεινή – υπαλπική) εμφανίζεται στα υψηλά όρη της Βόρειας Ελλάδας και σχηματίζεται από τα δάση της δασικής πεύκης, της ερυθρελάτης και της λευκής ελάτης. Οι πυρκαγιές στη ζώνη αυτή είναι σχεδόν ανύπαρκτες.

Η εξωδασική ζώνη των υψηλών ορέων εμφανίζεται στα υψηλά όρη της χώρας, πάνω από τα δασοόρια (ψευδαλπικές εκτάσεις). Συντίθεται από ποώδη κυρίως βλάστηση με διάσπαρτους μικρούς θάμνους. Ούτε η ποσότητα οξυγόνου, ούτε η καύσιμη ύλη είναι ποτέ αρκετά ώστε να υπάρξει αξιόλογη πυρκαγιά στη ζώνη αυτή.

4. Τα δασικά είδη των πυρόπληκτων περιοχών

Οι δασικές πυρκαγιές εκδηλώνονται κατά κανόνα σε μια καθορισμένη περιοχή, που συμπίπτει αρκετά με την περιοχή όπου έχουμε μεγάλη ή μικρότερη επίδραση του μεσογειακού κλίματος. Θα μπορούσαμε με ικανοποιητική ακρίβεια να καθορίσουμε τα όρια των περιοχών που καίγονται συχνότερα εάν ακολουθήσουμε τα όρια των ζωνών της φυσικής βλάστησης της χώρας (βλ. χάρτη 1). Οι παρατηρήσεις των τελευταίων δεκαετιών δείχνουν ότι το μεγαλύτερο ποσοστό των πυρκαγιών συμβαίνει στη χαμηλότερη ζώνη βλάστησης, δηλαδή την ευμεσογειακή ζώνη της αριάς (Quercetalia ilicis). Στην αμέσως ανώτερη ζώνη της χνοώδους δρυός (Quercetalia pubescentis) οι πυρκαγιές μειώνονται σε αριθμό και μάλιστα στην υψηλότερη υποζώνη της, της πλατύφυλλης δρυός (Quecion frainetto-cerris), είναι ακόμη σπανιότερες. Από εκεί και πάνω, όσο αυξάνεται το υψόμετρο, τόσο ο αριθμός των πυρκαγιών μειώνεται για να περιοριστούν αυτές μόνο σε χρονιές με εξαιρετικά ακραίες κλιματικές συνθήκες.

Τα προτεινόμενα δασικά είδη

Έχοντας υπόψη τις αρχές που αναφέρονται σε προηγούμενα κεφάλαια, ότι δηλαδή τα φυτά αναπτύσσονται και επιβιώνουν μόνο σε καθορισμένες οικολογικά θέσεις, ότι η φύτευση δασικών ειδών σε περιοχές εκτός της φυσικής τους ζώνης είναι ενέργεια παρακινδυνευμένη και ότι οι πυρκαγιές συνήθως ξεσπούν στην ευμεσογειακή και δευτερευόντως στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, δημιουργήθηκε ένας κατάλογος δασικών ειδών (πίνακας 1)τα οποία θα μπορούσαν σε μεγάλο βαθμό να εξασφαλίσουν την επιτυχή αναβάθμιση των καιγομένων εκτάσεων. Τα φυτά που προτείνονται δεν είναι φυσικά τα μόνα, αλλά θεωρούνται ως τα σημαντικότερα της ευμεσογειακής και παραμεσογειακής χλωρίδας. Η είσοδος κάθε φυτού, στον προτεινόμενο πίνακα, αποτελεί προϊόν βαθύτατης μελέτης της ελληνικής και διεθνούς βιβλιογραφίας, αλλά και προσωπικής έρευνας των συγγραφέων του παρόντος βιβλίου σε πλήθος πυρόπληκτων οικοσυστημάτων τη χώρας μας.

Τα είδη που προτείνονται ταξινομούνται σε δυο μεγάλες κατηγορίες: Στα είδη που εμφανίζονται στην πυρόπληκτη ευμεσογειακή βλαστητική ζώνη και στα είδη της ευκαιριακά καιγόμενης παραμεσογειακής βλάστησης. Μια τρίτη ομάδα ειδών που συγκροτούν τη βλάστηση των ρεμάτων και των οχθών των ποταμών και χαρακτηρίζονται ως “αζωνικά είδη” συμπληρώνουν τον κατάλογο των ειδών θάμνων, δένδρων και αναρριχόμενων ειδών που παρουσιάζονται στον Πίνακα 1 και περιγράφονται αναλυτικά στο Β’ μέρος του παρόντος βιβλίου.

Πίνακας 1. Προτεινόμενα είδη για αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών.

Είδη της ευμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Ailanthus altissima
Ceratonia silιqua
Cupressus sempervirens
Laurus nobilis
Olea europea
Pinus brutia
Pinus halepensis
Pinus pinea
Quercus coccifera
Quercus ilex
Robinia pseudoacacia

Θάμνοι

Arbutus andrachne
Arbutus unedo
Asparagus acutifolius
Buxus sempervirens
Calicotome villosa
Cistus incanus
Cistus salviefolius
Coronilla emeroides
Erica arborea
Μyrtus communis
Paliurus spina-christi
Phillyrea latifolia
Pistacia lentiscus
Pistacia terebinthus
Pyracantha coccinea
Spartium junceum
Tamarix pendrata

Αναρριχόμενα

Clematis flammula
Clematis vitalba
Lonicera periclynenum

Είδη της παραμεσογειακής ζώνης βλάστησης

Δένδρα

Acer platanoides
Acer pseudoplatanus
Carpinus betulus
Celtis australis
Cercis siliquastrum
Fraxinus angustifolia
Juglans regia
Juniperus oxycedrus
Ostrya carpinifolia
Quercus pubescens
Tilia tomentosa

Θάμνοι

Berberis vulgaris
Colutea arborescens
Fraxinus angustifolia
Fraxinus ornus
Juniperus communis
Prunus mahaleb

Αζωνικά είδη

Δένδρα

Alnus glutinosa
Platanus orientalis
Aesculus hippocastanum
Populus alba
Populus nigra
Populus tremula
Salix alba
Salix fragilis
Sorbus torminalis
Quercus frainetto

Θάμνοι

Nerium oleander
Vitex agnus castus
Crataegus monogyna
Rosa canina

Επειδή τα φρύγανα αποτελούν οπισθοδρομική εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων εξαιρέθηκαν από τον πίνακα 1 εκτός από τα λαδάνια, τα οποία παίζουν σημαντικό ρόλο στην πρώτη εγκατάσταση των πεύκων μετά από μια πυρκαγιά. Πέρα από αυτό, τα φρύγανα διατηρούν από μόνα τους μια σημαντική ικανότητα επιβίωσης σε αυτά τα περιβάλλοντα τόσο έντονη που αρκετές φορές δυσχεραίνουν την φυσική ή και την τεχνητή αναδάσωση.

Τα προτεινόμενα είδη ανήκουν επίσης όλα στη φυσική χλωρίδα της χώρας, εκτός από τον αείλανθο και την ψευδακακία που δείχνουν μια σημαντική προσαρμογή στις τοπικές συνθήκες και χρησιμοποιούνται ευρύτατα για αναδασώσεις ιδιαίτερα προστατευτικών και αισθητικών δασών.

Ιδιότητες και συμπεριφορά των ειδών

Για κάθε δασοπονικό είδος του παραπάνω πίνακα δίνονται, στο Β μέρος της παρούσας μελέτης, όλα τα απαραίτητα στοιχεία που πρέπει να γνωρίζει ο κάθε υπεύθυνος σχεδιασμού μιας αναδάσωσης αλλά και κάθε τρίτος που μπορεί να συνεισφέρει σ΄ αυτήν, προκειμένου να υπάρχει συγκεντρωμένη η γνώση που χρειάζεται για μια σωστή επιλογή ειδών κατά την αναδάσωση πυρόπληκτων δασών.

Οι κλιματεδαφικές απαιτήσεις, η γενική περιγραφή του κάθε είδους, ο χρόνος άνθισης και παραγωγής σπόρων, η γενική χρησιμότητα, ο τρόπος που κάθε φυτό αντιμετωπίζει τις φωτιές, η μεταπυρική του αντίδραση, η αντοχή του στις υψηλές θερμοκρασίες είναι μερικές από τις πληροφορίες που δίνονται για κάθε φυτό χωριστά. Επίσης δίνονται συμβουλές για το είδος της αναδάσωσης στην οποία θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί, χωρίς να περιοριζόμαστε μόνο στη δημιουργία δασικών οικοσυστημάτων αλλά και για φυτεύσεις δρόμων, πάρκων και αλσυλλίων. Τέλος δίνονται πληροφορίες για τον τρόπο πολλαπλασιασμού κάθε φυτού, για την επεξεργασία των σπόρων ή των μοσχευμάτων, για το χρόνο φύτευσης, για τις ανάγκες προστασίας των φυτών στο φυτώριο, για την εποχή μεταφύτευσης και τέλος για τις ανάγκες των φυτών κατά τα πρώτα χρόνια της ζωής τους.

Εκτός από την περιγραφή αυτή, παρατίθενται επίσης και ειδικοί πίνακες (Πίν. 2 και 3), όπου οι βασικότερες πληροφορίες για τα επιμέρους είδη παρουσιάζονται κωδικοποιημένα κατά τρόπο ώστε να διευκολύνεται η επιλογή των ειδών (άμεσα και πρακτικά), σε κάθε περίπτωση αναδάσωσης πυρόπληκτης περιοχής. Στον πίνακα 2 δίνονται και πληροφορίες για τη ζώνη όπου ευδοκιμούν τα διάφορα φυτά, καθώς και για τα σημεία της χώρας όπου αυτά εμφανίζονται με φυσικό τρόπο.

Η συμπεριφορά και η ικανότητα αντίστασης των φυτών απέναντι στη φωτιά παρουσιάζονται επίσης στον πίνακα 2.

Στον πίνακα 3 παρουσιάζονται ομάδες φυτών που θα μπορούσαν να δημιουργήσουν από κοινού ολοκληρωμένα οικοσυστήματα. Η διάρθρωση των ειδών αυτών γίνεται με την καθ΄ ύψος κατανομή τους, όπως γίνεται ακριβώς στη φύση.

Δυνατότητες για επιτυχή επιλογή δασικών ειδών κατά την αναδάσωση εδαφών μετά από δασικές πυρκαγιές

Όταν η τεχνητή παρέμβαση για αναδάσωση καμένου δάσους κριθεί αναγκαία, τότε η πλέον κρίσιμη απόφαση που μέλει να προδικάσει καθοριστικά τις εξελίξεις στο νεοδημιουργούμενο δάσος είναι αυτή της επιλογής των δασικών ειδών.

Η επιλογή των κατάλληλων κάθε φορά δασικών ειδών φαίνεται κατ΄ αρχήν ότι είναι μια δύσκολη διαδικασία, αφού οι παράγοντες που πρέπει να αξιολογηθούν και οι συνδυασμοί ειδών, που θα μπορούσαν να ανταποκριθούν στις εκάστοτε συνθήκες, είναι πολυάριθμοι.
Όμως, η μέχρι τώρα εμπειρία έδειξε ότι το πρόβλημα αυτό μπορεί να αντιμετωπιστεί ακολουθώντας μια σειρά κανόνων και οδηγιών που είναι σε θέση να οδηγήσουν στο επιθυμητό αποτέλεσμα. Οι κανόνες αυτοί, σύμφωνα με αυτά που αναλύθηκαν σε προηγούμενα κεφάλαια, συνοψίζονται στα ακόλουθα:

  • Αντιγραφή της φύσης και γνώση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής
  • Λεπτομερής γνώση του σταθμού και καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών
  • Σαφήνεια αναφοράς στις μελλοντικές ανάγκες και τους στόχους διαχείρισης της καμένης έκτασης.

Η αντιγραφή της φύσης και η διερεύνηση του ιστορικού της υπό αναδάσωσης περιοχής.

Το πρόβλημα της επιλογής των ειδών μπορεί να είναι μια ιδιαίτερα εύκολη υπόθεση, αρκεί να μελετήσει κανείς την κατάσταση (από απόψεως σύνθεσης ειδών) στην οποία ήταν ένα δάσος πριν από μια πυρκαγιά ή και παλαιότερα και να καταλήξει σε προτάσεις που θα οδηγούν στην επαναδημιουργία της.

Η αντιγραφή της φύσης είναι ο πλέον αποδοτικός και ασφαλής τρόπος επιλογής των δασοπονικών ειδών που θα χρησιμοποιηθούν για κάθε περιοχή που καίγεται.

Όταν αναφερόμαστε στην αντιγραφή της φύσης, αυτό δεν αφορά μόνο τα δενδρώδη είδη, αλλά στο σύνολό της (είδη, δομές κ.λ.π.) διότι στόχος είναι η δημιουργία ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων, που είναι σε θέση να κάνουν καλύτερη χρήση της ηλιακής ενέργειας και των εδαφικών πόρων.

Ακόμη και στα πλέον διαταραγμένα οικοσυστήματα διατηρούνται πλήθος χλωριδικά στοιχεία, τα οποία μπορούν σε έναν έμπειρο δασολόγο να δώσουν τις πληροφορίες που χρειάζεται για να τα αναβαθμίσει.

Η λεπτομερής γνώση του σταθμού, σε συνδυασμό με την καλή γνώση των απαιτήσεων και των ιδιοτήτων των διαφόρων δασικών ειδών και οι μελλοντικοί στόχοι διαχείρισης

Αν η παρατήρηση της φύσης μας οδηγεί να πάρουμε συνολικές αποφάσεις για τα είδη που μπορούν να φυτευτούν σε μια περιοχή, η απόφαση όμως για το πού ακριβώς (στο μικροχώρο) το καθένα από αυτά θα φυτευτεί εξαρτάται από τη γνώση των επιμέρους συνθηκών της περιοχής (έδαφος, μικροκλίμα, υδατικές συνθήκες κλπ), αφού τα είδη ακόμα και της ίδιας φυτοκοινότητας διαφοροποιούνται ως προς τις απαιτήσεις τους.

Εκτός αυτού, ο σταθμός αφήνει περιθώρια επιλογών στα πλαίσια των οποίων μπορούν και πρέπει να επιδιωχθούν ειδικότεροι στόχοι διαχείρισης σύμφωνα με τις υπάρχουσες κάθε φορά κοινωνικές ανάγκες.

Στην προσπάθεια της επιλογής δασοπονικών ειδών, πρόσθετες πληροφορίες θα είναι πολύ χρήσιμες, εφόσον αυτές σχετίζονται πέρα από τις οικολογικές και με οικονομικές παραμέτρους ή άλλους δασοπονικούς στόχους (αναψυχή, προστασία, αναβάθμιση τοπίου κ.λ.π.).

ΜΕΡΟΣ 2ο

ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ

Επιστημονική ονομασία Acer platanoides L.
Οικογένεια Aceraceae
Ελληνικό όνομα Σφενδάμι πλατανοειδές

Γενικά: Δέντρο φυλλοβόλο, ταχυαυξές, με ωραία σφαιρική και θολωτή κόμη που φθάνει σε διάμετρο τα 15 μ. Ύψος μέχρι και 30 μ.(σύνηθες 20 μ.).
Φύλλα: Διαθέτουν μακρύ μίσχο. Έχουν σχήμα παλάμης, με 5 ή 7 λοβούς. Μοιάζουν πολύ με τα φύλλα του πλάτανου, εξ ου και το όνομά του. Όταν θραύονται απελευθερώνουν καυστικό γαλακτώδη χυμό. Το χρώμα τους είναι στην αρχή πράσινο ενώ το φθινόπωρο γίνεται κόκκινο ή πορτοκαλί.
Κλιματικές απαιτήσεις: Είδος φωτόφιλο, αντέχει όμως σε μέτρια σκίαση. Πολύ ανθεκτικό στους ισχυρούς ανέμους και την ατμοσφαιρική ρύπανση.
Εδαφικές απαιτήσεις: Μπορεί να αναπτυχθεί σε μια μεγάλη ποικιλία εδαφών. Καλύτερη όμως ανάπτυξη παρουσιάζει σε ελαφριά αμμώδη, μέτρια αργιλώδη έως και βαριά πηλώδη, καλά αποστραγγιζόμενα εδάφη, αρκεί να μην υστερούν σε θρεπτικά συστατικά. Χρειάζεται μέτρια υγρασία εδάφους. Αναπτύσσεται επίσης σε ένα ευρύ φάσμα τιμών pH (από μετρίως όξινα έως πολύ αλκαλικά, όχι όμως σε αλατούχα εδάφη).
Άνθη – καρποί: Τα άνθη σχηματίζουν κορύμβους. Ανθίζει τον Απρίλιο και Μάιο. Ο καρπός αποτελείται από δύο πτερυγιόμορφα μονόσπερμα κάρυα (ονομάζονται σαμάρια). Οι σπόροι ωριμάζουν Σεπτέμβριο με Οκτώβριο. Συνήθως διατηρούνται επάνω στο δένδρο για αρκετούς μήνες. Φυτό μόνοικο. Επικονιάζεται με τις μέλισσες.
Χρησιμότητα: Το βαθύ κόκκινο χρώμα που παίρνουν τα φύλλα του το φθινόπωρο το καθιστούν, ως ένα από τα πλέον αξιόλογα διακοσμητικά είδη. Ο χυμός χρησιμοποιείται στην οινοπνευματοποιία και στη ζαχαροπλαστική. Ως προς το ξύλο θεωρείται χαμηλής αξίας φυτό. Χρησιμοποιείται κυρίως για αντιανεμική προστασία, άλλων καλλιεργειών και για την παραγωγή γλυκαντικών ουσιών.
Προτάσεις αναδασώσεων: Είναι είδος της ζώνης των φυλλοβόλων. Στη μεσογειακή ζώνη μπορεί να φυτευτεί μόνο εφόσον εξασφαλίζεται η προστασία του, από τις υψηλές θερινές θερμοκρασίες. Σπάνια δημιουργεί αμιγείς συστάδες. Προτιμάται η φύτευσή του σε πόλεις για δημιουργία σκιάς, κατά μήκος των δρόμων ή γύρω από βιομηχανικές μονάδες επειδή αντέχει στην ατμοσφαιρική ρύπανση. Το πυκνό φύλλωμα με τα μεγάλα πεντάλοβα φύλλα και η μεγάλη και στρογγυλή κόμη το κάνουν ιδιαίτερα κατάλληλο δένδρο για διακοσμητικές αναδασώσεις. Επίσης μπορεί να προτιμηθεί σε δενδροφυτεύσεις περιοχών με ιδιαίτερα ισχυρή πίεση βοσκής, διότι τα φύλλα του δεν βόσκονται εξαιτίας του μη φαγώσιμου καυστικού, γαλακτώδη χυμού. Εξαιτίας της ευρύτατης χρήσης του σε διακοσμητικές φυτεύσεις, έχουν δημιουργηθεί πολλές ποικιλίες, οι οποίες όμως πρέπει να αποφεύγονται, εφόσον θέλουμε να κάνουμε φυτεύσεις εμπλουτισμού σε δασικές εκτάσεις. Αναπτύσσει έντονη αλληλοπάθεια, η οποία λειτουργεί αποτρεπτικά στη φύτρωση και την ανάπτυξη των γειτονικών φυτών. Απαιτούνται συχνές αποκλαδώσεις των νεκρών κλαδιών.
Αντίδραση στις πυρκαγιές: Είναι είδος που δεν αντέχει τις υψηλές θερμοκρασίες. Ειδικά σε νεαρή ηλικία ο λεπτός λείος φλοιός του δεν μπορεί να το προστατέψει από τις ακτινοβολίες, κατά τη διάρκεια μιας έστω και μέτριας έντασης πυρκαγιάς. Είναι ενεργητικά πυρόφυτο. Παραβλαστάνει ταχύτατα μετά από φωτιά.
Πολλαπλασιασμός: Ο πολλαπλασιασμός γίνεται είτε με μοσχεύματα, είτε με φύτευση σπόρων.
Τα μοσχεύματα πρέπει να προέρχονται από νεαρά υγιή φυτά.
Οι σπόροι πρέπει να συλλέγονται αφού ωριμάσουν (μετά τον Οκτώβριο), αλλιώς η φυτρωτικότητα μειώνεται σημαντικά. Αφού ξεραθούν, τοποθετούνται σε σάκους σε ξηρό και δροσερό μέρος. Πριν τη χειμερινή αποθήκευση πρέπει να εμποτιστούν τουλάχιστον για 24 ώρες. Ιδανικές συνθήκες αποθήκευσης θεωρούνται όταν η διάρκεια δε ξεπερνά τους 4 μήνες και η θερμοκρασία διατηρείται κάτω από 8ο C. Η σπορά γίνεται στο τέλος του χειμώνα, όταν εξαλείφεται ο κίνδυνος των όψιμων παγετών. Οι σπόροι αρχίζουν να φυτρώνουν περίπου ένα μήνα μετά τη φύτευση.
Εάν οι σπόροι συλλεχθούν πριν την ωρίμανσή τους πρέπει να στρωματωθούν αμέσως για τρεις τουλάχιστον μήνες και στη συνέχεια τοποθετούνται μέχρι να σπαρθούν, σε ψυγείο.
…………………………


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 2

Λατινικό όνομα: Πρόκειται για το επιστημονικό όνομα του είδους, που χρησιμοποιείται παγκοσμίως.
Κοινό όνομα: Το κοινό όνομα του φυτού, όπως είναι γνωστό ευρύτερα στη χώρα μας.
Φυλλοβόλο/ αείφυλλο: Φ=φυλλοβόλο, Π=Πλατύφυλλο.
Σύνηθες ύψος: Το ύψος που συνήθως υπό κανονικές συνθήκες φθάνει το δένδρο σε μέτρα.
Σύνηθες πλάτος κόμης: Η διάμετρος κόμης που συνήθως αναπτύσσει το δένδρο σε μέτρα.
Ταχύτητα ανάπτυξης: Η ταχύτητα με την οποία αυξάνει σε μέγεθος ένα δένδρο, (Τ=Ταχυαυξές, Μ=Μέτρια ταχύτητα ανάπτυξης, Β=Βραδυαυξές).
Εποχή άνθησης: Οι μήνες κατά τους οποίους ένα φυτό είναι ανθισμένο
Εποχή ωρίμανσης σπόρων: Οι μήνες που ωριμάζουν σε κάθε φυτό οι σπόροι (δεν αναφέρονται οι περιπτώσεις που οι σπόροι ωριμάζουν τα επόμενα από την άνθηση χρόνια).
Φυτό αρωματικό: Εάν το φυτό ανήκει στην αρωματική χλωρίδα (Ο=Όχι, Ν-Ναι).
Τύπος άνθους: Μ=Μόνοικο, Δ=Δίοικο, Ε=Ερμαφρόδιτο.
Τρόπος γονιμοποίησης: Μ=Μέλισσα, ΕΝ=Άλλα έντομα, ΑΝ=Άνεμος.
Ελαφρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που στραγγίζονται καλά; (ελαφρά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Βαριά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη που δεν στραγγίζονται καλά; (βαριά εδάφη). Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Φτωχά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε φτωχά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Όξινα εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες τιμές οξύτητας pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλκαλικά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε εδάφη με ακραίες αλκαλικές τιμές pH; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αλμυρά εδάφη: Μπορεί το φυτό να αναπτυχθεί σε αλμυρά εδάφη; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Δέσμευση αζώτου: Έχει την ικανότητα το φυτό να δημιουργεί συμβιώσεις, ώστε να δεσμεύει ατμοσφαιρικό άζωτο; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Αντοχή σε σκίαση: Αντέχει το φυτό σε μερική ή ολική σκίαση; Ο=Όχι, Ν=Ναι.
Ανάγκες σε υγρασία: Υ=Υγρόφιλο (έχει ανάγκη την ύπαρξη εδαφικού νερού ολόκληρο το χρόνο για να αναπτυχθεί), Ξ=Ξηρόφυτο (μπορεί να περάσει μεγάλο διάστημα ξηρασίας χωρίς κίνδυνο).
Αντοχή σε ανέμους: Πόσο μπορεί να αντέξει ένα φυτό σε ισχυρούς ανέμους όταν βρίσκεται εκτός συστάδας; Ν=Ναι αντέχει πολύ, όχι όμως και στους θαλασσινούς, ΝΘ=Ναι αντέχει ακόμη και στους θαλασσινούς ανέμους, Ο=Όχι κινδυνεύει συχνά από ανεμορριψίες .
Αντοχή σε ξηρασία: Είναι το φυτό προσαρμοσμένο στις ξηρές συνθήκες του μεσογειακού κλίματος; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Αντοχή σε ρύπους: Είναι το φυτό ανθεκτικό σε αστικές συνθήκες; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευπάθεια σε παγετούς: Είναι το φυτό ευπαθές στους παγετούς; (Ο=Όχι, Ν=Ναι).
Ευφλεκτικότητα: Είναι το φυτό σχετικά εύφλεκτο ή δύσφλεκτο είδος; Υ=Υψηλής ευφλεκτιότητας, Μ=Μέσης ευφλεκτικότητας, Χ=Χαμηλής ευφλεκτικότητας.
Μεταπυρική συμπεριφορά: Μετά την πυρκαγιά το φυτό αναγεννάται με παραβλαστήματα ή με σπόρους; (Π=Παραβλαστήματα, Σ=Σπόροι).
Ζώνη βλάστησης: Σε ποια ζώνη βλάστησης κυρίως αναπτύσσεται τι φυτό στη χώρα μας; Oleo-cer=Oleo -Ceratonion δηλαδή της θερμότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης, Querc-il= Quercion ilicis δηλαδή της ψυχρότερης υποζώνης της ευμεσογειακής βλάστησης. Ostr-car=Ostryo-Carpinion δηλαδή η θερμότερη υποζώνη της παραμεσογειακής βλάστησης.
Περιοχή της χώρας: Σε ποιες περιοχές της χώρας αναπτύσσεται το φυτό με φυσικό τρόπο;


Χρήση του πίνακα

Ο πίνακας των ειδών δημιουργήθηκε προκειμένου να γίνει η πληροφορία περισσότερο εποπτική. Οι πληροφορίες δίνονται με συνοπτικό τρόπο ώστε, όχι μόνο ο διαχειριστής των καμένων εκτάσεων, αλλά και ο οποιοσδήποτε ασχοληθεί με φυτεύσεις δένδρων και θάμνων στην ευμεσογειακή και στην παραμεσογειακή βλαστητική ζώνη, να έχει μια πρώτη εικόνα των φυτών που μπορεί να επιλέξει σε κάθε περίπτωση.

Στον πίνακα συμπεριελήφθησαν και τα 66 είδη που περιγράφονται στο κυρίως μέρος του βιβλίου.

Για την περιγραφή των χαρακτηριστικών των φυτών χρησιμοποιήθηκαν πλήθος από διεθνείς βάσεις δεδομένων, οι οποίες είναι διαθέσιμες στο διαδίκτυο. Οι πληροφορίες που συλλέχθηκαν, επεξεργάσθηκαν επί μια περίπου διετία και μεταφέρθηκαν στην Ελληνική πραγματικότητα (ιδιαίτερα οι χρόνοι άνθησης, καρποφορίας, η χρήση των προϊόντων κ.λ.π.). Η συμπεριφορά των φυτών στις φωτιές και ο τρόπος αντίδρασης, βασίζεται κυρίως σε δικές μας παρατηρήσεις και πολύ λιγότερο στις διεθνείς βάσεις πληροφοριών.

Η περιγραφή περιλαμβάνει τις εξής ενότητες: μορφή, άνθη – καρποί, εδαφικές απαιτήσεις, κλιματικές απαιτήσεις, σχέση με πυρκαγιές και φυσική περιοχή ανάπτυξης.

Για να γίνει ο πίνακας ένα ουσιαστικό εργαλείο στα χέρια των υπευθύνων αναδασωτών, θα πρέπει να υπάρχουν όλες εκείνες οι πληροφορίες που έχουν σχέση με την οικολογική συμπεριφορά του κάθε είδους και κυρίως τις κλιματεδαφικές απαιτήσεις και αντοχές του. Αυτό σημαίνει ότι πριν αποφασισθεί ποια είδη φυτών θα επιλεγούν να εμπλουτίσουν τις αναδασώσεις, είναι απαραίτητο να γνωρίζουμε τα βασικά κλιματικά στοιχεία της περιοχής.

Παρά το ότι οι κλιματικές παράμετροι συνήθως διατίθενται από τις επεξεργασίες των καταγραφών των μετεωρολογικών σταθμών, εν τούτοις είναι απαραίτητο σε κάθε περιοχή να καθορισθούν οι μικροπεριβαλλοντικές τοπικές συνθήκες, διότι ο βαθμός προστασίας κάθε δασικού τμήματος από τους ψυχρούς ανέμους για παράδειγμα, εξαρτάται όχι τόσο από τους επικρατούντες ανέμους, όσο από το πόσο καλά είναι προστατευμένη μια θέση από αυτούς. Επίσης σε περιοχές που οι επικρατούντες άνεμοι συνήθως υποχρεούνται από το ανάγλυφο να ανυψώνονται απότομα, η θερμοκρασία τους είναι χαμηλότερη (λόγω αδιαβατικής ψύξης, που οφείλεται στην αραίωση), από την αντίθετη πλευρά, όπου οι ίδιοι άνεμοι υποχρεούνται να κατέρχονται (αδιαβατική θέρμανση, λόγω συμπίεσης). Το ίδιο γίνεται και με την υγρασία, όπου στις χαμηλές κοίλες περιοχές δημιουργείται βαθύτερο έδαφος, το οποίο αυξάνει την υδατοχωρητικότητα, άρα και τα αποθέματα υγρασίας. Υπάρχουν φυσικά και παράγοντες που έχουν ευρύτερη σημασία, όπως ο συνολικός αριθμός κατακρημνισμάτων σε μια περιοχή, η διάρκεια των παγετών και η αντοχή σε ρύπους. Επίσης πρέπει να έχουμε πάντα υπόψη, ότι με τη δημιουργία του νέου οικοσυστήματος πολλοί από τους μικροκλιματικούς παράγοντες θα αλλάζουν, όσο μεγαλώνουν τα δένδρα και οι θάμνοι, ιδίως η σκίαση, οι θερμοκρασίες, η υγρασία εδάφους κ.λ.π.

Με τις εδαφικές απαιτήσεις και αντοχές των φυτών τα πράγματα εμφανίζονται πιο σταθερά. Πρώτα από όλα δεν μεταβάλλονται δραματικά οι συνθήκες των εδαφών, με την μεταπυρική πρόοδο της ανάπτυξης των τοπικών φυτοκοινωνιών. Δεύτερο, οι μεταβολές στις φυσικοχημικές ιδιότητες συνήθως δεν γίνονται σε κοντινές αποστάσεις και αυτές που συμβαίνουν είναι μέσα στα όρια αντοχής ή ανεκτικότητας των φυτών. Εκείνο που αλλάζει συχνά είναι το βάθος του εδάφους, το οποίο εξαρτάται περισσότερο όχι από το μητρικό πέτρωμα, όσο από το ανάγλυφο της κάθε περιοχής. Επομένως η εφάπαξ χαρτογράφηση των μετρούμενων χαρακτηριστικών του εδάφους, είναι αρκετή, ώστε η πληροφορία να είναι διαθέσιμη και για τις επόμενες παρεμβάσεις που θα χρειασθεί να γίνουν στο μέλλον.

Ο συνδυασμός επομένως των κλιματικών και εδαφικών δεδομένων και η μελέτη του πίνακα θα βοηθήσουν το διαχειριστή για να λάβει τις αποφάσεις του. Όμως πέρα από τις οικολογικές παραμέτρους, υπάρχουν και άλλα στοιχεία που θα ήταν σκόπιμο να ληφθούν υπόψη, προκειμένου να αυξηθεί η αποτελεσματικότητα των αναδασώσεων. Η γνώση της ταχύτητας ανάπτυξης των δένδρων και οι τελικές διαστάσεις για παράδειγμα, είναι σπουδαίας σημασίας για να προβλεφθεί ο μελλοντικός βαθμός σκίασης του υπορόφου και στη συνέχεια να καθορισθεί το είδος των θάμνων που θα πρέπει να επιλεγούν και οι οποίοι θα έχουν την ικανότητα να αναπτύσσονται στις συνθήκες αυτές.

Στα δάση πολλά φυτά είναι μόνοικα, πολλά από τα οποία δεν μπορούν να αυτογονιμοποιήσουν τα άνθη τους. Αυτό σημαίνει ότι είναι αδύνατη η παραγωγή σπόρων, όταν δεν προβλέψουμε φυτά με αρσενικά άνθη να βρίσκονται πολύ κοντά με φυτά με θηλυκά άνθη. Επίσης φυτά που επικονιάζονται με τις μέλισσες, σημαίνει ότι έχουν μελισσοκομικό ενδιαφέρον, επομένως πρέπει να τα ευνοούμε, σε αναδασώσεις περιοχών όπου η μελισσοκομία αποτελεί κύρια οικονομική δραστηριότητα.

Μια ακόμη παράμετρος πολύ χρήσιμη είναι η συμπεριφορά των φυτών στις πυρκαγιές και ο βαθμός ευφλεκτικότητάς τους, αφού επιθυμητό αποτέλεσμα των αναδασώσεων είναι και η δημιουργία οικοσυστημάτων ικανών να αντιστέκονται στις πυρκαγιές και όταν δεν τα καταφέρνουν να έχουν την ικανότητα να αναγεννιόνται με φυσικό τρόπο μετά από αυτές. Έτσι προβλέφθηκαν οι στήλες με την ευφλεκτικότητα και τον τρόπο που τα φυτά αναγεννιόνται μετά από κάθε πυρκαγιά.

Τέλος είναι βασική η γνώση των περιοχών φυσικής εμφάνισης των διαφόρων ειδών. Για παράδειγμα η ξυλοκερατιά είναι πολύ δύσκολο να επιβιώσει σε φυσικές συνθήκες στις κλιματικές συνθήκες της Βόρειας Ελλάδας. Το αντίστροφο συμβαίνει με την ιπποκαστανιά.

Η βάση δεδομένων έτσι όπως είναι δομημένη, είναι δυνατό, με εμπλουτισμό ακόμη περισσότερων πληροφοριών (φωτογραφιών, μορφολογικών χαρακτηριστικών κ.λ.π.), να μετατραπεί εύκολα σε πρόγραμμα για υπολογιστή (softwere), το οποίο θα είναι ακόμη περισσότερο λειτουργικό, αφού θα έχει τη δυνατότητα με την εισαγωγή των οικολογικών δεδομένων να προτείνει από μόνο του τα κατάλληλα κατά περίπτωση είδη. Στο πρόγραμμα αυτό θα ενσωματωθούν δυνατότητες μοντελοποίσης της πορείας ανάπτυξης μιας δασοσυστάδας στο πέρασμα του χρόνου, η τρισδιάτατη επόπτευση του χώρου επίσης σε βάθος χρόνου, ο βαθμός σκίασης κάθε κομματιού γης σε κάθε εποχή του χρόνου κ.λ.π. Με τη συμμετοχή των προγραμμάτων των Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών, όπου πλέον η χαρτογράφηση παίρνει άλλη διάσταση, τότε το πρόγραμμα αυτό θα έχει τη δυνατότητα να αυτοεπιλέγει σε κάθε περίπτωση και να προτείνει τα υπό φύτευση είδη.


Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 3

Στον πίνακα 3 εισάγεται για πρώτη φορά γραφικά η έννοια της δημιουργίας ολοκληρωμένων οικοσυστημάτων και όχι μονοκαλλιεργειών ή τυχαίων συνδυασμών. Στον πίνακα τα φυτά ταξινομούνται στην κατά χώρο φυσική τους εξάπλωση (εκτός από την κορυφή, όπου τοποθετήθηκαν τα αζωνικά είδη). Βέβαια στη φύση οι συνδυασμοί είναι πολλές φορές τυχαίοι και καθορίζονται κυρίως από τις τοπικές μακρο- ή μικροσυνθήκες. Για παράδειγμα το Acer sempervirens παρουσιάζεται στην Κρήτη σε όλα τα υψόμετρα και όλους τους συνδυασμούς ή ότι η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη στις καθαρές τους μορφές πουθενά δεν συνυπάρχουν. Για το λόγο αυτόν ο πίνακας έχει κυρίως συμβουλευτικό χαρακτήρα για μια πρώτη προσέγγιση.

Άλλωστε όπως αναφέρθηκε και στο πρώτο μέρος, ο βασικός τρόπος ορθολογικής παρέμβασης είναι η μελέτη των φυτοκοινωνιών που προϋπήρχαν, διότι στην πραγματικότητα η φυτοκοινωνία αποτελεί την έκφραση ολόκληρου του οικοσυστήματος και των συνδυασμών όλων ανεξαιρέτως των παραγόντων που συνθέτουν το περιβάλλον κάθε περιοχής (τόσο των εμφανών και μετρούμενων όσο και των αφανών και μη μετρούμενων). Σκοπός του ορθολογικού αναδασωτή είναι να αναπλάσει τις προϋπάρχουσες, της υποβάθμισης, φυτοκοινωνίες και όχι να δημιουργήσει νέες. Επίσης στον πίνακα δεν μπορούν να αναφερθούν μερικές ιδιότητες των φυτών τις οποίες δεν μπορούμε να αγνοήσουμε κατά την πραγματοποίηση της κατά χώρο τοποθέτησης των διαφόρων φυτών. Για παράδειγμα δεν μπορεί να αγνοηθεί η αλληλοπαθητική δράση των σφενδαμιών, που καθιστά προβληματική την επιβίωση άλλων λιγότερο ανταγωνιστικών ειδών, σε κοντινή τους απόσταση. Παρόλα αυτά τα είδη αυτά τοποθετήθηκαν στη θέση που πρέπει θεωρητικά να κατέχουν στην ζώνωση της βλάστησης, για να υποδειχθεί ακριβώς ο φυσικός τους χώρος ανάπτυξης.

Τέλος από τον πίνακα αυτόν έμειναν έξω από την ταξινόμηση, τα είδη που έχουν εισαχθεί στη χώρα και περιελήφθησαν λόγω της συμπεριφοράς τους και της αποδεδειγμένης οικολογικής σημασίας στη βάση δεδομένων (Robinia pseudoacacia και Ailanthus altissima). Όμως η έλλειψη ακόμη ολοκληρωμένης της πληροφορίας για τα πραγματικά οικολογικά όρια εξάπλωσής τους, δεν μας επιτρέπει ακόμη την εισαγωγή τους στον πίνακα και ο καθορισμός των φυτών με τα οποία μπορεί να δημιουργήσουν ισχυρές και βιώσιμες φυτοκοινωνίες. Για παράδειγμα η ψευδακακία δείχνει καλή προσαρμογή και ανάπτυξη σε περιοχές όπου εμπλούτισε καμένα πευκοδάση. Όμως ακόμη δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τι θα συμβεί σε λίγα χρόνια, όταν τα πεύκα και οι αείφυλλοι θάμνοι αναπτυχθούν και εντείνουν τον εσωτερικό ανταγωνισμό. Υπάρχει η πιθανότητα η ψευδακακία να μην αντέξει και να υποχωρήσει. Υπάρχει επίσης η πιθανότητα αντίθετα να λειτουργήσει ως ζιζάνιο και να αποτρέψει την ανάπτυξη της φυσικής βλάστησης. Τέλος μπορεί να υπάρξει η αρμονική συνύπαρξη και να γίνει αποδεκτή η ψευδακακία από τις τοπικές φυτοκοινωνίες και σε λίγα χρόνια να υπάρχει η φυσική ανανέωσή τους χωρίς την μεσολάβηση του ανθρώπου. Τέτοιες περιπτώσεις έχουν μπει κάτω από την επιστημονική παρακολούθηση και δεν απομένει παρά ο χρόνος για να γνωρίζουμε αν αυτού του είδους εμπλουτισμοί, που από τη μια φαίνονται σωστοί, από την άλλη όμως δεν έχουμε την απάντηση της ίδιας της φύσης.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

Αθανασιάδης Η. Ν. 1985. Δασική Βοτανική (Συστηματική σπερματοφύτων). Μέρος Ι. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986. Δασική Βοτανική. (Δένδρα και θάμνοι των δασών της Ελλάδος). Μέρος ΙΙ. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης Η. Ν. 1986β. Δασική φυτοκοινωνιολογία. Εκδ. Γιαχούδη-Διαπούλη. Θεσσαλονίκη.
Αθανασιάδης, Ν. & Ε. Δρόσος. Η χλωρίδα και η βλάστηση του όρους Πάικο. Επιστ. Επ. Του Τμ. Δασολογίας και Φυσικύ Περιβάλλοντος. Τόμος ΛΓ.
Αριανούτσου, Μ., Π. Δεληπέτρου, Π. Δημόπουλος, Ε. Οικονομίδου, Β. Καραγιαννακίδου, Π. Κωνσταντινίδης, Π. Παναγιωτίδης, Μ. Πανίτσα & Γ. Τσιουρλής. 1997. Τύποι οικοτόπων στην Ελλάδα. Στο: Ντάφης, Σ., Ε. Παπαστεργιάδου, Κ. Γεωργίου, Δ. Μπαμπαλώνας, Θ. Γεωργιάδης, Μ. Παπαγεωργίου, Θ. Λαζαρίδου & Β. Τσιαούση. 1997. Οδηγία 92/43/ΕΟΚ. Το έργο των οικοτόπων στην Ελλάδα. Δίκτυο ΦΥΣΗ-2000. Συμβόλαιο αριθμός Β4-3200/84/756, Γεν. Διεύθυνση XI Επιτροπή Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας-Ελληνικό Κέντρο Βιοτόπων Υγροτόπων. 932 σελ.
Athanasiadis N. & E. Eleftheriadou. 1991. Nestos: Vegetation – Flora. Proc. of meeting: “Nestos Environment and its Problems” Geotechnical Chamber of Greece. Kavala, p 135-159.
Βολιώτης, Δ. 1967. Έρευναι επί της βλαστήσεως του Χολομόντος και ιδία της αρωματικής, φαρμακευτικής και Μελισσοτροφικής τοιαύτης. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Braun-Blanquet, J. 1936. La Chenaie d’ Yeuse mediterraneenne (Quercion ilicis). Monographie phytosociologigue. Communication station intern. Geobot. Medit. Et Alpine 45. Montpellier.
Braun-Blanquet, J. 1951. Phlanzensoziologie. Springer Verlang. 2. Auflage, Wien.
Christodoulakis, D. & T. Georgiadis. 1990. The vegetation of the Island of Samos, Greece. Ann. Musei, Goulandris 8: 45-80.
Davis, P.H. 1965-1982. Flora of Turkey and the East Aegean Islands. 1-7. Edinburg.
Debazac, F.E. & Μαυρομμάτης. Γ. 1969. Παρατηρήσεις επί τωνδασικών διαπλάσεων «Αειφύλλων Πλατυφύλλων. Ειδικό Ταμείο Ηνωμένων Εθνών. Έργο:UNSF/FAO GRE-20/230: Αθήναι.
Degen A.v. 1891. Ergebnisse einer botanischen Reise nach der Insel Samothrake. Oesterr. Bot. Z. 41(9-10): 301-306, 329-338.
Di Castri, F., D. Goodall & R. Specht (Editors). 1981. Exosystems of the world. Vol.11. Mediterranran-Type shrublands. Elsevier Scien. Publ. Comp. Amsterdam.
Διαμαντόπουλος, Ι. 1983. Δομή και διανομή τω Ελληνικών φρυγανικών οικοσυστημάτων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Economidou 1974. La repatition des Frygana en Grece et ses raports avec le climat et l’influence anthropogene. Doc. Phytosociol. Lille 15-16: 45-46
Ελευθεριάδου, Ε. 1992. Η χλωρίδα των δασών ψυχροβίων πλατυφύλλων-Κωνοφόρων και υψηλής εξωδασικής περιοχής Ελατιάς Δράμας. Διαδακτορική Διατριβή. Σχολή Γεωτεχνικών. Τμήμα Δασολογίας & Φυσικού Περιβάλλοντος. Παράρτημα Αριθμ. 6 του ΛΓ Τόμου. Θεσσαλονίκη. 167 σελ.
Franzen R. 1980. Floristic reports from Mount Siniatsikon and Mount Vermion, northern Greece. (Materials for the Mountain Flora of Greece, 6). Bot. Not. 133(4): 527-537.
Guenther, K. 1991. International Ag-Sieve — Volume IV, Number 3, 1991. (Άρθρο από το internet http://www.envirolink.org/seel)
Ζαγκλής, Δ. 1956. Χαλκιδική. Ιστορία-Γεωγραφία από αρχαιοτάτων χρόνων μέχρι το 1912. Θεσσαλονίκη.
Zoller H., P. Geissler & N. Athanasiadis. 1977. Beitrage zur Kenntnis der Walder, Moos und Flechtenassoziationen in den Gebirgen Nordgriechenlands. Bauhinia 6, Basel.
Horvat I. 1954. Pflanzengeographische Gliederung Sudosteuropas. Vegetatio 5-6: 434-447 .
Horvat, I. V. Clavai and H. Ellenberg. 1974. Vegetation Sudosteuropoas. Stuttgard.
Καϊλίδης, Δ., Α. Κατσάνος & Κ. Κασσιός. 1969. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι. Δελτίο Κ.Δ.Ε.Β.Ε. 8/33
Καϊλίδης, Δ. 1971.. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά τα έτη 1968-1970. Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 1.
Καϊλίδης, Δ. 1972. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1971. . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Δ. Θεοδωροπούλου.1973. Πυρκαγιές δασών-βοσκοτόπων εν Ελλάδι κατά το 1972 . Α.Π.Θ. Γ.Δ.Σ Εργαστήριο υλωρικής ηο 2.
Καϊλίδης, Δ. & Σ. Μαρκάλας 1980. Κατανομή των πυρκαγιών των δασών και βοσκοτόπων της Ελλάδας σε κλάσεις μεγέθους. Περιοδικό “ΔΑΣΙΚΑ ΧΡΟΝΙΚΑ” Τεύχος 12.
Κασσιούμης, K. 1988. Προστετευόμενες περιοχές και η προστασία της φυσικής μας κληρονομιάς στη χώρα μας. Δασικά Χρονικά. No 2 : 40-52.
Κατσάνος Α. 1970. Διαχρονική σπουδή πυρκαγιών δασών και δασικών εκτάσεων πεντατίας 1965-1969. Αυτοτελείς εκδόσεις της υπηρεσίας Δασικών Εφαρμογών και Εκπαιδεύσεως. ηο 13.
Knapp. R. ( )Die Vegetation Kephallinia. Griechenland.
Κωνσταντινίδης, Π. 1990. Εξέταση και διεύρυνση σχέσεων μεταξύ φυσιογραφικών μονάδων δασών χαλεπίου Πεύκης Σιθωνίας Χαλκιδικής και των εμφανιζομένων σε αυτές φυτοκοινωνιολογικών μονάδων. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Κωνσταντινίδης, Π., Γ. Χατζηφιλιππίδης 1992. Φυτοκοινω­νιο­λο­γι­κή ανάλυση του δάσους κουκουναριάς της Σιθωνίας Χαλκιδικής. “Γεωτε­χνικά Επιστημονικά Θέματα” Θεσσαλονίκη σελ. 13-22 .
Κωνσταντινίδης Π. και Γ. Τσιουρλής. 1999. Η πραγματική διάσταση του φαινομένου των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. Παγκόσμιο Συνέδριο: Πυρκαγιές στα Μεσογειακά δάση: Πρόληψη-Καταστολή-Διλαβρωση του εδάφους- Αναδασώσεις. Ελληνική Επιτροπή UNESCO. ΑΘΗΝΑ. Φεβρουάριος 1999. Υπό εκτύπωση.
Konstantinidis, P. & G. Hatziphilippidis. 1993. Natural regeneration of a Mediterranean Aleppo pine ecosystem after a fire. In Montero Gonzales, G., & Rossello E. R. (Edit.) “MOUNTAIN SILVICULTARE”. INVESTI­GACION AGRARIA. SISTEMAS Y RECURSOS FORESTALES. FUERA DE SERIES No3- VALSAIN. DICIEMBRE 1994. 343-348 p.p.
Κωνσταντινίδης, Π. 1998. “Η επίδραση του σταθμού στην αποκατάσταση της βλάστησης μετά από πυρκαγιά” Πρακτικά συνεδρίου της Ελληνικής Δασο­λογικής Εταιρείας. “Σύγχρονα προβλήματα δασοπονίας”. Αλεξανδρούπολη 6-8/4/1998: 139-148.
Λαυτεντιάδης, Γ.Ι. 1961. Χλωριστική, φυτογεωγραφική και φυτοκοινωνιολογική έρευνα της χερσονήσου Κασσάνδρας. Επιστ. Επετ. Φυσικομαθηματικής Σχολής Α.Π,Θ. Παρ. 8 Θεσσαλονίκη.
Mavrommatis G. 1978. Carte de la vegetation forestriere de la Grece. Ministry of Agriculture, Athens
Ministry of Environment., E.C., WWF (Hellas). (in press) Special environmental study of Dadia-Souphli Forest protected area.
Μουντράκης, Δ. 1985. Γεωλογία της Ελλάδας. Univ. Studio Press. Θεσσαλονίκη.
Νάκος, Γ. 1977. Συμβολή στη μελέτη των δασικών εδαφών της Ελλάδος. Φυσικαί, χημικαί και βιολογικαί ιδιότητες. Υπουργείο Γεωργίας.
Ντάφης, Σ.1966. Σταθμολογικές και δασοαποδοτικές έρευνεςσε πρεμνοφυή δρυοδάση και καστανωτά της ΒΑ Χαλκιδικής. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1969. Σταθμολογικές έρευνες σε δάση οξιάς. Επιστημ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής. Τόμος ΙΓ’. Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης. Θεσσαλονίκη.
Ντάφης, Σ. 1973. Ταξινόμηση της δασικής βλάστησης της Ελλάδας. Επιστ. Επετ. Γεωπονικής και Δασολογικής Σχολής.
Oberdorfer, E.1952. Beitrag zur Kenntnis der Nordagaischen Kisten-vegetation. Vegatatio. 3:329-349.
Papanikolaou K. 1985. Contribution to the flora of Mount Pangaion (Pangeon), North East Greece. Ann. Musei Goulandris 7: 67-156.
Παυλίδης, Γ. 1976. Η χλωρίς και η βλάστηση της χερσονήσου Σιθωνίας Χαλκιδικής. Διδακτορική διατριβή. Θεσσαλονίκη.
Pavlides, G., E.Vardakis, & G. Lavrediades. 1988. Notes on the vegetation and soil rofiles near Polygyros (Chalkidiki Peninsula, N. Greece). Israel Journal of Botany. Vol. 37:19-47.
Polunin O. 1980. Flowers of Greece and the Balkans, a Fieldquide. Oxford Univ. Press. Oxford, N. York. Melbourne
Quezel P. & Barbero M. 1985. Carte de la vegetation de la region Mediterranee une feuille No 1: Mediterranee orientale. Editions du Centre Nationale de la Reserche ientifique. Paris.
Rechinger, K.H. 1936. Ergebnisse eigner botanischen sommerreise nach dem Agaischen und Ostriechenlands. Beich. Bot. Centralbl. 54B:577-680.
Rechinger K.H. 1939. Zur Flora von Ostmazedonien und West Thrazien. Bot. Jahrb. 69: 419-552.
Rechinger H.K. 1951. Phytogeographia Aegea. Wien.
Stamou, N., K. Kalabokidis, P. Konstantinidis, S Fotiou, A. Christo­doulou, V Blioumis, D. Prastacos, M. Diamantakis & G. Koclidakis. 1998. Improving the efficiency of the wildland fire prevention and suppression system in Greece. Proceedings of III International Conference on Forest Fire Research. Coimpra. Portugal. Volume I: 203-221 p.p
Stojanov N. & Kitanov. 1946. Flora Insula Thasos. Ann. Univ. Sofia, Fac. Phys. Mat. Sci. Nat. 42: 160.
Strid A. 1976. Floristic notes from Mt Olympos and Mt Falakron (Boz Dagh), Northern Greece. Bot. Notiser 129: 251-256.
Strid A. 1978. Contribution to the flora of Mt. Kajmaktchalan (Voras Oros), NE Greece. Ann. Musei Goulandris 4: 211-247
Strid A. 1986. Mountain flora of Greece. Vol. 1. Cambridge University Press. Cambridge.
Strid A. & Kit Tan. 1991. Mountain flora of Greece. Vol. 2. Edinburgh University Press. Edinburgh University Press. Edinburgh.
Τάκος, Ι. & Θεοδώρα Μέρου. 1995. Τεχνολογία Σπόρων Ξυλωδών φυτών. Τ.Ε.Ι. Καβάλας. Τμήμα Δασοπονίας Δράμας. Δράμα. 182 σελ.
Tsianakas, T.D. 1975. Contribution a l’etude ecologique de la vegetation de la Chalcidique Nord-orientale (Greece). These.
Tutin T. G., V. H. Heywood, N. A. Burges, D. H. Valentine, S. M. Walters & D. A. Webb. 1964-1980. Flora Europaea. Vol. 1-5. Cambridge University Press. Cambridge.
Vardakis, E., G.Pavlides, & G.Lavrediades. 1987. On the vegetation of a typical xererthent soil of Polygyros area (S.E. of Thessaloniki). Feddes repertorium 98 (3-4): 253-264.
Voliotis, D. 1967. Investigation about the Vegetation and flora of Cholomon mountain. Ph. D. Thesis. Arist. Univ. of Thessaloniki. Dep. Of forest and natural Environment.
Voliotis D. 1975. Die vegetationstufung einiger cebirge im Nordogriechenland (Voras, Vermion, Pieria). Problems of Balcan flora and vegetation. Sofia: 391-400.


Ευχαριστώ θερμά τον κ. Κωνσταντινίδη για το πλούσιο υλικό προς μελέτη.

Leave a comment »

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (Μέρος Ι)



Δρ. Παύλος Κωνσταντινίδης
Εντεταλμένος ερευνητής ΙΔΕ/ΕΘΙΑΓΕ

Δρ. Στυλιανός Γκατζογιάννης
Τακτικός ερευνητής ΙΔΕ/ΕΘΙΑΓΕ

Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές
(με εκτενή εισαγωγή στο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα)

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2001

Το παρόν σύγγραμμα εκπονήθηκε στα πλαίσια του Προγράμματος «Εγκατάσταση Συστήματος Παρακολούθησης των Εξελίξεων στο Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης (Κέδρινος Λόφος) και κατάρτιση μελέτης επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές», το οποίο χρηματοδοτήθηκε από το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και υλοποιήθηκε από το Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. με επιστημονικό συντονιστή τον Τακτικό Ερευνητή Δρ. Στυλιανό Γκατζογιάννη.

Η πλήρης αναφορά στο κείμενο αυτό είναι:
Κωνσταντινίδης, Ν. Π. και Σ. Γκατζογιάννης. 2001. Επιλογή Δασικών Ειδών για Αναδασώσεις σε Πυρόπληκτες Περιοχές (με εκτενή εισαγωγή στο πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα). Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης – ΕΘΙΑΓΕ και Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. (Αυτοτελής έκδοση). Σελίδες 143

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

της Προέδρου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, στο πλαίσιο της ευρύτατης κοινωνικής προσφοράς του και αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από πυρκαγιά οικοσυστήματος, υπέγραψε προγραμματική σύμβαση ύψους 100 εκατ. δραχμών με το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. με έργο: «την εγκατάσταση συστήματος
παρακολούθησης στο περιαστικό δάσος Θεσσαλονίκης και μελέτη επιλογής δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές».

Ύστερα από μια τριετία συνεχούς και επίπονου έργου, και με την άριστη συνεργασία τόσο του διοικητικού όσο και του επιστημονικού προσωπικού του ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και του Ι.Δ.Ε., το έργο ολοκληρώθηκε, μέσα στις προβλεπόμενες προθεσμίες, με απτά αποτελέσματα για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης αλλά και χρήσιμα συμπεράσματα για την αποκατάσταση πυρόπληκτων δασών της χώρας. Τα αποτελέσματα που προέκυψαν από την έρευνα αυτή, για το περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, ανακοινώθηκαν στην Ημερίδα που διοργάνωσε το ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και το Ι.Δ.Ε. στις 5 Ιουνίου 2001.

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο, επιθυμώντας τα συμπεράσματα που προέκυψαν από τη διενέργεια της πρωτογενούς αυτής έρευνας να διαδοθούν ευρύτατα ώστε να καλυφθεί ένα έλλειμμα γνώσης που υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα αποκατάστασης των καμένων δασών, συμπεριέλαβε στην Προγραμματική Σύμβαση την εκπόνηση του παρόντος συγγράμματος, το οποίο, με φροντίδα και ευθύνη του, θα διατεθεί στους Οργανισμούς Τοπικής Αυτοδιοίκησης και σε όλους εκείνους που ασχολούνται με τα θέματα αυτά, ως ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης των δασικών οικοσυστημάτων που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας. Με τον τρόπο αυτό εκφράζεται η εκ μέρους του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου ευαισθησία του για την πόλη της Θεσσαλονίκης και τους κατοίκους της, αλλά και η αγάπη και το ενδιαφέρον του για όλες τις πυρόπληκτες περιοχές της πατρίδας μας.

Πιστεύουμε το σύγγραμμα αυτό θα αποβεί χρήσιμο σε όλους όσοι ασχολούνται με αναδασώσεις πυρόπληκτων περιοχών, γιατί τους παρέχεται με λιτότητα, σαφήνεια και επάρκεια κάθε πληροφορία που θα βοηθήσει το δύσκολο έργο τους.

Θερμές ευχαριστίες οφείλονται σε όλους όσοι συνέπραξαν για την ολοκλήρωση του ερευνητικού αυτού έργου, αλλά ιδιαίτερα στους συντάκτες του συγγράμματος, δρ. Π. Κωνσταντινίδη, εντεταλμένο ερευνητή Ι.Δ.Ε. /ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε. και δρ. Σ. Γκατζογιάννη, τακτικό ερευνητή του Ι.Δ.Ε./ΕΘ.Ι.ΑΓ.Ε.

Η Πρόεδρος του Δ.Σ.
Ταχ. Ταμιευτηρίου
Ανδρονίκη Μπούμη

Πρόλογος των συγγραφέων

Το Περιαστικό δάσος της Θεσσαλονίκης, συνολικής έκτασης 30.188 στρ. αποτελεί “πνεύμονα ζωής” και στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς για την πόλη και τους κατοίκους της Θεσσαλονίκης. Την 6η Ιουλίου 1997 προκλήθηκε πυρκαγιά, η οποία κατέστρεψε μεγάλο μέρος της βλάστησης του Περιαστικού δάσους. Μετά την πυρκαγιά άρχισαν οι εργασίες αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων με την εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των δασικών εδαφών, συγκράτησης φερτών υλικών και αναδασώσεων από τις τοπικές Δασικές Υπηρεσίες και άλλους φορείς της πόλης. Οι επεμβάσεις αυτές σχεδιάστηκαν και εκτελέσθηκαν σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα (Σεπτέμβριος 1997 – Μάρτιος 1998) λόγω της επείγουσας ανάγκης προστασίας των εδαφών από τη διάβρωση και της αποφυγής πλημμυρικών καταστάσεων και καταστροφών του πολεοδομικού συγκροτήματος της πόλης της Θεσσαλονίκης, με αποτέλεσμα να υπάρχουν σοβαρές ανησυχίες για τη μελλοντική πορεία του νεοδημιουργούμενου δάσους και για τη μελλοντική ικανότητά του να ανταποκριθεί στις προσδοκίες των κατοίκων της Θεσσαλονίκης.

Την ανησυχία αυτή την αύξησαν ακόμα περισσότερο οι δραστικές αποφάσεις που πάρθηκαν και υλοποιήθηκαν κατά την εκτέλεση των έργων, και ιδιαίτερα της αλλαγής των δασοπονικών ειδών που προϋπήρχαν (κωνοφόρα) και της εγκατάστασης νέων φυλλοβόλων ειδών, όπως της δρυός που κατά τεκμήριο εμφανίζουν μεν μικρότερη ευφλεκτικότητα, αλλά η ευδοκίμησή τους στο συγκεκριμένο χώρο τίθεται από οικολογικής σκοπιάς υπό αμφισβήτηση. Ιδιαίτερα μάλιστα αν οι υπόλοιποι μελλοντικοί χειρισμοί των νεοδημιουργούμενων δασοσυστάδων, δεν είναι τέτοιοι που να αίρουν ενδεχόμενους αρνητικούς παράγοντες και να ενισχύουν τα στοιχεία εκείνα του οικοσυστήματος που εξασφαλίζουν ισορροπία και ανθεκτικότητα απέναντι όχι μόνο στις πράγματι δυσμενείς συνθήκες του κλιματεδαφικού περιβάλλοντος του περιαστικού δάσους, αλλά και στις ανθρώπινες πιέσεις και επιβαρύνσεις λόγω γειτνίασής του με το πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.

Οι προβληματισμοί αυτοί έδωσαν το έναυσμα σε ομάδα ερευνητών του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών του ΕΘΙΑΓΕ (που εδρεύει στην ευρύτερη περιοχή της πόλης της Θεσσαλονίκης) να εκπονήσει ειδικό πρόγραμμα έρευνας με τίτλο «Εγκατάσταση Συστήματος Παρακολούθησης των Εξελίξεων στο Περιαστικό Δάσος Θεσσαλονίκης», ως μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια αναδημιουργίας του Περιαστικού Δάσους Θεσσαλονίκης που
κατέβαλαν τότε αγωνιωδώς οι Δασικές Υπηρεσίες του Νομού Θεσσαλονίκης.

Το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο αναγνωρίζοντας έγκαιρα τη σημασία που μπορεί να έχει η επιστημονική γνώση και η εμπειρία ενός ερευνητικού κέντρου στην πολυσύνθετη προσπάθεια αναδημιουργίας ενός διαταραγμένου από την πυρκαγιά οικοσυστήματος, χρηματοδότησε το εν λόγω πρόγραμμα έρευνας δίνοντας τη δυνατότητα να επιτευχθούν, στη τριετία που παρήλθε 1998 -2000, οι ακόλουθοι στόχοι :

  • Η συστηματική καταγραφή και η επιστημονική παρακολούθηση του δάσους κατά τα πρώτα έτη αναδημιουργίας του
  • Η αξιολόγηση της κατάστασης και η συναγωγή συμπερασμάτων για την αποτελεσματικότητα των έργων σταθεροποίησης των εδαφών και αναδάσωσης, για τον κίνδυνο διάβρωσης των δασικών εδαφών και την πρόβλεψη μελλοντικών πλημμυρικών φαινομένων, για το μελλοντικό κίνδυνο πυρκαγιάς και για το σχεδιασμό της μελλοντικής διαχείρισης του δάσους
  • Η συστηματοποίηση της υπάρχουσας γνώσης όσον αφορά τη συμπεριφορά των διαφόρων δασοπονικών ειδών απέναντι στις δασικές πυρκαγιές Η δημιουργία δασικού φυτωρίου σε συνδυασμό με την προώθηση δράσεων περιβαλλοντικής εκπαίδευσης και ενημέρωσης.

Εκτός από τους στόχους αυτούς και προκειμένου τα συμπεράσματα του προγράμματος να διαδοθούν ευρύτερα καλύπτοντας έτσι το έλλειμμα γνώσης που υπάρχει στην Ελληνική κοινωνία γύρω από τα θέματα αποκατάστασης των καμένων δασών, αποφασίστηκε, με πρόταση της διοίκησης και ιδιαίτερα του τότε Προέδρου του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου Δρ. Παναγή Μπενετάτου, την οποία υιοθέτησαν και οι επόμενες διοικήσεις, η εκπόνηση ειδικής έρευνας, η οποία με τίτλο «επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές» έπρεπε να καλύπτει με απλότητα, σαφήνεια και επάρκεια μια σειρά ζητημάτων που έχουν να κάνουν με το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα και προτάσεις για την αποκατάσταση διαταραγμένων από τις πυρκαγιές δασικών οικοσυστημάτων.

Με τους γενικούς αυτούς στόχους και με ειδικότερη αναφορά στο κεφαλαιώδους σημασίας ζήτημα της σωστής και επιτυχούς επιλογής ειδών κατά τις αναδασώσεις των πυρόπληκτων δασών της χώρας, διαμορφώθηκε έτσι και το περιεχόμενο του παρόντος συγγράμματος, το οποίο απευθύνεται προς όλους εκείνους τους επιστήμονες που ασχολούνται με θέματα αναδασώσεων στις πυρόπληκτες περιοχές καθώς και σε οποιονδήποτε πολίτη επιθυμεί να επιλέξει δασικά είδη προκειμένου να εμπλουτίσει την περιουσία του και περιλαμβάνει τις ακόλουθες θεματικές ενότητες.

Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα

Στην ενότητα αυτή γίνεται μια εκτενής αναφορά στα ζητήματα των δασικών πυρκαγιών, στοχεύοντας σε μια σφαιρική ενημέρωση γύρω από το φαινόμενο που λέγεται δασική πυρκαγιά, τις διαστάσεις του προβλήματος και τις επιπτώσεις του στο φυσικό και στο κοινωνικό περιβάλλον, καθώς και στη φιλοσοφία αντιμετώπισής του.

Το πρόβλημα αποκατάστασης των δασών που καίγονται στις πυρόπληκτες περιοχές.

Οι ενέργειες που δρομολογούνται αμέσως μετά από κάθε δασική πυρκαγιά παρουσιάζονται εδώ με μια διάθεση προβληματισμού και κριτικής προκειμένου να σκιαγραφηθούν τα προβλήματα που υπάρχουν και η φιλοσοφία που πρέπει να διέπει κάθε ενέργεια αναδάσωσης και γενικότερα παρέμβασης σε δασικά οικοσυστήματα που πλήττονται συχνά από δασικές πυρκαγιές.

Η βλάστηση των πυρόπληκτων δασών της χώρας

Μια σύντομη γνωριμία με τη βλάστηση των πυρόπληκτων δασών που κυρίως αφορούν τα μεσογειακά οικοσυστήματα, κρίθηκε αναγκαία εδώ πριν παρουσιαστεί το θέμα της επιλογής των ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές.

Η επιλογή δασικών ειδών για αναδασώσεις σε πυρόπληκτες περιοχές

Οι οικολογικές απαιτήσεις των ειδών της μεσογειακής ζώνης, η συμπεριφορά τους έναντι στη βασική απειλή της φωτιάς, οι αισθητικές ιδιότητες και οι επιδράσεις τους στους φυσικούς και βιολογικούς κύκλους των μεσογειακών οικοσυστημάτων, όπου αυτά ευδοκιμούν, είναι μερικές βασικές γνώσεις που πρέπει να κατέχει καθένας που επιχειρεί αναδάσωση καμένης έκτασης ή που απλά επηρεάζει αποφάσεις αναδάσωσης. Τη γνώση αυτή επιχειρεί το παρόν πόνημα να δώσει προς τους αναγνώστες του, με τρόπο απλό και κατανοητό για έναν μεγάλο σχετικά αριθμό ενδημικών και αυτοχθόνων δασικών ειδών που ευδοκιμούν στη μεσογειακή ζώνη βλάστησης, με τη φιλοδοξία για μια ελάχιστη συνδρομή στην προσπάθεια ανόρθωσης των δασικών οικοσυστημάτων των πυρόπληκτων δασών που καταβάλλεται από τις δασικές υπηρεσίες της χώρας.

Ευχαριστίες

Για την ευκαιρία αλλά και την οικονομική δυνατότητα να εκπονηθεί το παρόν σύγγραμμα εκφράζονται θερμές ευχαριστίες προς τη διοίκηση του Ταχυδρομικού Ταμιευτηρίου. Θερμές ευχαριστίες εκφράζονται επίσης και τη Διοίκηση του ΕΘΙΑΓΕ και του Ινστιτούτου Δασικών Ερευνών για την πολύπλευρη υποστήριξη που παρείχαν στους συντάκτες του παρόντος συγγράμματος. Για την τεχνική επιμέλεια της έκδοσης εκφράζονται επίσης θερμές ευχαριστίες στο δασολόγο κ. Δημήτρη Παλάσκα.
Θεσσαλονίκη, Μάιος 2001

Οι συντάκτες
Δρ. Π.Ν.Κωνσταντινίδης Δρ. Σ. Γκατζογιάννης
Εντεταλμένος Ερευνητής Τακτικός Ερευνητής
ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ ΙΔΕ/ ΕΘΙΑΓΕ


Πίνακας περιεχομένων
1. Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα. 11
Οικολογική σημασία των δασικών πυρκαγιών 12
Μεσογειακό κλίμα 13
Η μεσογειακή βλάστηση 14
Προσαρμογή της μεσογειακής βλάστησης στις δασικές πυρκαγιές 16
Οι πραγματικοί κίνδυνοι από τις δασικές πυρκαγιές. 18
Αίτια των δασικών πυρκαγιών 20
2. Το πρόβλημα της αποκατάστασης των καιγόμενων δασών στην Ελλάδα 22
3. Οι ζώνες βλάστησης της Ελλάδας. 26
4. Τα δασικά είδη των πυρόπληκτων περιοχών 31
Τα προτεινόμενα δασικά είδη 32
Δυνατότητες για επιτυχή επιλογή δασικών ειδών κατά την αναδάσωση εδαφών μετά από δασικές πυρκαγιές 35
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ ΤΩΝ ΚΑΤΑΛΛΗΛΩΝ ΠΡΟΣ ΑΝΑΔΑΣΩΣΗ ΔΑΣΙΚΩΝ ΕΙΔΩΝ 38
Επιστημονική ονομασία Acer platanoides L. 38
Επιστημονική ονομασία Acer pseudoplatanus L. 40
Επιστημονική ονομασία Acer sempervirens L. 42
Επιστημονική ονομασία Aesculus hippocastanum L. 44
Επιστημονική ονομασία Ailanthus altissima L. 46
Επιστημονική ονομασία Alnus glutinosa L. 48
Επιστημονική ονομασία Arbutus andrachne L. 50
Επιστημονική ονομασία Arbutus unedo L. 52
Επιστημονική ονομασία Asparagus acutifolius 54
Επιστημονική ονομασία Berberis vulgaris L. 55
Επιστημονική ονομασία Buxus sempervirens L. 56
Επιστημονική ονομασία Calycotome villosa Link 58
Επιστημονική ονομασία Carpinus betulus L. 59
Επιστημονική ονομασία Carpinus orientalis L. 61
Επιστημονική ονομασία Celtis australis L. 62
Επιστημονική ονομασία Ceratonia siliqua L. 64
Επιστημονική ονομασία Cercis siliquastrum L. 65
Επιστημονική ονομασία Cistus incanus creticus 67
Επιστημονική ονομασία Cistus salvifolius 68
Επιστημονική ονομασία Clematis flammula 70
Επιστημονική ονομασία Clematis vitalba L. 71
Επιστημονική ονομασία Colutea arborescens L. 73
Επιστημονική ονομασία Coronilla emeroides L. 74
Επιστημονική ονομασία Crataegus monogyna Jacq. 75
Επιστημονική ονομασία Cupressus sempervirens L. 77
Επιστημονική ονομασία Erica arborea L. 79
Επιστημονική ονομασία Erica manipuliflora Salisb. 80
Επιστημονική ονομασία Fraxinus angustifolia Vahl. 81
Επιστημονική ονομασία Fraxinus ornus 83
Επιστημονική ονομασία Juglans regia L. 85
Επιστημονική ονομασία Juniperus communis L. 86
Επιστημονική ονομασία Juniperus excelsa Bieb. 88
Επιστημονική ονομασία Laurus nobilis L. 90
Επιστημονική ονομασία Lonicera periclymenum L. 91
Επιστημονική ονομασία Myrtus communis L. 93
Επιστημονική ονομασία Nerium oleander L. 94
Επιστημονική ονομασία Olea europaea L. 96
Επιστημονική ονομασία Ostrya carpinifolia Scop. 97
Επιστημονική ονομασία Paliurus spina-christi Mill. 98
Επιστημονική ονομασία Phillyrea latifolia L. 99
Επιστημονική ονομασία Pinus brutia Mill. 100
Επιστημονική ονομασία Pinus halepensis Mill. 102
Επιστημονική ονομασία Pinus pinea L. 104
Επιστημονική ονομασία Pistacia lentiscus L. 105
Επιστημονική ονομασία Pistacia terebinthus L. 107
Επιστημονική ονομασία Platanus orientalis L. 108
Επιστημονική ονομασία Populus alba L. 109
Επιστημονική ονομασία Populus nigra L. 111
Επιστημονική ονομασία Populus tremula L. 113
Επιστημονική ονομασία Prunus mahaleb L. 115
Επιστημονική ονομασία Pyracanthus coccinea Roem. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus cerris L. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus coccifera L. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus frainetto Ten. 116
Επιστημονική ονομασία Quercus ilex 116
Επιστημονική ονομασία Quercus pubescens L. 116
Επιστημονική ονομασία Robinia pseudoacacia 116
Επιστημονική ονομασία Rosa canina 116
Επιστημονική ονομασία Salix alba L. 116
Επιστημονική ονομασία Salix fragilis 116
Επιστημονική ονομασία Sorbus torminalis 116
Επιστημονική ονομασία Spartium junceum 116
Επιστημονική ονομασία Tamarix pentandra 116
Επιστημονική ονομασία Tilia tomentosa 116
Επιστημονική ονομασία Viburnum tinus 116
Επιστημονική ονομασία Vitex agnus castus 116
Επεξηγήσεις για τη μελέτη και χρησιμοποίηση του πίνακα 2 116
Χρήση του πίνακα 116
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ 116


ΜΕΡΟΣ 1ο

Το πρόβλημα των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.

Η Ελλάδα διαθέτει αξιόλογο και αξιοζήλευτο δασικό πλούτο. Σύμφωνα με την τελευταία απογραφή είναι σημαντική η έκταση που κατέχουν τα δάση στη χώρας μας (25 εκατ. στρ.). Τα δάση αυτά έχουν την ικανότητα να παράγουν ανανεώσιμες πρώτες ύλες, όπως ξύλο, ρητίνη, καρπούς κ.ά.. Παράλληλα έχουν την ικανότητα να προσφέρουν στον άνθρωπο ύψιστης σημασίας ωφέλειες ως αποτέλεσμα των φυσικών λειτουργιών τους, όπως αυτές εκφράζονται μέσα από την υδρονομική προστασία, τη ρυθμιστική επίδραση στον κύκλο των νερών της βροχής και στις ευκαιρίες που παρέχουν στον καταπιεζόμενο σήμερα άνθρωπο των μεγαλουπόλεων, για αναψυχή και αναβάθμιση της ποιότητας ζωής του. Τέλος, τα φυσικά αποθέματα των δασών μας προσφέρουν μεγάλες υπηρεσίες, με το ρυθμιστικό τους ρόλο στο χώρο του περιβάλλοντος και την ικανότητά τους να προσφέρουν πολύτιμες ευκαιρίες για φυσική ζωή και εξέλιξη σ΄ ένα μεγάλο αριθμό ειδών και πληθυσμών του φυτικού και ζωικού βασιλείου. Εκτιμάται ότι η φυσική χλωρίδα στην Ελλάδα κατέχει, από άποψη βιοποικιλότητας, τη δεύτερη θέση στην Ευρώπη, μετά την Ιβηρική χερσόνησο, ενώ αξιοζήλευτη θέση διατηρεί και η άγρια πανίδα, τόσο με τα θηλαστικά της, όσο και με τα πουλιά που ενδημούν ή διέρχονται από τα ελληνικά δάση.

Τα δάση, παρά το γεγονός ότι αποτελούν σήμερα την καρδιά του φυσικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και μ΄ αυτό μια πολύτιμη πηγή ζωής και πολιτισμού για τους Έλληνες, εντούτοις βρίσκονται σε κίνδυνο. Απειλούνται τόσο από φυσικά αίτια (συχνές πυρκαγιές, διάβρωση, ερημοποίηση κλπ), όσο και από τις ανθρώπινες ενέργειες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση, εκχέρσωση κ.λ.π.) και διαχειριστικές αποφάσεις.

Οι δασικές πυρκαγιές, στις οποίες και επικεντρώνεται η προσοχή του παρόντος συγγράμματος, απετέλεσαν και αποτελούν μια εν δυνάμει αλλά ταυτόχρονα και μια αμφιλεγόμενη απειλή για τα δάση και τα δασικά οικοσυστήματα γενικότερα. Το βέβαιο είναι ότι οι δασικές πυρκαγιές αποτέλεσαν και θα αποτελούν και στο μέλλον προσδιοριστικό παράγοντα των εξελίξεων στα μεσογειακά οικοσυστήματα, γιατί το φαινόμενό τους, όχι μόνο δεν μπορεί να ελεγχθεί απόλυτα, αλλά και σε ορισμένες περιπτώσεις δεν κρίνεται σκόπιμο να εκλείψει, αφού πολλά από τα δασικά οικοσυστήματα των πυρόπληκτων περιοχών έχουν εξοικειωθεί, στην εξελικτική τους πορεία με το φαινόμενο αυτό, αναπτύσσοντας φυσικούς – βιολογικούς μηχανισμούς άμυνας, προσαρμογής και επιβίωσης.

Η έκταση των δασών και δασικών εκτάσεων που κάθε χρόνο καίγονται, κυμαίνεται, ανάλογα με τις εκάστοτε καιρικές συνθήκες, σε ευρέα όρια, από μερικές δεκάδες χιλιάδες, μέχρι μερικά εκατομμύρια στρέμματα. Την περίοδο 1974 μέχρι 1996 εκαίγοντο ετησίως, κατά μέσο όρο 423 χιλιάδες στρέμματα. Από τις εκτάσεις αυτές 165 χιλ. στρ. ήταν δασοσκεπείς (39%), 177 χιλ. στρ. (42%) μερικώς δασοσκεπείς και 81 χιλ. στρ. (19%) χορτολιβαδικές εκτάσεις ή βοσκότοποι.

Οι δασικές πυρκαγιές αντιμετωπίζονται μέχρι σήμερα ως μια απειλή εξαιτίας των σοβαρών συνεπειών τους, τόσο στο φυσικό περιβάλλον, όσο και στις ανθρώπινες κοινωνίες που διαβιούν στις πυρόπληκτες περιοχές. Η σύγχρονη όμως έρευνα αναδεικνύει το διπλό ρόλο που έχουν να παίξουν οι πυρκαγιές στο μεσογειακό χώρο, τόσο ως οικολογικού παράγοντα που διαμορφώνει τις εξελίξεις στα μεσογειακά οικοσυστήματα, όσο και ως φυσικού κινδύνου και απειλή πρόκλησης σοβαρών καταστροφών στον άνθρωπο και το φυσικό του περιβάλλον.

Οικολογική σημασία των δασικών πυρκαγιών

Ο ρόλος της φωτιάς στη δημιουργία και ανάπτυξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων φαίνεται να μην είναι ευρύτερα κατανοητός εξαιτίας της ανθρώπινης παρέμβασης, είτε μέσω των αναδασώσεων, είτε και της οικονομικής του δραστηριότητας (ανεξέλεγκτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων, οικοπεδοποιήσεις, εκχερσώσεις για γεωργικές καλλιέργειες κ.λ.π.) ή και άλλων μεταπυρικών παρεμβάσεων.

Σήμερα, οι παρατηρήσεις επιστημόνων από ολόκληρο τον κόσμο καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι οι δασικές πυρκαγιές σε περιοχές του πλανήτη με ξηροθερμικό τύπο κλίματος, όπως είναι ο μεσογειακός, συνιστούν οικολογικό παράγοντα (αποτελούν δηλαδή μια οικολογική αναγκαιότητα) και ότι η αντιμετώπισή τους πρέπει να ακολουθεί κανόνες και λογικές, που εφαρμόζονται και στα υπόλοιπα φυσικά φαινόμενα. Δεν πρέπει δηλαδή να επιδιώκεται η εξάλειψη του φαινομένου, αλλά η μείωση των δυσμενών επιπτώσεων που προκαλεί. Πραγματική αντι­με­τώπιση της φωτιάς μπορεί να γίνει μόνο όταν τη δούμε ως ένα φυσικό φαινόμενο, τη μελετή­σου­με χωρίς προκατάληψη και αντιληφθούμε τον πραγματικό της ρόλο στη λειτουργία και εξέλιξη των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Η συνύπαρξη μεσογειακού κλίματος, μεσογειακής βλάστησης και δασικών πυρκαγιών δημιουργεί τόσο έντονες και δυναμικές σχέσεις που αν δεν τις λάβουμε υπόψη κατά τους σχεδιασμούς πρόληψης και αντιμετώπισης των πυρκαγιών ή και κατά τη διαχείριση μεταπυρικών καταστάσεων, τότε τα αποτελέσματα των ενεργειών μας δεν μπορεί να είναι παρά απογοητευτικά και όχι σπάνια καταστροφικά.

Οι ακραίες κλιματεδαφικές συνθήκες των πυρόπληκτων μεσογειακών περιοχών δεν αφήνουν περιθώρια για λανθασμένες επιλογές, γιατί η μεσογειακή βλάστηση βρίσκεται διαρκώς σε λεπτή ισορροποία, έτσι ώστε μικρές διαταραχές να μπορούν εύκολα να οδηγούν σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. Η γνώση επομένως των οικολογικών ιδιαιτεροτήτων των μεσογειακών οικοσυστημάτων, είναι προϋπόθεση για τον καθένα που επιχειρεί παρεμβάσεις στα συστήματα αυτά, ανεξάρτητα από τους στόχους της παρέμβασης.

Από το πλήθος των παραγόντων του περιβάλλοντος, ιδιαίτερη σημασία για την εξέλιξη των δασικών οικοσυστημάτων έχουν εκείνοι που δημιουργούν τις προ­ϋ­ποθέσεις επιβίωσης και ανάπτυξης των φυτών. Το κλίμα (θερμοκρασία, βροχοπτώσεις, φως, αέρας κλπ.) μιας περιοχής, που είναι το αποτέλεσμα μακροχρόνιων διεργασιών μεταφοράς ενέργειας από τον ήλιο προς τη γη και από εκεί προς την ατμόσφαιρα και το διάστημα, έχει για παράδειγμα πολύ ση­μαν­τική επίδραση στην εμφάνιση της φυσικής βλάστησης στον πλα­νή­τη μας.

Μεσογειακό κλίμα

Ο μεσογειακός τύπος κλίματος χαρακτηρίζεται από ξηρά και θερμά καλοκαίρια, με μέτρια υγρούς και όχι ιδιαίτερα ψυχρούς χειμώνες. Ο τύπος αυτός κλίματος, αλλά και το οικοσύστημα που τον συνοδεύει, έχει περιορισμένη εξάπλωση στη γήινη επιφάνεια και δημιουργήθηκε σχετικά πρόσφατα (πλειστόκαινο). Αρκετοί επιστήμονες πιστεύουν, ότι ο κλιματικός αυτός τύπος διατηρεί­ται χάρη στα ψυχρά ωκεάνια ρεύματα, τα οποία αν εκλείψουν τότε μαζί τους θα εκλείψει και το μεσογειακό κλίμα.

Τα μεσογειακά περιβάλλοντα βρίσκονται περίπου 30° έως 40° βόρεια και νότια του ισημερινού (εικόνα 1). Πρόκειται για τη λεκάνη της Μεσογείου, την Καλιφόρνια, τη Χιλή, τη Νότια Αφρική και τη Νοτιοδυτική και Νότια Αυστραλία. Είναι περιοχές όπου η καμπύλη του βαθμού θέρμανσης (σύμφωνα με το γεωγραφικό πλάτος) έχει τη μεγαλύτερη ταύτιση με τη καμπύλη ακτινοβολίας του πλανήτη. Επίσης βρίσκονται στο μεταίχμιο μεταξύ ξηρών περιοχών προς τον ισημερινό και των ψυχρών και υγρών περιοχών προς τους πόλους, καθώς επίσης και των υγρών και ύφυγρων περιοχών προς τα ανατολικά όπου οι θερμοκρασιακές διακυμάνσεις είναι μεγαλύτερες.

Ο κρίσιμος κλιματικός παράγοντας που επηρεάζει την εξάπλωση των μεσο­γειακών οικοσυστημάτων φαίνεται ότι είναι οι χαμηλές θερμοκρασίες του χειμώνα. Όταν οι μέσες κατώτερες θερμοκρασίες είναι μικρότερες του μηδενός τότε είναι δύσκολο να ευδοκιμήσουν οι αείφυλλοι – σκληρόφυλλοι μεσογειακοί θάμνοι.

Ένας ακόμη παράγοντας που επηρεάζει αποφασιστικά την εξάπλωση των αείφυλλων πλατύφυλλων ειδών είναι και τα υδατικά αποθέματα κατά την καλοκαιρινή περίοδο και ιδιαίτερα το ύψος και η κατανομή των βροχοπτώσεων στις διάφορες εποχές. Ετήσιες βροχοπτώσεις που δεν ξεπερνούν τα 200 χιλιοστά λειτουργούν αποτρεπτικά για την ευδοκίμηση της μεσογειακής βλάστησης. Σε περιοχές όπου το διαθέσιμο για τα φυτά υδατικό δυναμικό χειροτερεύει, εξαιτίας απογύμνωσης από πυρκαγιές, υπερβόσκηση ή άλλες αιτίες, τότε αναπτύσσεται εκεί μια άλλη μορφή χαμηλότερης βλάστησης αποτελούμενη κυρίως από ημισφαιρικούς φυλλοβόλους ακανθώδεις θάμνους, που είναι γνωστή παγκοσμίως ως «φρύγανα». Τα φρύγανα προσαρμοζόμενα ακόμα και στα πλέον υποβαθμισμένα εδάφη είναι το τελευταίο σκαλί υποβάθμισης ενός δασικού οικοσυστήματος, αλλά ταυτόχρονα και αφετηρία για ανάκαμψη προς ανώτερες μορφές δάσους, αν δημιουργηθούν οι κατάλληλες γι’ αυτό προϋποθέσεις (προστασία, καλλιεργητικοί χειρισμοί κ.ά.).

Η μεσογειακή βλάστηση

Οι περιοχές που έχουν μεσογειακό κλίμα, παρά το γεγονός ότι είναι απομακρυσμένες η μία από την άλλη, εντούτοις ανέπτυξαν έναν κοινό τύπο βλάστησης, με ιδιαίτερη μορφή και σύνθεση και προσαρμοσμένο στις ιδιόμορφες θερμικές, υδατικές, φυσικές και λοιπές συνθήκες της μεσογειακής ζώνης, καθώς και στις συχνές πυρκαγιές και τη συχνή επιβάρυνσή τους από την κτηνοτροφία. Στη χώρα μας, στις περιοχές αυτές, έχουν το άριστο της ανάπτυξής τους οι αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι που σχηματίζονται από είδη όπως η κουμαριά, ο σχίνος, το πουρνάρι, το φιλλύκι, η αριά, ο ασπάλαθος, η ξυλοκερατιά. Η ποώδης βλάστηση στις περιοχές αυτές ή απουσιάζει τελείως μην αντέχοντας την αλληλοπάθεια και τον ανταγωνισμό σε φως και νερό των θάμνων ή η παρουσία της είναι φτωχή περιοριζόμενη κυρίως στα κράσπεδα και τα διάκενα των δασοσκεπών εκτάσεων. Η παρουσία κωνοφόρων ειδών, όπως είναι η χαλέπιος πεύκη (Pinus halepensis), η τραχεία πεύκη (Pinus brutia), η κουκουναριά (Pinus pinea) και άλλα είδη, συμπληρώνουν τη σύνθεση της μεσογειακής βλάστησης.

Ο ιδιόμορφος αυτός τύπος βλάστησης πήρε διαφορετικά ονόματα στις διάφορες περιοχές της γης. Έτσι ονομάζονται maquis στη Γαλλία, το Ισραήλ και την Ελλάδα, macchia στην Ιταλία, matorral στη Χιλή και την Ισπανία, chaparral στην Καλιφόρνια, renosterveld στη Νότια Αφρική και mallee στην Αυστραλία. Κοινό όμως επιστημονικό όνομα που χαρακτηρίζει διεθνώς τη μεσογειακή μορφή βλάστησης, είναι το όνομα “αείφυλλοι σκληρόφυλλοι θάμνοι”.

Το φαινόμενο της αειφυλλίας, η δημιουργία δερματωδών φύλλων, το κλείσιμο των στομάτων και η αναστολή της λειτουργίας κατά τις θερμές ώρες ξηρών εποχών, τα αγκάθια στον κορμό και τα φύλλα και η ύπαρξη δηλητηριωδών ουσιών που αποτρέπουν τη βόσκησή τους από κτηνοτροφικά και άγρια ζώα, είναι μερικοί από τους μηχανισμούς προσαρμογής που ανέπτυξαν τα είδη της μεσογειακής βλάστησης προκειμένου να επιβιώσουν στις οικολογικές συνθήκες που επικρατούν στα μεσογειακά περιβάλλοντα.

Τα κυριότερα είδη της Μεσογειακής βλάστησης είναι αείφυλλα. Η αειφυλλία είναι μια προσαρμογή που εξυπηρετεί την εξοικονόμηση ύδατος στην αρχή της βλαστητικής περιόδου. Εκτιμάται ότι τα φυλλοβόλα είδη καταναλώνουν κατά την εποχή έκπτυσσης των φύλλων τους πενταπλάσια ποσότητα νερού από ότι τα κωνοφόρα.

Η ανάγκη εξοικονόμησης νερού δημιούργησε επίσης δύο μορφές φύλλων: τα βελονόμορφα ή λεπιόμορφα (πεύκα, ρείκια κ.λ.π.) με μικρή επιφάνεια και τα μεγάλης επιφάνειας δερματώδη φύλλα (κουμαριές, αγριελιές, σχίνα κ.λ.π.) τα οποία χάρη στην ύπαρξη στρωμάτων κηρωδών ουσιών κάτω από την επιδερμίδα τους, μειώνουν την απώλεια ύδατος μέσω της εφυμενικής διαπνοής, δηλαδή της διαπνοή που γίνεται μέσω της επιδερμίδας των φύλλων (σκληροφυλλία).

Άλλος μηχανισμός εξοικονόμησης νερού κατά τις θερμές ώρες της ημέρας είναι και το κλείσιμο των στοματίων. Όταν τα μεσημέρια οι θερμοκρασίες ανεβαί­νουν πολύ υψηλά και η ένταση της διαπνοής αυξάνεται τότε, εφόσον τα εδαφικά αποθέματα νερού είναι χαμηλά, κλείνουν αυτόματα τα στόματα των φύλλων και έτσι το φυτό σταματά προσωρινά τη διαδικασία της αφομοίωσης. Εάν δεν συνέβαινε αυτό, θα υπήρχε μεν μεγαλύτερη αύξηση του φυτού, την οποία όμως θα ακολουθούσε ξήρανση, γιατί πολύ σύντομα θα είχαν εξαντληθεί τα υδατικά αποθέματα. Με τον τρόπο αυτόν κάθε φυτικό είδος συμβάλλει στην εξοικονόμηση υγρασίας και στην επιβίωση της φυτοκοινότητας ως συνόλου. Κατά συνέπεια είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς τις αρνητικές επιπτώσεις που μπορεί να προκύψουν από μια ενδεχόμενη εισαγωγή στις εν λόγω φυτοκοινότητες ειδών, που δεν διαθέτουν την ειδική αυτή προσαρμογή.

Για να μπορέσουν να ελέγξουν τα υδατικά αποθέματα του εδάφους, απέκτησαν ορισμένα από τα μεσογειακά είδη την ικανότητα να διαχέουν στο έδαφος ουσίες που είναι ανασταλτικές για τη φύτρωση των σπόρων ή την αύξηση του ριζικού συστήματος των φυταρίων (φαινόμενο αλληλο­πάθειας). Με τον τρόπο αυτό η αναγέννηση από σπόρους μέσα σε δάση αείφυλλων πλατυφύλλων θάμνων είναι ιδιαίτερα δύσκολη. Αυτό συμβαίνει και με τους θάμνους και τα δένδρα που πολλαπλασιάζονται μόνο με σπόρους, όπως για παράδειγμα τα θερμόβια πεύκα (χαλέπιος και τραχεία), που αποτελούν βασικά στοιχεία της μεσογειακής βλάστησης. Εάν δηλαδή δεν υπάρξει μείωση της αλληλοπάθειας στο έδαφος, κινδυνεύουν τα είδη αυτά να εκτοπισθούν από μια περιοχή. Η φωτιά είναι ένα μέσο που διαθέτει η φύση για τον καθαρισμό του εδάφους, γεγονός που εξηγεί και την οικολογική σχέση μεταξύ δασικών πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων.

Προσαρμογή της μεσογειακής βλάστησης στις δασικές πυρκαγιές

Όμως τα φυτά πρώτα από όλα έπρεπε να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους, από την ίδια τη φωτιά, προκειμένου να επιτύχουν τη συνέχειά τους. Έτσι η μεσογειακή βλάστηση ανέπτυξε ειδικούς μηχανισμούς επιβίωσης από τις φλόγες των δασικών πυρκαγιών. Οι πρώτοι μελετητές αυτής της συμπεριφοράς έφθασαν (όχι αδικαιολόγητα) στο ακραίο συμπέρασμα ότι τα μεσογειακά είδη επιθυμούν τη φωτιά. Έτσι δόθηκε σ΄ αυτά η ονομασία “πυρόφιλα”. Η λέξη αυτή αντικαταστάθηκε αργότερα από τη λέξη “πυρόφυτα“, για να αποφευχθούν πιθανές παρεξηγήσεις αλλά και να επισημανθεί το γεγονός ότι τα φυτά αυτά μπορούν να διεξέλθουν μιας δασικής πυρκαγιάς χάρη στους μηχανισμούς αντοχής που διαθέτουν απέναντι στη φωτιά, αλλά και της ταχύτατης φυσικής αναγέννησής τους μετά από αυτήν.

Τα πυρόφυτα είδη διακρίνονται σε παθητικά και σε ενεργητικά πυρόφυτα. Τα παθητικά πυρόφυτα εμφανίζουν απλά υψηλό βαθμό αντοχής στις φλόγες και τις υψηλές θερμοκρασίες της φωτιάς, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανισμών (μηχανικών, φυσικοχημικών κ.ά.), όπως είναι για παράδειγμα η φελλοφόρος δρυς με τον παχύ φλοιό που δύσκολα καίγεται και προστατεύει το κάμβιο από υπερθέρμανση, το αρμυρίκι και διάφορες δρύες που παρουσιάζουν χαμηλή ευπάθεια στη φωτιά, λόγω υψηλής περιεκτικότητας μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους, η κουκουναριά που με τη φυσική αποκλάδωση απομακρύνει τα κλαδιά της από το έδαφος και τις έρπουσες πυρκαγιές, καθώς και διάφορα γεώφυτα και φτέρες που φυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.

Τα ενεργητικά πυρόφυτα είναι αυτά που ο μηχανισμός αναπαραγωγής τους ενεργοποιείται αμέσως μετά τη φωτιά. Ο μηχανισμός αυτός οδηγεί στη φυσική αναγέννηση της βλάστησης είτε μέσω της βλαστητικής οδού (ριζοβλάστηση και πρεμνοβλάστηση), όπως συμβαίνει στο πουρνάρι, στην κουμαριά, στο δεδρώδες ρείκι, στην άρκευθο και στους περισσότερους μεσογειακούς θάμνους, είτε μέσω των σπόρων που προστατεύονται (συνήθως μέσα στους κώνους ή μέσα στο έδαφος) κατά τη διάρκεια της φωτιάς, για να ελευθερωθούν αμέσως μετά και να οδηγήσουν στην αναγέννηση της καμένης έκτασης, όπως συμβαίνει με τα κωνοφόρα είδη της μεσογειακής βλάστησης, δηλαδή τη χαλέπιο και την τραχεία πεύκη καθώς και με τα λαδάνια.

Αξίζει εδώ να αναφερθούμε αναλυτικότερα στο μηχανισμό αντίστασης και προσαρμογής των ειδών στις συνθήκες που διαμορφώνονται στις πυρόπληκτες περιοχές, σε ότι αφορά τους αείφυλλους θάμνους και τα κωνοφόρα είδη.

Προσαρμογή των θάμνων

Οι αείφυλλοι θάμνοι ανα­νεώνουν ένα μέρος των φύλλων τους ακόμη και το καλοκαίρι με αποτέλεσμα να διατηρείται συνεχώς ένα παχύ στρώμα καύσιμης ύλης πάνω στο έδαφος, γεγονός που ευνοεί την εκδήλωση και μετάδοση της φωτιάς. Στο φυλλό­στρω­μα αυτό πρέπει να συνυπο­λο­γι­στεί και η νεκρή βιομάζα των ετή­σιων ποωδών φυτών που φυ­τρώ­νουν στα διάκενα και στα μονοπάτια του δάσους. Οι θάμνοι της μεσογειακής βλάστησης περιέχουν συνήθως αιθέρια έλαια και αρωματικές ουσίες κατά κανόνα εύφλεκτες. Τα θρεπτικά συστατικά των θάμνων αποθηκεύονται στο πλούσιο ριζικό σύστημα, ενώ κοιμώμενοι οφθαλμοί διατηρούνται ανενεργοί σε ολόκληρη τη ζωή του φυτού, λίγο κάτω από την επιφάνεια του εδάφους, προστατευόμενοι από τη φωτιά. Η κουμαριά, το δενδρώδες ρείκι, η άρκευθος, το φιλλύκι και άλλοι θάμνοι παράγουν τους νέους βλαστούς από ένα «ρίζωμα» που βρί­σκεται κάτω από το έδαφος και μοιάζει με ρόζο. Ο ρόζος αυτός σε πολλές περιπτώσεις παρουσιάζει και οικονομικό ενδιαφέρον γιατί είναι υψηλής αντοχής (σκληρός) και χρησιμοποιείται στην επιπλοποιία και την κατασκευή της πίπας των καπνιστών. Εάν ένα δάσος καεί τότε η ταχύτητα ανάπτυξης των πρεμνοβλαστημάτων τον πρώτο χρόνο μετά τη φωτιά είναι πολύ μεγάλη (διότι οι θάμνοι εκμεταλλεύονται τις ήδη υπάρχουσες αποθησαυριστικές ουσίες των ριζών τους). Με τον τρόπο αυτόν προστατεύεται ταυτόχρονα και το έδαφος από διαβρώσεις. Οι περισσότεροι θάμνοι έχουν επίσης την ικανότητα να ριζοβλαστάνουν ενεργοποιώντας κοιμώμενους οφθαλμούς των ριζών, που βρίσκονται πολύ κοντά στην επιφάνεια του εδάφους, αμέσως μετά τη φωτιά. Το πουρνάρι, για παράδειγμα, βλαστάνει από τις ρίζες αλλά και από τη βάση του κορμού.

Οι έρευνες έδειξαν ότι οι θάμνοι που «ενοχοποιούνται» για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, όπως η σουσούρα, πρεμνοβλαστάνουν με καθυστέρηση δύο ή τριών χρόνων μετά τη φωτιά, δίνοντας έτσι τον απαραίτητο χρόνο ριζοβλάστησης των φυταρίων της πεύκης και άλλων ειδών.

Προσαρμογή των πεύκων

Τα θερμόβια πεύκα και ιδιαίτερα η χαλέπιος και η τραχεία πεύκη, χαρακτηρίζονται ως ενεργητικά πυρόφυτα, γιατί αναγεννιόνται με τη διασπορά σπόρων που ελευθερώνονται από τους κώνους μετά από κάθε φωτιά. Η χαλέπιος πεύκη αρχίζει να σπερμοφορεί σε μικρή ηλικία και οι κώνοι της ωριμάζουν συνήθως τον τρίτο από την εμφάνισή τους χρόνο. Ένας αριθμός κώνων ανοίγει αμέσως μετά την ωρίμανση και οι σπόροι πέφτουν στο έδαφος μέχρι το επόμενο φθινόπωρο, ενώ άλλοι την επόμενη χρονιά ή και τη μεθεπόμενη. Μεγάλο μέρος όμως των κώνων παραμένει κλειστό στα κλαδιά με σπόρους ικανούς να βλαστήσουν ακόμα και για διάστημα μεγαλύτερο των πέντε χρόνων. Το γεγονός αυτό, δηλαδή της ωρίμανσης και της διατήρησης πάνω στα δένδρα ώριμων σπόρων, αποτελεί σπάνιο φαινόμενο. Οι κώνοι αυτοί δεν καταστρέφονται από πυρκαγιές μέτριας ή μικρής έντασης και διατηρούν μεγάλο μέρος της φυτρωτικής τους ικανότητας και μετά την πυρκαγιά. Όταν εκδηλωθεί πυρκαγιά, το σκληρό κέλυφος των κουκουναριών που προφυλάσσει τους σπό­­ρους ανοίγει, υπό την επίδραση των υψηλών θερμοκρασιών και απελευθερώνει μόλις οι φλόγες σβήσουν, τους σπόρους προκαλώντας έτσι ένα είδος σποράς και φυσικής αναγέννησης των καμένων εκτάσεων.

Μια άλλη μορφή ενεργητικής πυροφυτικής αντίδρασης είναι αυτή που ανέπτυξαν τα εί­δη της οικο­γένειας Cistaceae (λαδά­νια). Αυ­τά αναπτύ­σ­σον­ται συχνά σε πυκνούς σχηματισμούς με ψη­λό βαθμό κάλυψης και σε ζώνες όπου οι φωτιές είναι συ­χνές. Τα λαδάνια έχουν πολύ μικρούς σπόρους οι οποίοι εκτός από το ότι εισχω­ρούν βαθιά στο έδαφος και γλιτώνουν έτσι την καταστροφή, μπορούν επίσης να μεταφερθούν με τον άνεμο (λόγω του μικρού βάρους των), στην καμένη έκταση από γειτονικές περιοχές.

Χρήσιμο συμπέρασμα

Από την ιδιόμορφη αυτή οικολογική συμπεριφορά των ειδών της μεσογειακής βλάστησης προκύπτει ένα βασικό συμπέρασμα που πρέπει να έχει υπόψη του ο μεταπυρικός σχεδιαστής της αποκατάστασης των καμένων οικοσυστημάτων.

Τα είδη της μεσογειακής βλάστησης, λόγω της άριστης προσαρμογής τους στις ιδιαιτερότητες του μεσογειακού κλίματος, είναι αναντικατάστατα. Αυτό σημαίνει ότι οποιαδήποτε προσπάθεια εισαγωγής νέων ειδών που δεν διαθέτουν τους μηχανισμούς επιβίωσης απέναντι στη φωτιά πρέπει να θεωρείται εκ προοιμίου ως αποτυχημένη, δεδομένου ότι η φωτιά είναι ένα ενδεχόμενο που στις ξηροθερμικές κλιματικές συνθήκες, σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποκλειστεί. Και τότε, δηλαδή στην περίπτωση αλλαγής του είδους, οι συνέπειες μιας ενδεχόμενης πυρκαγιάς είναι πολύ μεγαλύτερες και συχνά μη αναστρέψιμες. Αντίθετα, οι πυρκαγιές στη μεσογειακή ζώνη αλλά και οι αναδασώσεις με είδη της μεσογειακής βλάστησης, δεν συνδέονται κατ’ ανάγκη με μη αναστρέψιμες επιπτώσεις, εκτός αν εξωγενείς παράγοντες (υπερβόσκηση, οικοπεδοποίηση κ.ά.) διαταράξουν τη φυσική πορεία των πραγμάτων ή η συχνότητα των πυρκαγιών στην ίδια περιοχή είναι τέτοια, που δε δίνει τη δυνατότητα ολοκλήρωσης των αυστηρών φυσικών κύκλων και διεργασιών που προσδιόρισε η φύση για τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα.

Οι πραγματικοί κίνδυνοι από τις δασικές πυρκαγιές

Παρά την οικολογική διάσταση και τη σημασία των δασικών πυρκαγιών, οι συνέπειές τους, όταν αυτές αποκτούν μεγάλες διαστάσεις, επαναλαμβάνονται συχνά και συνδυάζονται με λανθασμένους μεταπυρικούς χειρισμούς είναι καταστροφικές, τόσο για το φυσικό περιβάλλον όσο και για τις ανθρώπινες κοινωνίες που ζουν και δραστηριοποιούνται στο χώρο των πυρόπληκτων δασών.

Σε μια τέτοια περίπτωση εμφανίζεται μια διαδοχική υποβάθμιση, η οποία από ένα σημείο και μετά καθίσταται μη αναστρέψιμη:

  • Καταστροφή της βλάστησης -> διάσπαση δασικών σχηματισμών -> απώλεια ειδών και μείωση βιοποικιλότητας -> διατάραξη του κύκλου ζωής της άγριας πανίδας -> υποβάθμιση και οπισθοδρόμηση των δασικών οικοσυστημάτων ->ερημοποίηση.
  • Καταστροφή του προστατευτικού μανδύα -> έλλειψη προστασίας και διάβρωση εδαφών -> απώλεια παραγωγικού εδάφους, διατάραξη του κύκλου των θρεπτικών στοιχείων και μείωση της γονιμότητας -> διατάραξη του υδρολογικού κύκλου, λειψυδρία και πλημμυρικά φαινόμενα -> πρόκληση ζημιών σε έργα πολιτισμού και απώλεια ανθρώπινων ζωών -> κόστος αποκατάστασης και αναδημιουργίας του δάσους.
  • Εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα -> επιβάρυνση της ατμόσφαιρας -> επίταση του φαινομένου του θερμοκηπίου -> αλλαγές στο κλιματικό περιβάλλον.
  • Υποβάθμιση δασικών λειτουργιών -> μείωση της προσφοράς του δάσους προς τον άνθρωπο.

Εκτός από τη διατάραξη του οικοσυστήματος και τις επιπτώσεις στις φυσικές διεργασίες και στην ποιότητα του περιβάλλοντος, σημαντικές είναι και οι επιπτώσεις των συχνών δασικών πυρκαγιών και στον παραγωγικό τομέα της δασοπονίας. Η εμφάνιση των δασικών πυρκαγιών χωρίς την παρουσία του ανθρώπου εκτιμάται 120-150 χρόνια. Όπως η αύξηση των ακούσιων και εκούσιων εμπρησμών, έχει μειώσει τραγικά αυτόν τον χρόνο. Η εμφάνιση συχνών πυρκαγιών σ΄ ένα δασικό σύμπλεγμα οδηγεί αναπόφευκτα σε αναστολή και πολύ συχνά σε μείωση της παραγωγικής ικανότητάς του, αλλά και σε υποβάθμιση των παραγωγικών διαδικασιών των δασικών εκμεταλλεύσεων συνολικότερα.

Προβλήματα αειφορικής διαχείρισης των δασών προκαλούνται επίσης, λόγω ακριβώς της ακανόνιστης και συνήθως μη προβλέψιμης εμφάνισης των δασικών πυρκαγιών, τις τελευταίες δεκαετίες. Όλα αυτά μεταφράζονται τελικά και σε οικονομικό κόστος, το οποίο προστιθέμενο στις πραγματοποιούμενες ήδη δαπάνες για την πρόληψη και την καταστολή των δασικών πυρκαγιών, διαμορφώνει μια σοβαρή πηγή εξόδων για τις δασικές εκμεταλλεύσεις και τη δασοπονία γενικότερα.

Ο κύκλος των επιπτώσεων και των απωλειών δεν σταματάει στο χώρο όπου εκδηλώνεται η φωτιά, αλλά επεκτείνεται και πέραν αυτού, δεδομένου του ρυθμιστικού ρόλου του δάσους στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον. Οι πλημμύρες στις γεωργικές και κατοικημένες εκτάσεις που βρίσκονται σε χαμηλότερα σημεία των περιοχών που καίγονται, η μείωση των αποθεμάτων νερού και η λειψυδρία είναι μερικές από τις αναμενόμενες επιπτώσεις της αύξησης των δασικών πυρκαγιών στο ευρύτερο φυσικό και κοινωνικό περιβάλλον, χωρίς να παραγνωρίζονται βέβαια και οι απώλειες ανθρώπινων ζωών και περιουσιών που συνοδεύουν συχνά μεγάλες δασικές πυρκαγιές.

Αίτια των δασικών πυρκαγιών

Οι υψηλές θερμοκρασίες, η ξηρή ατμόσφαιρα και οι δυνατοί άνεμοι του θέρους είναι οι βασικές γενεσιουργές αιτίες για την εκδήλωση και τη μετάδοση των δασικών πυρκαγιών. Προϋπόθεση βεβαίως για την εκδήλωση μιας πυρκαγιάς είναι η ύπαρξη βιομάζας, ικανής (σε ποιότητα, ποσότητα και διάταξη στο χώρο) να αποτελέσει καύσιμη ύλη για την πυρκαγιά.
Η βιομάζα των δασών, παρά το γεγονός ότι είναι οργανική ουσία, εντούτοις δεν αποτελεί στο σύνολό της καύσιμο υλικό για μια δασική πυρκαγιά. Το υλικό που καίγεται είναι κυρίως τα φύλλα, οι βελόνες και τα λεπτά μέρη κλάδων των θάμνων και των δένδρων, καθώς και τα χόρτα και φρύγανα που υπάρχουν στον υπόροφο ή στα διάκενα των δασών.

Συνεπώς, η εκδήλωση και η εξέλιξη μιας πυρκαγιάς, εξαρτώνται άμεσα από την ποσότητα της καύσιμης ύλης που διατηρεί ένας δασικός σχηματισμός, καθώς και από την κατάσταση στην οποία αυτή βρίσκεται, ιδιαίτερα σε ότι αφορά την περιεχόμενη υγρασία και τη διάταξή της στο χώρο. Όταν, για παράδειγμα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα νεκρής και ξηρής βιομάζας φύλλων και λεπτών κλάδων σε ένα δασικό σχηματισμό και η βιομάζα αυτή παρουσιάζει μια συνέχεια στο χώρο, τότε είναι προφανές ότι ο δασικός αυτός σχηματισμός είναι επιρρεπής στη φωτιά και ο κίνδυνος πυρκαγιάς πολύ μεγάλος.

Όλα αυτά επισημαίνουν μια κατάσταση στην οποία πρέπει να δίνεται η πρέπουσα προσοχή κατά τον αντιπυρικό σχεδιασμό, ότι δηλαδή η αντοχή και αντίσταση ενός δάσους απέναντι στη φωτιά δεν εξαρτάται μόνο από το δασικό είδος, αλλά και από τις δομές που αυτό σχηματίζει και προπάντων από το χειρισμό στον οποίο υποβάλλεται κατά την καλλιέργεια και εν γένει τη διαχείρισή του.

Αν στα στοιχεία αυτά (κλίμα και καύσιμη ύλη), που αποτελούν και το «υπόστρωμα» μιας δασικής πυρκαγιάς, προστεθούν και παράγοντες όπως είναι το ανάγλυφο μιας περιοχής, η καθ’ ύψος ζώνωση της βλάστησης και τέλος ο άνθρωπος, τότε συμπληρώνεται το πλέγμα παραγόντων που επηρεάζει καθοριστικά τόσο το βαθμό κινδύνου και τη συμπεριφορά μιας δασικής πυρκαγιάς όσο και η ικανότητα αντίστασης του δάσους απέναντι στις φλόγες.

Αν εξετάσει κανείς τις αιτίες στις οποίες αποδίδεται μέχρι σήμερα η πρόκληση των δασικών πυρκαγιών θα διαπιστώσει ότι ο ανθρώπινος παράγοντας, παίζει έναν πολύ σημαντικό ρόλο, σε βαθμό μάλιστα τέτοιο ώστε να χαρακτηρίζονται οι δασικές πυρκαγιές αντί για φυσικά, ως ανθρωπογενή πλέον φαινόμενα. Ο ρόλος του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα πρόσφατων ερευνών σύμφωνα με τις οποίες: το 18 % των πυρκαγιών αποδίδεται σε εκούσιους εμπρησμούς, το 24% σε καύση βοσκοτόπων και αγρών, το 56 % σε άλλες αιτίες μεταξύ των οποίων η αμέλεια και μόλις το 2% σε φυσικές αιτίες (κεραυνοί, αυτοανάφλεξη κ.ά.).

Ο ρόλος αυτός του ανθρώπου στην πρόκληση των δασικών πυρκαγιών δεν είναι τυχαίος αλλά οφείλεται σε συγκεκριμένες αιτίες που έχουν να κάνουν κυρίως με κοινωνικά ζητήματα, όπως είναι το δημογραφικό πρόβλημα και η αστυφιλία, η έλλειψη χωροταξικού σχεδιασμού και η υπερμεγένθυση των μεγάλων αστικών κέντρων, η έλλειψη υποδομών κτηματολογίου και χαρτογράφησης των δασών και τέλος η αδυναμία της κρατικής διοίκησης για έναν αποτελεσματικό έλεγχο και διαχείριση του προβλήματος των δασικών πυρκαγιών.

Ένας φαύλος κύκλος γεγονότων εκτυλίσσεται εξαιτίας των κοινωνικών αυτών δεδομένων που οδηγεί τελικά στη μεγέθυνση του προβλήματος και των συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου και η συγκέντρωση πληθυσμών στις μεγαλουπόλεις οδηγεί σε συσσώρευση καύσιμης ύλης στα δάση που χρησιμοποιούσε πριν ο ορεινός κάτοικος για τις ατομικές του ανάγκες και κατ΄ επέκταση σε αύξηση του κινδύνου καταστροφικών πυρκαγιών. Ταυτόχρονα, μειώνεται η παρουσία των ανθρώπων που φυσικά και θεσμικά ήταν φύλακες των δασών και δασοπυροσβέστες (υλοτόμοι, δασεργάτες, δασικοί υπάλληλοι) και αυξάνεται η παρουσία των ευκαιριακών επισκεπτών για δασική αναψυχή και άλλες αιτίες, αυξάνοντας έτσι τους κινδύνους πυρκαγιάς από αμέλεια. Επιδεινώνονται από την άλλη πλευρά τα περιβαλλοντικά προβλήματα στα αστικά κέντρα, προκαλώντας έτσι πίεση στα περιαστικά δάση και έξαρση των φαινομένων οικοπεδοποίησης, παράνομης δόμησης, εκχερσώσεων και καταλήψεων μετά από κάθε δασική πυρκαγιά, με την ανοχή ή την αδυναμία της πολιτείας, τόσο λόγω των ελλείψεων σε κατάλληλα θεσμικά μέσα και εργαλεία, όσο και λόγω των ελλείψεων σε μηχανισμούς φύλαξης και προστασίας των δασών.

Η ελλιπής τέλος παιδεία και ευαισθητοποίηση σε θέματα περιβάλλοντος αλλά και η υστέρηση που υπάρχει στην ενημέρωση της κοινωνίας σε θέματα δασικών πυρκαγιών και των σχέσεών τους με τα μεσογειακά δασικά οικοσυστήματα συμπληρώνουν το «παζλ» των προβλημάτων που η σωστή αντιμετώπισή τους από την πολιτεία αλλά και από τον καθένα μας χωριστά θα μπορούσε να συμβάλλει στη μείωση των καταστροφικών συνεπειών των δασικών πυρκαγιών. Το παρόν σύγγραμμα κινείται ακριβώς προς την κατεύθυνση ενημέρωσης όλων των εμπλεκομένων στις δασικές πυρκαγιές, προβάλλοντας τη σύγχρονη οικολογική αντίληψη και τη γνώση γύρω από τα θέματα των δασικών πυρκαγιών και του ορθολογικού τρόπου της μεταπυρικής διαχείρισης των καμένων δασών.

2. Το πρόβλημα της αποκατάστασης των καιγόμενων δασών στην Ελλάδα

Μετά από κάθε δασική πυρκαγιά ακολουθούν εκ μέρους των Δασικών Υπηρεσιών ενέργειες που έχουν ως στόχο, αφενός μεν την προστασία του οικοσυστήματος από τον κίνδυνο μεγαλύτερης υποβάθμισης και καταστροφής, και αφετέρου την ανόρθωση του καμένου δάσους, δηλαδή την υποβοήθησή του ώστε να επανέλθει στην προηγούμενη δομή και κατάστασή του.

Οι ενέργειες αυτές περιλαμβάνουν λήψη σειράς θεσμικών μέτρων όπως είναι η κήρυξη της περιοχής που κάηκε ως αναδασωτέας και η εκτέλεση έργων σταθεροποίησης των εδαφών απέναντι στον κίνδυνο διάβρωσης, συγκράτησης προϊόντων ενδεχόμενης διάβρωσης, αναδασώσεις, φύλαξη της περιοχής κ.λ.π.

Η κήρυξη μιας δασικής έκτασης ως αναδασωτέας οδηγεί σε δεσμεύσεις και ενέργειες που στοχεύουν στη διατήρηση του προϋπάρχοντα χαρακτήρα της περιοχής, την αποφυγή αλλαγής χρήσης του δάσους, την προώθηση ενεργειών αναδάσωσης της καμένης έκτασης και την προστασία της από ενέργειες καταπατήσεων, οικοπεδοποίησης, βόσκησης και γενικά ενεργειών που μπορούν να βλάψουν την ομαλή ανόρθωση του διαταραχθέντος οικοσυστήματος.

Η ενέργεια αυτή συνδέεται συχνά και με προβλήματα εφαρμογής που έχουν να κάνουν με τις εκκρεμότητες που υπάρχουν στο ιδιοκτησιακό κυρίως καθεστώς των δασικών εκτάσεων, αλλά και στις ελλείψεις των δασικών υπηρεσιών σε έργα υποδομής, όπως είναι το δασικό κτηματολόγιο, το δασολόγιο και άλλα.

Με την καταστροφή της βλάστησης το έδαφος εκτίθεται μετά την πυρκαγιά στη δράση της βροχής και των άλλων καιρικών συνθηκών (άνεμος, θερμοκρασίες κ.λ.π.). Άμεση είναι η απειλή της έκπλυσης των θρεπτικών συστατικών και η διάβρωση των εδαφών. Εάν συμβεί αυτό, μείωση της παραγωγικότητας και μη αναστρέψιμη απώλεια ενός φυσικού πόρου που η παρουσία του είναι προϋπόθεση για την ανόρθωση και την παραπέρα λειτουργία του οικοσυστήματος. Μπορεί να επισημανθεί εδώ ότι η απώλεια μικρού βάθους εδάφους από διάβρωση που λαμβάνει χώρα σε λίγα λεπτά της ώρας, μπορεί να αναπληρωθεί με φυσικές διεργασίες εδαφογένεσης μόνο μετά παρέλευση πολλών χιλιάδων ετών.

Για την προστασία και σταθεροποίηση των εδαφών μετά την πυρκαγιά λαμβάνεται συνήθως μια σειρά από συνδυασμένα μέτρα όπως είναι η σπορά ή η φύτευση δενδρυλλίων, η επεξεργασία του εδάφους και η τοποθέτηση κατάλληλων κορμοσειρών, καθώς και η κατασκευή μικρών ή και μεγάλων φραγμάτων για τη συγκράτηση των στερεών υλικών που παρασύρονται από το νερό της βροχής.

Έκτός από τη θετική επίδραση των έργων αυτών στην προστασία και ανόρθωση ενός διαταραγμένου δασικού οικοσυστήματος προκύπτουν συχνά και αρνητικές επιπτώσεις, ιδιαίτερα όταν παρατηρούνται υπερβολές, οι οποίες εκτός των άλλων οδηγούν και σε υψηλές δαπάνες και αναίτια διατάραξη των εδαφικών συνθηκών, συχνά δε και σε καθυστέρηση στην ανάκαμψη του δάσους και άλλοτε σε αυξημένους κινδύνους νέας φωτιάς εξαιτίας συσσώρευσης ξηρής βιομάζας στην ήδη καμένη έκταση.

Επιβάλλεται επίσης η απαγόρευση της βόσκησης στην καμένη έκταση για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο εξαιτίας της αύξησης του κινδύνου διάβρωσης που προκαλούν τα κτηνοτροφικά ζώα, όσο και της άμεσης απειλής καταστροφής της βλάστησης που δημιουργείται με τη φυσική ή την τεχνητή αναδάσωση της καμένης έκτασης. Το μέτρο του περιορισμού της βοσκής αποτελεί βασική λύση του προβλήματος προστασίας και ανόρθωσης των καιγόμενων δασών στη χώρα μας. Εκτιμάται ότι η καταστροφή ή απλά η υποβάθμιση από ανώτερες (υψηλά δάση) σε κατώτερες δομές εξέλιξης (θάμνοι, φρύγανα) πολλών δασών της μεσογειακής ζώνης, δεν οφείλεται αποκλειστικά στη φωτιά, αλλά κυρίως στις εκχερσώσεις για γεωργικούς σκοπούς και στην ανεξέλικτη βόσκηση κτηνοτροφικών ζώων στις καμένες εκτάσεις, κάτι που συνεχίζεται ακόμα και σήμερα, παρά τις ρυθμίσεις και απαγορεύσεις της κτηνοτροφίας.

Όλα τα παραπάνω μέτρα συμβάλλουν στην ανόρθωση ενός δασικού οικοσυστήματος που διαταράχθηκε από μια δασική πυρκαγιά. Κορυφαία όμως δράση αποτελεί η αναδάσωση και εν συνεχεία, κατά τα πρώτα έτη μετά από αυτήν, η καλλιέργεια του νεοδημιουργούμενου δάσους.

Μια σειρά ερωτηματικά ή ζητήματα, όπως είναι η επιλογή της μεθόδου (φυσική ή τεχνητή αναδάσωση), η άμεση ή μετά περίοδο αναμονής επέμβαση, η επιλογή των κατάλληλων ειδών, η τεχνική της σποράς ή φύτευσης, η διαθεσιμότητα των κατάλληλων ειδών απασχολούν κάθε φορά τους υπεύθυνους για τις αναδασώσεις δασολόγους και από τη ορθότητα των επιλογών τους εξαρτάται και ο βαθμός επιτυχίας μιας αναδάσωσης.

Είναι γεγονός ότι η Δασική Υπηρεσία, πιεζόμενη από την κοινή γνώμη για “σωτηρία” και άμεση αναδημιουργία ενός καμένου δάσους, ιδιαίτερα όταν αφορά τα περιαστικά δάση, προβαίνει σε ταχύτατες παρεμβάσεις στα καμένα δάση. Η λογική του επείγοντος, δηλαδή της άμεσης παρέμβασης, αφαιρεί τη νηφάλια και ολοκληρωμένη προσέγγιση του προβλήματος, όπου μπορούν να εξεταστούν διεξοδικότερα τα συν και τα πλην κάθε απόφασης. Αντίστροφα, τα δάση που καίγονται και βρίσκονται μακριά από μεγάλα αστικά κέντρα συχνά “εγκαταλλείπονται” αφήνοντας το έργο της αναδάσωσης αποκλειστικά και μόνο στη φύση.

Η αντικατάσταση των αυτοχθόνων δασικών ειδών της μεσογειακής ζώνης, όπου αυτή εφαρμόσθηκε με στόχο την αύξηση της αντίστασης του νεοδημιουργούμενου δάσους απέναντι στη φωτιά με λιγότερο εύφλεκτα είδη, με είδη δηλαδή άλλων ζωνών που δεν διαθέτουν τις οικολογικές προσαρμογές των ειδών της μεσογειακής ζώνης είναι ένα ενδεχόμενο (για τα περιαστικά δάση), το οποίο όμως οδηγεί με τρόπο βέβαιο σε αποτυχίες και συνδέεται συχνά με σοβαρές περιβαλλοντικές και οικονομικές επιπτώσεις.

Σε ότι αφορά στη διαθεσιμότητα των κατάλληλων για αναδασώσεις φυτών, πρόσφατη έρευνα που διενεργήθηκε στα πλαίσια του προγράμματος που χρηματοδότησε την παρούσα μελέτη, έδειξε ότι :

Οι Δασικές Υπηρεσίες δείχνουν προτίμηση στα Ελληνικά δασικά είδη. Το 87% των παραγόμενων φυταρίων αποτελούνται από είδη της Ελληνικής χλωρίδας ή έχουν προσαρμοσθεί άριστα σε αυτήν και φέρονται ως αυτόχθονα είδη. Η παραγωγή των ξενικών ειδών περιορίζεται συνήθως σε δένδρα και θάμνους που χρησιμοποιούνται για καλλωπιστικούς σκοπούς (κήπους, αστικά άλση κλπ.) και σε αισθητικές αναδασώσεις, κατά μήκος των μεγάλων δρόμων, των αντιπυρικών λωρίδων και αλλού.

Όμως η αναλογία μεταξύ μεσογειακών και μη μεσογειακών ειδών που παράγουν τα κρατικά φυτώρια είναι 25% προς 75%. Υπάρχει, δηλαδή, ένα σημαντικό έλλειμμα σε διαθέσιμα φυτώρια για αναδασώσεις στις πυρόπληκτες περιοχές. Ενδεικτικά αναφέρεται εδώ ότι οι δυνατότητες να φυτευθούν σχίνα και αγριελιές, βασικά είδη της ζώνης της ελιάς και χαρουπιάς (Oleo-lentiscetunm), έφθανε το χειμώνα του 1998, μόλις τα 7,5 στρέμματα για το πρώτο και 351 στρέμματα για το δεύτερο είδος.

Όλα τα παραπάνω επισημαίνουν, από τη μια πλευρά, το γεγονός ότι ο χειρισμός μεταπυρικών καταστάσεων είναι μια πολύ σοβαρή και σχετικά δύσκολη υπόθεση που δεν αφορά μόνο τις εκτάσεις που καίγονται κάθε καλοκαίρι αλλά το φυσικό περιβάλλον στο σύνολό του και υποδεικνύουν, από την άλλη, ότι η παρέμβαση μετά από μια σοβαρή πυρκαγιά σε ένα μεσογειακό οικοσύστημα δεν μπορεί να γίνεται αβασάνιστα, ούτε να υλοποιείται κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης και της επιτακτικότητας για λήψη κάποιων αποφάσεων. Είναι ανάγκη, δηλαδή, να υπάρχει πάντα πρόβλεψη, από τις δασικές υπηρεσίες, για αποθέματα αναδασωτικού υλικού στα κρατικά φυτώρια και οι παρεμβάσεις που θα αποφασίζονται να διέπονται και να καθοδηγούνται από βασικές οικολογικές αρχές, με σημαντικότερη αυτή:

“της μικρότερης δυνατής διαταραχής του οικοσυστήματος και της ανάγκης δημιουργίας πολυσύνθετων οικολογικά ορθών και ολοκληρωμένων οικοσυστημά­των “.

Είναι ανάγκη επίσης να καθορισθεί μια σαφής εθνική πολιτική για τα θέματα των αναδασώσεων, ιδιαίτερα των πυρόπληκτων περιοχών, ώστε η όλη προσπάθεια να μην κινείται κάθε φορά στο επίπεδο του αυτοσχεδιασμού και των πειραματισμών, αλλά να υπάρχουν σχέδια αποκατάστασης για κάθε πυρόπληκτη περιοχή, έτοιμα πριν ακόμα ενσκύψει η λαίλαπα της φωτιάς, ώστε να υπάρχει επαρκής ετοιμότητα, νηφάλιος και σωστός προγραμματισμός επέμβασης μετά τη φωτιά. Είναι αναγκαία επίσης η αυξημένη μέριμνα της κεντρικής εξουσίας ώστε να υπάρξει ένα ασφαλές και αποτελεσματικό θεσμικό – νομοθετικό πλαίσιο, επαρκής επιστημονική έρευνα και ενημέρωση πάνω στα ζητήματα των πυρκαγιών των μεσογειακών δασικών οικοσυστημάτων, αλλά και αποτελεσματικοί θεσμοί διοίκησης, προστασίας και διαχείρισης των δασών και δασικών εκτάσεων εν γένει.

Leave a comment »

ΦΩΤΙΕΣ


ΦΩΤΙΕΣ

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ Η ΑΝΑΓΕΝΝΗΣΗ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΑΣΩΝ

Οι πυρκαγιές στα μεσογειακά δάση της χώρας μας επηρεάζουν γενιές και γενιές Ελλήνων από την αυγή του πολιτισμού μας. Παρ’ όλα αυτά, ακόμη και σήμερα, 3,500 χρόνια μετά, δεν έχουμε μάθει να ζούμε με αυτές. Τις θεωρούμε ένα παροδικό φαινόμενο – το οποίο θα εκλείψει μόνο όταν ο άνθρωπος αλλάξει συμπεριφορά απέναντι στο δάσος -, και έτσι κανείς μας δεν προετοιμάζεται γι’ αυτές.

“Είμαστε μοναδικά όντα φωτιάς σ’ ένα μοναδικό πύρινο πλανήτη” Stephen Pyne

Αύγουστος του 1989. Μόλις είχα επιστρέψει από την εθελοντική συμμετοχή μου στην κατάσβεση μιας πυρκαγιάς που έκαψε σχεδόν όλο το βόρειο τμήμα της Σιθωνίας στη Χαλκιδική. Η αγωνία μου για ένα πενθήμερο ήταν μεγάλη, επειδή η φωτιά απειλούσε, μαζί με τα δάση, να εξαφανίσει και τις πειραματικές επιφάνειες που χρησιμοποίησα για το διαδακτορικό μου, λίγες εβδομάδες πριν από την επίσημη παρουσίασή του. Τελικά, η εμπειρία των συναδέλφων μου από το Δασαρχείο Πολυγύρου έσωσε το κυρίως δάσος και μαζί μ’ αυτό, τρία χρόνια ατελείωτων καταγραφών, στατιστικών επιξεργασιών και συμπερασμάτων.

Πρώτη μου δουλειά μόλις έφθασα στο σπίτι ήταν να απαλλαγώ από τα καπνισμένα ρούχα μου και να κεράσω τον εαυτό μου μια παγωμένη μπίρα, τη μόνιμη φαντασίωση κάθε εμπλεκόμενου σε δασική πυρκαγιά. Στην τηλεόραση οι φωτιές είχαν και πάλι τη θερινή τιμητική τους. Η ρουτίνα των ειδήσεων και η φοβερή κούραση με είχαν σχεδόν αποκοιμίσει, όταν συνέβη ένα γεγονός καθοριστικό για τη μετέπειτα επιστημονική μου διαδρομή. Ο Τέρενς Κουΐκ – όταν ήταν στον ΑΝΤ1 – είχε καλέσει τον καθηγητή και δάσκαλό μου Σπύρο Ντάφη για να συζητήσουν το θέμα των πυρκαγιών. Ένας από τους διαπρεπέστερους καθηγητές της Δασολογίας και γνώστης της οικολογίας των ελληνικών οικοσυστημάτων, ο Σπύρος Ντάφης, εξηγούσε, με τη συνηθισμένη ηρεμία του, τα αίτια των πυρκαγιών, όταν ο δημοσιογράφος τον ρώτησε: “Και μετά τις πυρκαγιές, κ. καθηγητά, τι πρέπει να κάνουμε;” “Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να μην κάνουμε τίποτε, απλώς να προστατέψουμε το δάσος από τη βοσκή και τους καταπατητές”, απάντησε, ήρεμα πάντα, ο καθηγητής.

Ο Τέρενς Κουΐκ σχεδόν έπεσε από το κάθισμά του, τόση ήταν η έκπληξή του. Γαλουχημένος, όπως όλοι μας, με το μύθο της αναγκαιότητας των μεταπυρικών αναδασώσεων δεν ήθελε να πιστέψει τα λόγια του καλεσμένου του. “Μα είναι δυνατό, κ. καθηγητά, να το λέτε εσείς αυτό!!! Ένας ειδικός! Ένας καθηγητής πανεπιστημίου! Είναι δυνατό να μην αναδασώσουμε τις καμένες εκτάσεις; Πώς μπορείτε να λέτε τέτοια πράγματα; Υπάρχει επιστημονική εμπειρία… υπάρχει έρευνα…”

Ο καθηγητής μου ένιωσε, είμαι βέβαιος, ακριβώς ό,τι κι εγώ πολλές φορές τα κατοπινά χρόνια: Ορισμένες αλήθειες πρέπει να λέγονται με προσοχή΄ ο κίνδυνος να εκτεθείς είναι μεγάλος εάν αυτό που λες δεν γίνεται απόλυτα κατανοητό.

“Στην Ελλάδα κανείς δεν μελέτησε τι συμβαίνει έπειτα από μια πυρκαγιά”, απολογήθηκε ο Σπύρος Ντάφης. “Εύχομαι αυτό να γίνει σύντομα…”

Έτσι βρέθηκα να μελετώ την οικολογία των δασικών πυρκαγιών. Η εξειδίκευσή μου στη φυτοκοινωνιολογία, δηλαδή στη μελέτη των κοινωνικών σχέσεων που αναπτύσσουν τα φυτά τόσο μεταξύ τους όσο και σε σχέση με το περιβάλλον τους, αποτέλεσε τη βάση για μια βαθύτερη κατανόηση της σχέσης των φυτών με το φαινόμενο των δασικών πυρκαγιών.

Θερμά, ξηρά καλοκαίρια και μέτρια βροχεροί, ήπιοι χειμώνες χαρακτηρίζουν το μεσογειακό κλίμα. Απαντά στη Μεσογειακή λεκάνη, στην Καλιφόρνια, στη Χιλή, στο νοτιοδυτικό άκρο της Αφρικής και της Αυστραλίας, μεταξύ του 30ού και του 40ού παραλλήλου του βόρειου και νότιου ημισφαιρίου. Στις περιοχές αυτές η προσπίπτουσα ηλιακή ακτινοβολία είναι ίση με την ανακλώμενη. Τα ψυχρά ρεύματα των δύο ημισφαιρίων διασχίζουν τις θάλασσες που τις βρέχουν. Ορισμένοι επιστήμονες πιστεύουν ότι, αν εκλείψουν τα ρεύματα αυτά, το μεσογειακό κλίμα θα εξαφανιστεί. Σ’ αυτές τις τόσο απομακρυσμένες μεταξύ τους περιοχές, που δεν είχαν καμία χλωριδική επαφή, αναπτύσσεται ένας πανομοιότυπος τύπος βλάστησης, γνωστός ως “αείφυλλη σκληρόφυλλη βλάστηση”. Η ομοιότητα δεν είναι τυχαία. Τα φυτά που συνθέτουν τη βλάστηση στις περιοχές με μεσογειακό κλίμα πρέπει να επιβιώσουν στη μακριά άνομβρη θερινή περίοδο. Σιγά σιγά, άριχσε να σχηματίζεται στο μυαλό μου το εκπληκτικό παζλ της μεσογειακής βλάστησης: Λεπτές ισορροπίες εκατομμυρίων χρόνων, ασύλληπτες λογικές επιβίωσης, προσαρμογές στις αντιξοότητες. Μια ισχυρή θέληση για ζωή από όντα που δεν διαθέτουν εγκέφαλο, δεν περπατούν ούτε αισθάνονται όπως τα ζώα και ο άνθρωπος.

Ας πάρουμε για παράδειγμα την αειφυλλία. Αν τα είδη που συνθέτουν τις μεσογειακές φυτοκοινωνίες ήταν φυλλοβόλα, θα χρειάζονταν κάθε άνοιξη έως και 5πλάσια ποσότητα νερού για την παραγωγή νέων φύλλων. Ως αείφυλλα, εξοικονομούν τεράστιες ποσότητες νερού, που το χρησιμοποιούν τους θερινούς μήνες.

Άλλη προσαρμογή είναι η σκληροφυλλία. Για να μειώσουν την απώλεια νερού από τους επιδερμικούς πόρους (εφυμενική διαπνοή), τα φυτά συγκεντρώνουν κάτω από την επιδερμίδα των φύλλων τους αδιάβροχες κηρώδεις ουσίες που τους προσδίδουν χαρακτηριστική σκληρότητα. Έτσι παγιδεύουν το νερό, που αλλιώς θα εξατμιζόταν κατά τη διάρκεια των υψηλών θερινών θερμοκρασιών.

Η διαπνοή είναι μια απαραίτητη φυσιολογική δραστηριότητα των φυτών που συμμετέχει στη μεταφορά νερού και διαλυμένων ανόργανων στοιχείων από τις ρίζες προς τα φύλλα. Προκειμένου να μην εξαντληθεί το εδαφικό νερό στη διάρκεια του καλοκαιριού, τα μεσογειακά φυτά κλείνουν τα στόματα των φύλλων – από τα οποία διαχέεται η υγρασία στο περιβάλλον – κατά τις θερμές ώρες. Μεταπίπτουν δηλαδή σε θερινή νάρκη, μειώνοντας στο ελάχιστο τη βιολογική τους δραστηριότητα.

Μια φυτοκοινωνία αναπτύσσεται σε ανοιχτούς χώρους. Εκατομμύρια σπόροι διάφορων ετήσιων φυτών μεταφέρονται με τον άνεμο. Παπαρούνες, μαργαρίτες, αγριοφράουλες κάνουν το μοναδικό ταξίδι της ζωής τους με τη μορφή των σπόρων, πριν ριζώσουν κάπου. Αν φύτρωναν όλοι, κάθε φυτό θα απαιτούσε μέρος του ελάχιστου εδαφικού νερού για να αναπτύξει τη βιομάζα του. Αντιμέτωπες με αυτό τον κίνδυνο, οι μεσογειακές φυτοκοινωνίες ανέπτυξαν δύο αμυντικούς μηχανισμούς. Ο πρώτος είναι η μεγάλη πυκνότητα των θάμνων, που, κυριολεκτικά, κρύβουν τον ήλιο από το έδαφος και δεν επιτρέπουν στους νέους σπόρους να φυτρώσουν. Ο δεύτερος, μια εκπληκτική προσαρμογή, η αλληλοπάθεια. Ορισμένοι μεσογειακοί θάμνοι τροφοδοτούν το έδαφος με ουσίες που εμποδίζουν την ανάπτυξη του ριζικού συστήματος των ετήσιων φυτών. Γι’ αυτό δεν υπάρχουν στα μεσογειακά οικοσυστήματα τα συνήθη ετήσια φυτά άλλων δασικών τύπων.

Η πυκνότητα των θάμνων και η αλληλοπάθεια, όμως, επιδρούν και στους σπόρους των ίδιων των μεσογειακών θάμνων και πεύκων’ ενώ οι θάμνοι πολλαπλασιάζονται με πρεμνοβλάστηση και ριζοβλάστηση, τα πεύκα δεν διαθέτουν τέτοια ικανότητα. Κάτω από αυτές τις ασφυκτικές συνθήκες, οι σπόροι τους που πέφτουν στο έδαφος δεν επιβιώνουν. Τα μεσογειακά πεύκα αδυνατούν να ανανεωθούν, εκτός και εάν υπάρξει προσωρινή απελευθέρωση του εδάφους από τον ανταγωνισμό των πυκνών θάμνων και την αλληλοπάθεια που προκαλούν. Η φύση δεν διαθέτει ούτε πριόνια ούτε τσεκούρια. Την ευκαιρία αυτή θα τους προσέφερε μόνο μια πυρκαγιά.

Μπορεί η φύση να μετατρέψει το θάνατο σε ζωή, την καταστροφή σε δημιουργία; Μπορεί ο Φοίνικας να μην ήταν μύθος; Τα δέντρα δεν έχουν πόδια για να τρέξουν, ούτε φτερά για να πετάξουν, δεν ανοίγουν φωλιές στο έδαφος για να προφυλαχθούν. Πώς θα εκμεταλλεύονταν το γυμνό έδαφος που δημιουργούσε η φωτιά, αφού θα ήταν και τα ίδια θύματά της; Καθώς οι έρευνές μας προχωρούσαν και συνδυάζονταν με τα αποτελέσματα των άλλων συναδέλφων μας στην Ελλάδα και το εξωτερικό, ξετυλιγόταν το κουβάρι των νέων μας γνώσεων πάνω στην απίστευτη δυναμική αντίδραση της φύσης.

Οι θερινές καταιγίδες με αστραπές και κεραυνούς είναι συχνές στα μεσογειακά κλίματα. Η πιθανότητα πρόκλησης πυρκαγιάς στην κατάξερη βλάστηση είναι μεγάλη. Ο καθηγητής των Δασικών Πυρκαγιών Δημήτρης Καϊλίδης υπολόγισε ότι, χωρίς τον άνθρωπο, κάθε πευκοδάσος καιγόταν τουλάχιστον μία φορά κάθε 100 με 150 χρόνια από κεραυνό. Με τη διαδικασία της φυσικής επιλογής τα σκληρόφυλλα αείφυλλα φυτά ανέπτυξαν και άλλες προσαρμογές, δημιουργώντας μια ιδιόμορφη βλάστηση εξαιρετικής αντοχής στις πυρκαγιές: την πυρόφυτη βλάστηση.

Υπάρχουν δυο βασικές μορφές πυρόφυτων. Τα παθητικά πυρόφυτα ανέπτυξαν ιδιαίτερη αντοχή στις υψηλές θερμοκρασίες αλλά και στις ίδιες τις φλόγες, ως αποτέλεσμα ποικίλων μηχανικών και χημικών διεργασιών. Ορισμένα είδη αντέχουν τις υψηλές θερμοκρασίες χάρη στον παχύ φλοιό τους (φελλοφόρος δρυς), άλλα αναφλέγονται δύσκολα γιατί έχουν πολύ σκληρό ξύλο (ίταμος και κάποιες δρύες) ή υψηλή περιεκτικότητα μεταλλικών στοιχείων στο ξύλο τους (αλμυρίκι). Η κουκουναριά ρίχνει τα χαμηλά κλαδιά της, δημιουργώντας ομβρελοειδή κόμη πολλά μέτρα πάνω από το έδαφος, όπου καμιά φλόγα δεν τη φθάνει. Μερικές πτέριδες και άλλα φυτά προφυλάσσουν τα αναπαραγωγικά τους όργανα κάτω από το έδαφος.

Αντίθετα, τα ενεργητικά πυρόφυτα συνήθως καίγονται εύκολα, αλλά η βλαστητική ανάπτυξή τους ευνοείται από την πυρκαγιά. Το πουρνάρι παράγει μετά τη φωτιά παραβλαστήματα και ριζοβλαστήματα από τη βάση του κορμού και τις ρίζες αντίστοιχα. Η κουμαριά, τα ρείκια, οι άρκευθοι, το φυλίκι, ο σχίνος και άλλα δημιουργούν ριζώματα που μοιάζουν με ρόζο και βρίσκονται σε αδράνεια επί πολλά χρόνια. Μετά τη φωτιά, τα ριζώματα ξυπνούν από το λήθαργό τους και δίνουν μέσα σε λίγες ημέρες τα πρώτα βλαστάρια με τη μορφή παραβλαστημάτων. Η ταχύτητα αύξησης των παραβλαστημάτων και των ριζοβλαστημάτων είναι πολύ μεγάλη. Στο τέλος της επόμενης από την πυρκαγιά βλαστητικής περιόδου φθάνουν σε ύψος μέχρι και 60% του μητρικού φυτού.

Πάνσοφη η φύση, δεν αφήνει τίποτε στην τύχη. Η σουσούρα, ένα είδος ρεικιού που βρίσκεται στα πιο φτωχά και ξηρά εδάφη της χώρας μας και ενοχοποιείται για το φαινόμενο της αλληλοπάθειας, παραμένει βιολογικά ανενεργή δύο-τρία χρόνια μετά τη φωτιά, δίνοντας τον απαραίτητο χρόνο στα νεαρά φυτά της πεύκης να ριζώσουν και να αναπτυχθούν.

Τέλος, υπάρχει και η υποομάδα των ενεργητικών πυρόφυτων με διασπορά σπόρων που διεγείρονται από τη φωτιά. Σ’ αυτήν ανήκουν τα θερμόβια πεύκα, ιδίως η χαλέπιος, που μαζί με την τραχεία και την κουκουναριά σχηματίζουν τα μεσογειακά πευκοδάση μας. Βρισκόμαστε μπροστά σε νέα μεγαλειώδη επίδειξη της δυνατότητας προσαρμογής που διαθέτει το φυτικό βασίλειο. Σε όλα σχεδόν τα φυτά, οι ώριμοι καρποί πέφτουν στο έδαφος’ στα θερμόβια πεύκα, όμως, το 30% των ώριμων κώνων παραμένει κλειστό στο δέντρο από 5 ως και 10 χρόνια. Αν ξεσπάσει πυρκαγιά, διεγείρονται ειδικοί μηχανισμοί και τα κουκουνάρια ανοίγουν, διασκορπίζοντας μερικές χιλιάδες σπόρους σε έκταση 4 στρεμμάτων γύρω από κάθε δέντρο. Καθώς τα δέντρα βρίσκονται σε αποστάσεις μικρότερες από 10 μέτρα μεταξύ τους, φαντάζεστε την πυκνότητα των νέων φυτών…

Από την πρώτη στιγμή που ένα νέο μεσογειακό δάσος αρχίζει τη μεταπυρική διαδικασία φυσικής αναγέννησης, ετοιμάζεται για την επόμενη πυρκαγιά. Σ’ αυτό βοηθούν και πάλι οι μεσογειακές κλιματικές συνθήκες: στη μεγαλύτερη διάρκεια του έτους οι τιμές θερμοκρασίας και υγρασίας είναι εντελώς ακατάλληλες για την επιβίωση των σαπροφυτικών μυκήτων που αποσυνθέτουν την οργανική ύλη. Έτσι συσσωρεύονται στο έδαφος τόνοι από ξηρές βελόνες, φύλλα, κλαδιά, νεκρούς θάμνους και δέντρα: μια βιομάζα ιδιαίτερα εύφλεκτη, λόγω και της θερινής ξηρότητας, η οποία απλώς περιμένει τον κεραυνό, την ανθρώπινη αμέλεια ή τον εμπρησμό για να εκδηλωθεί ξανά το φαινόμενο. Τα μεσογειακά πεύκα είναι φωτόφιλα΄όταν τα χαμηλότερα κλαδιά δεν φωτίζονται, αχρηστεύονται και ξηραίνονται, δεν πέφτουν όμως από τα δέντρα. Χρόνια ολόκληρα κρέμονται νεκρά κλαδιά με ξηρές βελόνες κοντά στο έδαφος. Έτσι, μια απλή έρπουσα φωτιά μετατρέπεται εύκολα σε επικόρυφη, άρα και με δυναμικότερη προοπτική εξέλιξης. Εξάλλου τα πεύκα είναι διαποτισμένα με την εύφλεκτη ρητίνη, όπως εύφλεκτα είναι και τα αιθέρια έλαια των θάμνων που εμπλουτίζουν το δασικό μικροπεριβάλλον. Όσο μεγαλύτερο είναι το διάστημα μεταξύ δύο διαδοχικών πυρκαγιών, τόσο μεγαλύτερη είναι η συγκεντρωμένη καύσιμη βιομάζα και τόσο η εκδήλωση του φαινομένου πιο βίαιη.

Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει ώριμο μεσογειακό δάσος που κάηκε και προστατεύθηκε, χωρίς να αναγεννηθεί με φυσικό τρόπο. Αντίθετα, σε περιοχές που δεν κάηκαν τον τελευταίο αιώνα τα πεύκα λιγοστεύουν κάθε χρόνο, χωρίς δυνατότητα αναγέννησης.

Οι δασικές πυρκαγιές είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τη διατήρηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Απλώς, η οικολογική τους σημασία δεν έγινε μέχρι σήμερα κατανοητή επειδή τα αποτελέσματά τους συγχέονται με τη μεταπυρική οικονομική δραστηριότητα του ανθρώπου, ιδιαίτερα με την υπερβόσκηση και την οικοπεδοποίηση που οδηγούν σε αποδάσωση. Σ’ αυτό το συμπέρασμα καταλήξαμε με το φίλο και συνεργάτη δρα Γιώργο Τσιουρλή, ειδικό στη μεσογειακή οικολογία, ύστερα από μελέτη αμέτρητων μοντέλων εξέλιξης των οικοσυστημάτων των πευκοδασών με αποκλεισμό της φωτιάς. Η ισχυρότατη οικολογική σχέση μεταξύ πυρκαγιών και μεσογειακών οικοσυστημάτων εξηγεί γιατί οι πυρκαγιές δεν αντιμετωπίζονται εύκολα. Ο άνθρωπος είναι ακόμη τεχνολογικά αδύναμος απέναντι στα φυσικά φαινόμενα, όπως οι σεισμοί, οι πλημμύρες ή οι δασικές πυρκαγιές. Τα μεσογειακά οικοσυστήματα θα αντιδρούν σε κάθε προσπάθεια αλλαγής του αιώνιου κύκλου φωτιάς-αναγέννησης.

Έντονη είναι η ανησυχία για τις επιπτώσεις των πυρκαγιών στην πανίδα των μεσογειακών οικοσυστημάτων. Οι έρευνες, σε παγκόσμιο επίπεδο, δεν συμφωνούν ως προς τις εκτιμήσεις, επειδή κάθε πυρκαγιά διαφέρει από τις υπόλοιπες σε ένταση, συχνότητα, διάρκεια, μορφή κ.λπ. Γενικά όμως, με βάση τη λογική, θα έλεγα ότι, εάν οι φωτιές επηρέαζαν σοβαρά την πανίδα, πολλά ζώα θα αποτελούσαν μουσειακά είδη στη χώρα μας εδώ και αιώνες. Έρευνες στις ΗΠΑ έδειξαν ότι, με το ξέσπασμα δασικής πυρκαγιάς, τα ρακούν απλώς έτρεχαν μακριά της και στη συνέχεια, ούτε απέφευγαν ούτε προτιμούσαν περισσότερο από ό,τι συνήθως τις περιοχές που είχαν καεί. Σε πειράματα στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης διαπιστώσαμε ότι κατά τη διάρκεια καύσης βελονοτάπητα οι θερμοκρασίες κάτω από την επιφάνεια του εδάφους είναι ιδιαίτερα ανεκτές από τα περισσότερα ζώα που ζουν ή φωλιάζουν εκεί΄ τα μυρμήγκια ή τα σκουλήκια, μάλιστα, συνέχιζαν τη δραστηριότητά τους κάτω από τις φλεγόμενες βελόνες.

Όλοι οι ερευνητές συμφωνούμε ότι το οικολογικό πρόβλημα που δημιουργείται τις τελευταίες δεκαετίες δεν οφείλεται τόσο στις πυρκαγιές όσο, κυρίως, στην αυξημένη συχνότητά τους. Εξαιτίας του ανθρώπου, ένα μεσογειακό δάσος δεν καίγεται πλέον μία φορά τον αιώνα, αλλά πολύ συχνότερα.


Κορυφαίοι Έλληνες επιστήμονες του δασολογικού χώρου μετείχαν στο Πανελλήνιο Συνέδριο της Ελληνικής Δασολογικής Εταιρίας στην Καλαμάτα, τον Φεβρουάριο του 1992, όπου παρουσίασα τα πρώτα αποτελέσματα των μετρήσεών μας. Πώς θα δέχονταν ότι όλα όσα γνωρίζαμε πριν από δύο χρόνια για τις πυρκαγιές είχαν ανατραπεί; “Εάν υπερπροστατεύσουμε το μεσογειακό δάσος από τη φωτιά, φοβόμαστε ότι θα μοιάσουμε στη μητέρα που, στην προσπάθεια να προστατέψει το παιδί της από το κρύο, το σφίγγει τόσο δυνατά πάνω της ώστε τελικά το πνίγει”. Θερμό χειροκρότημα ακολούθησε το τελικό συμπέρασμα της εισήγησής μου. Η αρχή είχε γίνει και ήταν πετυχημένη.

Το 1994 ξεκίνησε, με επιστημονικό υπεύθυνο τον καθηγητή της Δασολογικής Σχολής Νίκο Στάμου, το μεγάλο ερευνητικό πρόγραμμα “Science for Stability”. Στους πολύπλευρους στόχους του κυριαρχούσε η ίδρυση του πιο σύγχρονου εργαστηρίου δασικών πυρκαγιών στη χώρα μας στο Ινστιτούτο Δασικών Ερευνών Θεσσαλονίκης. Τη διεύθυνσή του ανέλαβε ο ειδικός πυρκαγιολόγος Κώστας Καλαμποκίδης. Φορτωμένος με πολλές εμπειρίες από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο όπου δίδασκε, ο Κώστας ήρθε ειδικά γι’ αυτό το πρόγραμμα. Ακολούθησαν τρία ακόμη ερευνητικά προγράμματα, όπως αυτό για τη μεταπυρική συμπεριφορά του περιαστικού δάσους της Θεσσαλονίκης, με επιστημονικούς υπεύθυνους τον Στέλιο Γκατζογιάννη και τον Αλέξη Καραλίβανο. Η συμμετοχή μου στα προγράμματα αυτά μου προσέφερε, πέρα από τις εμπειρίες, το κέρδος της συνεργασίας με λαμπρούς επιστήμονες. Έπρεπε να καταγράψουμε τι πραγματικά συμβαίνει στη χώρα μας, χωρίς προκαταλήψεις ούτε προς το ανθρώπινο δυναμικό ούτε προς το φαινόμενο των πυρκαγιών.

Χρόνο με το χρόνο στην Ελλάδα ο κρατικός μηχανισμός προγραμματίζει, σχεδιάζει και εκτελεί την αντιπυρική προστασία της χώρας, διαθέτοντας δισεκατομμύρια δραχμές, αξιόλογο και έμπειρο ανθρώπινο δυναμικό και δασοπυροσβεστικά μέσα καθόλου ευκαταφρόνητα σε ποιότητα και ποσότητα. Κι όμως, κάθε χρόνο οι δασικές πυρκαγιές ολοκληρώνουν, απρόσκοπτες σχεδόν, το προγραμματισμένο από τη φύση έργο τους. Απομένουν, έτσι, στο τέλος του καλοκαιριού κατάκοπες και απογοητευμένες οι δασοπυροσβεστικές υπηρεσίες να αναζητούν τι έφταιξε κάθε φορά και ο περιορισμός του φαινομένου αναβάλλεται για την επόμενη χρονιά, να απολογούνται οι επικεφαλής για τις εκτάσεις που καίγονται, λες και ευθύνονται αυτοί για την ανθρώπινη αδυναμία ελέγχου των θεομηνιών, χωρίς ποτέ να επιβραβευθούν για τις εκτάσεις που σώζουν. Όταν, δε, καίγεται κάποιο “επώνυμο” περιαστικό δάσος, η κριτική που ασκείται στις υπηρεσίες ξεπερνά κάθε όριο.

Κανείς δεν μπορεί ν’ αμφισβητήσει την έξαρση των πυρκαγιών στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια. Παρά την ανάπτυξη του φιλοδασικού αισθήματος, οι φωτιές αυξάνουν χρόνο με το χρόνο. Τι προκάλεσε την αύξηση του αριθμού τους;

Μέχρι και την περίοδο του Μεσοπολέμου, τα περιοικιστικά δάση υπήρξαν τροφοδότες καύσιμης ύλης των τοπικών κοινωνιών. Πολλά δέντρα, αλλά κυρίως εύφλεκτοι θάμνοι, απομακρύνονταν έγκαιρα μέσα από τα δάση και καίγονταν ελεγχόμενα, στις θερμάστρες, στα τζάκια και στους φούρνους. Έτσι, το κάψιμο της καλαμιάς ή των κλαδιών σπάνια έβρισκε δρόμο διαφυγής στα γύρω δάση και όταν συνέβαινε αυτό, η επέμβαση ήταν άμεση: Εκείνη την εποχή ερασιτέχνες ή επαγγελματίες υλοτόμοι, βοσκοί, ρητινοσυλλέκτες, μελισσοκόμοι και πολλοί άλλοι κυκλοφορούσαν συνεχώς στο δάσος.

Μετά τον Β’ Παγκόσμιο και τον Εμφύλιο Πόλεμο, το κύμα φυγής στο εσωτερικό και το εξωτερικό της χώρας ερήμωσε την ύπαιθρο και οι ανάγκες σε ξύλο μειώθηκαν, ενώ χάθηκαν οι χιλιάδες ευκαιριακοί δασοπροστάτες. Ταυτόχρονα, το πετρέλαιο θέρμανσης και ο ηλεκτρισμός μείωναν την ανάγκη ξύλευσης όσων παρέμεναν στην επαρχία. Έτσι, τεράστιες ποσότητες εύφλεκτης βιομάζας, που κανείς δεν χρειαζόταν, άρχισαν να συσσωρεύονται γύρω από τους γειτονικούς στα δάση οικισμούς.

Η απότομη, άναρχη επέκταση των πόλεων σύντομα δημιούργησε προβληματικές συνθήκες διαβίωσης για τους κατοίκους τους. Κλεισμένοι σε διαμερίσματα μικρά, ανήλια και χωρίς αέρα, αισθάνθηκαν την επιθυμία να επιστρέψουν στην ύπαιθρο. Φυσικά, ελάχιστοι γύριζαν στον τόπο τους, αφού οι θέσεις εργασίας είχαν συγκεντρωθεί στα μεγάλα αστικά κέντρα, ιδίως του Λεκανοπεδίου και της Θεσσαλονίκης. Έτσι ξεκίνησε μια, χωρίς προηγούμενο, οικοπεδοποίηση κάθε διαθέσιμης έκτασης στις περιαστικές περιοχές. Και όταν οι νόμιμες εκτάσεις τελείωσαν, άρχισε το παράνομο εμπόριο γης που απελευθέρωναν οι τυχαίες ή μη πυρκαγιές. Η έλλειψη δασικού κτηματολογίου, τα κενά των νόμων, η απροθυμία των Αρχών για λήψη ριζικών μέτρων, οι συνεχείς νομιμοποιήσεις αυθαιρέτων δημιούργησαν τους εμπρηστές, που εμπορεύονταν τη γη που δεν τους ανήκε. Η συνεχής υποβάθμιση της ζωής στην πόλη δημιούργησε την ανάγκη απόκτησης και μιας δεύτερης θερινής κατοικίας σε μια από τις απέραντες παραλιακές εκτάσεις της χώρας. Σύντομα χιλιάδες σπίτια άρχισαν να κτίζονται μέσα ή κοντά στα παραθαλάσσια δάση. Όσοι δεν κατάφεραν να αποκτήσουν τη δική τους πρώτη ή δεύτερη κατοικία μέσα στα πεύκα, περιορίστηκαν σε τακτικές εκδρομές στα δάση, όπου η χρήση της ψησταριάς ανέκαθεν αποτελούσε βασική έκφραση αναψυχής.

Οι νέοι μόνιμοι κάτοικοι και οι περιστασιακοί εκδρομείς είχαν κάθε λόγο να προστατέψουν το δάσος, αφού κάθε πυρκαγιά έθετε σε κίνδυνο την περιουσία, ακόμη και τη ζωή τους. Οι εμπρησμοί από δόλο μειώθηκαν, οι φωτιές όμως αυξήθηκαν. Αγνοώντας τις πραγματικές οικολογικές σχέσεις φωτιάς-μεσογειακού δάσους και, κυρίως, την ευκολία και τα αίτια που προκαλούν την έκρηξη μιας πυρκαγιάς, οι νεόκοποι λάτρεις των περιαστικών και παραθαλάσσιων δασών δεν ήξεραν ότι κυριολεκτικά “έπαιζαν με τη φωτιά”. Το δάσος σήμερα, εκτός από τους εμπρηστές, αντιμετωπίζει και εκατομμύρια καύτρες που μεταφέρουν τα καλοκαιρνά μελτέμια από τις χιλιάδες καμινάδες των ψησταριών ή από το κάψιμο των ξερών χόρτων.

Όποιος κτίζει κοντά σε δάσος υποθηκεύει την ασφάλεια του σπιτιού του. Είναι εξίσου επικίνδυνο με το κτίσιμο σε χειμάρρους, σεισμογενή ρήγματα ή στην άμμο της παραλίας. Η φωτιά, ως φαινόμενο, θα εκδηλώνεται πάντα με την ίδια σφοδρότητα όσο κι αν ο άνθρωπος βελτιώσει τα μέσα δασοπυρόσβεσης που διαθέτει, είτε υπάρχουν εμπρηστές είτε όχι. Είναι βέβαιο ότι, εάν αυτή η σκληρή αλήθεια είχε ειπωθεί πριν από καιρό, πολλές νόμιμες ή παράνομες οικοπεδοποιήσεις δασικών εκτάσεων θα είχαν αποτραπεί.

Βλέπουμε καθημερινά πόσο εύκολα καίγονται τα “επώνυμα”, υψηλής προστασίας περιαστικά δάση. Εκατομμύρια πολίτες και ολόκληρος ο κρατικός μηχανισμός απλώς παρακολουθούν το φαινόμενο, ανήμποροι να αντιδράσουν. Μπορούμε επομένως να συμπεράνουμε τι δυνατότητες προστασίας παρέχονται στα ανώνυμα δάση μας, τα μονίμως κακοδιαχειρισμένα και εγκαταλειμμένα, που ούτε δεξαμενές νερού διαθέτουν στην περιοχή τους ούτε κοντινή δύναμη πυρόσβεσης ούτε είναι στόχος προτεραιότητας για τα πυροσβεστικά αεροπλάνα και ελικόπτερα. Και όμως, μέσα και γύρω από τα δάση αυτά δίνονται διαρκώς άδειες οικοδόμησης, χωρίς να απαιτείται αντιπυρική μελέτη, χωρίς να εξηγεί κανείς στους ανυποψίαστους πολίτες τους κινδύνους που διατρέχουν, όταν μάλιστα εμπλουτίζουν εξωτερικά τις οικίες τους με κάθε είδους ξύλινες κατασκευές για να τις δέσουν με το περιβάλλον.

Μεγάλο πρόβλημα για την Ελλάδα αποτελεί η παγιωμένη άποψη ότι πίσω από κάθε φωτιά υπάρχει και μια οργανωμένη ομάδα εμπρηστών. Δυστυχώς, κανείς δεν αμφιβάλλει πια ότι, ακόμη και δίπλα στο σκουπιδότοπο, τη φωτιά την ανάβουν αποσταθεροποιητές ή οικοπεδοφάγοι, βοσκοί ή ψυχοπαθείς.

Η συνεχής αναφορά σε εμπρηστές ξεκίνησε, δικαιολογημένα, από τη δράση των καταπατητών της αττικής γης. Οι επιστημονικές καταγραφές του καθηγητή Νίκου Στάμου, όμως, δείχνουν ότι τη δεκαετία 1983-1992, από τις 13,196 πυρκαγιές, οι εξακριβωμένοι και οι πιθανοί εμπρησμοί ανέρχονταν σε 2,351 (18%). Ένα ποσοστό 75% των πυρκαγιών οφείλεται σε αμέλεια… Όμως, οι κρατικές υπηρεσίες, προσπαθώντας να δικαιολογήσουν την αναποτελεσματικότητα των αντιπυρικών μέτρων, καλλιέργησαν το μύθο ότι κάθε φωτιά οφείλεται σε εμπρησμό. Το αποτέλεσμα ήταν να πιστέψουν όλοι ότι για να κάψεις ένα δάσος πρέπει να είσαι επιστήμονας-εμπρηστής, με αυξημένες γνώσεις στην τοπογραφία, τη σύνθεση της βλάστησης, την πρόβλεψη του καιρού και να διαθέτεις εμπρηστικούς μηχανισμούς τελευταίας τεχνολογίας. Αυτό φυσικά είχε τρομακτική επίδραση στην αύξηση των πυρκαγιών. Ο αποπροσανατολισμένος πολίτης είναι πεπεισμένος ότι, εφ΄όσον δεν έχει δόλο, δεν μπορεί να προκαλέσει πυρκαγιά. Έχουμε μετατραπεί σε μια εφησυχάζουσα κοινωνία που δεν προσέχει ούτε πού πετά ένα αναμμένο τσιγάρο. Αξίζει να σημειώσω ένα περιστατικό προς μίμηση. Ένα ζευγάρι νέων, πάνω σε μια μοτοσικλέτα, στον περιφερειακό της Κατεχάκη είδε έναν οδηγό να πετά το τσιγάρο του έξω από το παράθυρο. Τον πλησίασαν και ευγενικά του είπαν πόσο εύκολα μπορεί η πράξη του να προκαλέσει πυρκαγιά. Ο οδηγός σταμάτησε και έσβησε το τσιγάρο του. Η αξιέπαινη αντίδραση όσων συμμετείχαν στο συμβάν αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα πως εμείς οι ίδιοι μπορούμε να βοηθήσουμε στην προστασία των δασών μας.

Η ιδέα των εμπρηστών πολλές φορές προκάλεσε την υστερική αντίδραση των διωκτικών Αρχών και τη σύλληψη οποιουδήποτε καταγγέλλεται ότι κυκλοφορεί ύποπτα στο δάσος. Κι όμως, μέσα στα ίδια δάση, οι ίδιοι οι καταγγέλλοντες καίνε τα ξερά χόρτα τους ή ανάβουν ψησταριές ενώ επικρατούν θερμοκρασίες πάνω από 35ο C και άνεμοι ισχυρότεροι από 7 μποφόρ, χωρίς κανείς να τους κάνει έστω μια παρατήρηση.

Στην πυρόπληκτη Ελλάδα, μεγάλο μέρος του προβλήματος θα έλυνε η σωστή πληροφόρηση. Η εκπαίδευση στο θέμα των δασικών πυρκαγιών θα δημιουργήσει πολίτες που θα γνωρίζουν και θα είναι σε θέση να ζουν με τις φωτιές, ανθρώπους που δεν θα τις προκαλούν αλλά και δεν θα τις φοβούνται.

Σε καλύτερα οργανωμένες χώρες εκπονούνται συνεχώς ολοκληρωμένα προγράμματα ενημέρωσης των πολιτών και εκπαίδευσης των μαθητών – κάτι που θα έπρεπε να είχε ξεκινήσει και εδώ από τις πρώτες τάξεις του σχολείου -, εκδίδονται, καθημερινά, δελτία επικινδυνότητας για πρόκληση πυρκαγιάς, και πληροφορίες για τις ενέργειες που πρέπει να αποφεύγονται σε επικίνδυνες καιρικές συνθήκες. Στη χώρα μας, εκτός από ανούσια τηλεοπτικά σποτάκια που διαφημίζουν τον τρόπο εκπαίδευσης των πυροσβεστών ή πόσους υπολογιστές έχει το συντονιστικό κέντρο, τίποτε σημαντικό δεν γίνεται. Και δεν θα ‘θελα να σχολιάσω ότι ενώ ολόκληρη η Ελλάδα καιγόταν, αυτά συνέχισαν να προβάλλονται.

Κανείς δεν πληροφορεί τους πολίτες τι πρέπει να κάνουν κατά τη διάρκεια μιας πυρκαγιάς. Ούτε πώς θα απεμπλακούν σε περίπτωση αποκλεισμού ούτε πώς θα διαφυλαχθούν οι περιουσίες ούτε πώς θα βοηθήσουν στο έργο της κατάσβεσης. Ο αυτοσχεδιασμός χαρακτηρίζει την αντιμετώπιση κάθε πυρκαγιάς. Γι’ αυτό, ακόμη και στις μικρότερες πυρκαγιές επικρατεί συνήθως το χάος. Είναι ίσως φοβερό, αλλά ακόμη και επαγγελματίες πυροσβέστες ελάχιστα γνωρίζουν πώς πρέπει να πράξουν την ώρα της φωτιάς. Παρασύρονται από τρομοκρατημένους πολίτες και υποχωρούν σε ικεσίες ή απειλές, εγκαταλείποντάς τους οποιουδήποτε στοιχειώδεις σχεδιασμούς.

“Φωτιά στο δάσος!” Ποιος είναι ο καταλληλότερος φορέας να αναλάβει την προστασία του; Μέχρι και το 1997 την ευθύνη της δασοπυρόσβεσης είχε η Δασική Υπηρεσία, η οποία χρεώθηκε την αποτυχία της αντιμετώπισης των δασικών πυρκαγιών. Την επόμενη χρονιά, και με συνοπτικές διαδικασίες, η ευθύνη αυτή ανατέθηκε στην Πυροσβεστική Υπηρεσία, στην οποία μεταφέρθηκε ολόκληρος ο εξοπλισμός και μεγάλος αριθμός υπαλλήλων. Αντίθετα, ο προληπτικός σχεδιασμός παρέμεινε αρμοδιότητα της Δασικής Υπηρεσίας. Κατά πόσο είναι σωστή αυτή η πολιτική απόφαση, μόνο ο χρόνος θα το δείξει. Ωστόσο, αιφνιδίασε πολλούς, καθώς είχε προηγηθεί ομόφωνο πόρισμα της Βουλής, η οποία, ύστερα από μακροχρόνια έρευνα και αφού ζήτησε τη γνώμη πολλών επιστημόνων, είχε καταλήξει σε συγκεκριμένες προτάσεις που εστιάζονταν στην οργάνωση ανεξάρτητου φορέα δασοπροστασίας.

Με τη μεταβίβαση της ευθύνης άρχισε μια νέα περίοδος στην ιστορία της δασοπυρόσβεσης. Νέοι άνθρωποι, νέες νοοτροπίες, νέες τεχνικές. Παράλληλα, παροπλίστηκαν δασικοί υπάλληλοι με εμπειρία δεκαετιών και μαζί με αυτούς ένα τεράστιο κατασβεστικό δυναμικό, οι υλοτόμοι, που τους ακολουθούσαν στο δάσος και ταχύτατα άνοιγαν αντιπυρικές ζώνες και στις πιο δύσβατες περιοχές.

Εάν συγκρίνουμε τις τεχνικές που εφαρμόζουμε σήμερα με αυτές των προηγούμενων χρόνων, πρέπει να σταθούμε ιδιαίτερα σε δύο σημεία. Το πρώτο είναι ότι και οι δύο φορείς αντιμετωπίζουν τις φωτιές στο χώρο που γνωρίζουν καλύτερα: οι δασικοί μέσα στο δάσος’ οι πυροσβέστες έξω από αυτό, κοντά στους δρόμους και τα σπίτια. Το δεύτερο, ότι και οι δύο φορείς χρησιμοποιούν τα μέσα που ξέρουν καλύτερα: οι δασικοί το τσεκούρι και το πριόνι, ανοίγοντας αντιπυρικές ζώνες’ οι πυροσβέστες τη μάνικα και το νερό, χρησιμοποιώντας φυσικά ανοίγματα για να μπουν στο δάσος. Η διαφορά νοοτροπίας σχετίζεται και με την αποτελεσματικότητα της αεροπυρόσβεσης. Οι ρίψεις νερού απλώς καθυστερούν τη φωτιά. Απαιτείται η παρουσία επίγειων δυνάμεων που θα εκμεταλλευθούν την ανακοπή της ταχύτητας. Είναι αυτονόητο ότι καλύτερα αποτελέσματα θα δώσει ο μηχανισμός που κινείται μέσα στο δάσος.

Σε όλα αυτά υπάρχει μια πραγματικότητα που κανείς δεν μπορεί να αγνοεί, ειδικά όταν έχει την πολιτική ευθύνη προστασίας του δασικού πλούτου της χώρας. Όταν οι δασικοί έσβηναν τη φωτιά μέσα στα δάση, στόχευαν να την κρατήσουν μακριά από τους οικισμούς. Πολύ συχνά οι καύτρες ξεπερνούσαν όλα τα μέτρα και έφθαναν μέχρι τα σπίτια, όπου όμως έβρισκαν μια ξεκούραστη και με καλό ηθικό πυροσβεστική υπηρεσία που λειτουργώντας στο φυσικό της χώρο προστάτευε ζωές, κατοικίες και περιουσίες. Τα αποτελέσματα αυτής της συνεργασίας φαίνονται στις καταγραφές των ζημιών από τις φωτιές. Μέχρι και το 1997 καίγονταν μόνο μεμονωμένα σπίτια κι αυτό σπάνια. Τα τρία τελευταία χρόνια κάηκαν ολόκληροι οικισμοί.

Θολώνει το νου η ενημέρωση που παρέχεται στους πολίτες κάθε φορά που μια δασική πυρκαγιά βρίσκεται σε εξέλιξη. Τα ΜΜΕ, με τη λειτουργική αρχή τους ότι η κακή είδηση πουλά περισσότερο, τροφοδοτούν το συναίσθημα με εικόνες καμένων δέντρων, ζώων, σπιτιών… Το συμπέρασμα που βγαίνει από τα ρεπορτάζ είναι ότι δεν υπάρχει αύριο μετά τη φωτιά. Η λογική εγκαταλείπεται, το προγονικό ένστικτο αυτοσυντήρησης θεριεύει. Με μόνο δασοπυροσβεστικό όργανο την κλάρα, με σαγιονάρες και φανελάκια, οι άνθρωποι ρίχνονται ακόμη και στο μέτωπο της φωτιάς, περιοχή μέγιστου κινδύνου. Η απειλή από τις φλόγες και τις ρίψεις νερού των αεροπλάνων αγνοείται στην προσπάθεια να σωθεί έστω και ένα δέντρο.

Ακόμη και οργανωμένες ομάδες εθελοντών δασοπυροσβεστών στερούνται και το βασικό εξοπλισμό, που θα τους προσφέρει στοιχειώδη ασφάλεια. Χωρίς οργανωμένους χώρους υποδοχής, χωρίς ένταξη των εθελοντών σε ομάδες, χωρίς τη συνοδεία ομαδάρχη, χωρίς ασύρματο και φαρμακείο, ζητείται η εμπλοκή των πολιτών στην προσπάθεια κατάσβεσης. Έχουν χαθεί άνθρωποι μέσα στις φλόγες και αυτό έγινε αντιληπτό μόνο όταν ανησύχησαν οι οικείοι τους. Το κράτος οφείλει είτε να οργανώσει με καλύτερο συντονισμό την εθελοντική προσφορά στη δασοπυρόσβεση είτε να την απαγορέψει. Θα πρέπει να θεωρηθεί ποινικό αδίκημα η έκκληση για βοήθεια σε άτομα που εκτίθενται σε πραγματικό κίνδυνο δίχως την παραμικρή πρόβλεψη για την ασφάλειά τους.


Οι φωτιές έκαιγαν ακόμη στο Σέιχ-Σου της Θεσσαλονίκης, όταν ανακοινώθηκαν από τα παράθυρα των τηλεοπτικών σταθμών τα μέτρα αποκατάστασης της βλάστησης. Αναγγέλθηκαν αλλαγές στον τύπο της βλάστησης, κυρίως η αντικατάσταση της εύφλευκτης πεύκης από δύσφλεκτα πλατύφυλλα φυλλοβόλα δέντρα, η άμεση αποψίλωση και αναδάσωση κ.α. Οι προτάσεις αυτές υλοποιήθηκαν, χωρίς πρόγραμμα, χωρίς σχέδιο. Η ζημιά που έκανε η φωτιά ωχριά μπροστά στη μη αναστρέψιμη καταστροφή που ήδη έγινε στο οικοσύστημα.

Η παραπληροφόρηση διέπει και τις μεταπυρικές πρωτοβουλίες. Ο ακροατής, που δεν έχει καμιά επιστημονική γνώση για τη λειτουργία των οικοσυστημάτων, βομβαρδίζεται από τηλεοπτικές συζητήσεις για τις επιπτώσεις της φωτιάς στο περιβάλλον και στην υγεία όλων μας, όπου περισσεύει η καταστροφολογία. Νιώθει ότι η ζωή του θα τελειώσει μέσα σε πλημμύρες εξαιτίας των δασών που κάηκαν. Είναι φοβαρό για τα παιδιά-ακροατές από τη μία να τους ζητάμε να μορφωθούν περισσότερο για να ζήσουν καλύτερα στο μέλλον, και από την άλλη να ακούν ότι στο χώρο που ζουν δεν υπάρχει αυτό το μέλλον.

Παγιδευμένοι σ’ αυτό το κλίμα, οι πολίτες ζητούν την άμεση λήψη μέτρων, ασκώντας ισχυρή πίεση στην Τοπική Αυτοδιοίκηση, που στη συνέχεια μεταφέρεται στην κυβέρνηση’ η τελευταία, αντί να λειτουργήσει ως βαλβίδα εκτόνωσης της κατάστασης, μεταφέρει με τη σειρά της την πίεση στις Δασικές Υπηρεσίες. Οι εντολές αποκατάστασης των καμένων εκτάσεων έχουν μόνο ποσοτικές παραμέτρους. Ποτέ ποιοτικές. Κανέναν δεν ενδιαφέρει τι φυτεύεται, αρκεί οι φυτεύσεις να καλύπτουν μεγάλη έκταση. Στο πληγωμένο από τη φωτιά οικοσύστημα καλούνται τα σχολεία, οι φορείς, οι σύλλογοι, οι πολίτες γενικά, να συμμετάσχουν σε άχρηστες και πολλές φορές επιζήμιες αναδασώσεις. Αγνοείται απ’ όλους ότι η φύση έχει προστατέψει και έχει φυλάξει πλούσιο αναγεννητικό υλικό, που είναι έτοιμο να ξαναδημιουργήσει το δάσος. Βαριά μηχανήματα, προκειμένου να ανοίξουν χώρους φύτευσης, ξηλώνουν τους θάμνους, που θα παραβλάσταιναν σύντομα και θα προστάτευαν άμεσα το έδαφος. Οι σπόροι των πεύκων σκεπάζονται με το χώμα του οργώματος ή συνθλίβονται από τις ρόδες των οχημάτων. Στη θέση των ντόπιων, άριστα προσαρμοσμένων, φυτών τοποθετείται ό,τι διαθέσιμο έχουν τα κρατικά φυτώρια, όπως αγγελικές, πικροδάφνες, πυράκανθοι, που προορίζονται για τα πάρκα ή τις αυλές των σπιτιών και είναι τελείως ακατάλληλα για δασικά οικοσυστήματα.Ο φόβος των πλημμυρών οδηγεί στην υπερβολή των αντιπλημμυρικών έργων. Υπερεκτιμώντας την προστασία που προσφέρουν τα δάση από τις πλημμύρες, φορείς όπως η Δασική Υπηρεσία και οι Οργανισμοί Αποχέτευσης κατασκευάζουν φράγματα λίγα μόλις μέτρα μακρύτερα το ένα από το άλλο. Ωστόσο, τα φράγματα οικολογικά κάνουν το μικρότερο κακό. Μεγαλύτερο προκαλούν τα αντιδιαβρωτικά έργα. Για την προστασία του εδάφους από τη διάβρωση σε περίπτωση ισχυρής βροχής τοποθετούνται τα τελευταία χρόνια χιλιάδες μέτρα ξηρών κλαδιών, που προέρχονται από τα καμένα δέντρα, ή και ολόκληρων κορμών. Τα κλαδοπλέγματα και τα κορμοδέματα, όπως ονομάζονται, τοποθετούνται σε γραμμές, κατά μήκος των χωροσταθμικών καμπυλών, σε απόσταση 10 μέτρων περίπου η μία γραμμή από την άλλη. Οι εμπνευστές τους θεώρησαν ότι, όταν η αναγέννηση του οικοσυστήματος αρχίσει από μόνη της να προστατεύει το έδαφος, τα κλαδοπλέγματα, ως οργανική ύλη, θα έχουν αποσυντεθεί. Δεν υπολόγισαν, όμως, ότι οι σαπροφυτικοί μύκητες δυσκολεύονται να αναπτυχθούν στις ιδιαίτερα θερμές και ξηρές μεσογειακές κλιματικές συνθήκες. Όταν υπάρχουν κλαδοπλέγματα που τρία χρόνια μετά την τοποθέτησή τους δεν έχουν ακόμη χάσει της ξηρές βελόνες τους, πόσος χρόνος θα χρειαστεί για να διαλυθεί ένα κλαδί πάχους 2 έως 3 εκατοστών; Έτσι, τοποθετούνται στα δάση μας χιλιάδες μέτρα ξηρής, ιδιαίτερα εύφλευκτης ύλης σε διάταξη καύσης. Το 1998 μεγάλο μέρος της Πεντέλης ξανακάηκε μέσα σε τρία χρόνια, καθώς η φωτιά εκμεταλλεύτηκε αυτές τις κατασκευές για την εξάπλωσή της. Σε 17,000 στρέμματα διπλοκαμένου δάσους η υποβάθμιση του οικοσυστήματος είναι μη αναστρέψιμη. Πραγματική καταστροφή.

Πρέπει, τέλος, να αναφερθούν και οι πρωτόγνωρες για την Ελλάδα φωτιές που κατάκαψαν μεγάλα τμήματα της Πίνδου και του Μαίναλου. Δυστυχώς, η επιστημονική καταγραφή δεν έχει ακόμη μελετήσει αυτές τις πυρκαγιές, γιατί είναι σπανιότατες. Ελπίζουμε και πιστεύουμε ότι και στην περίπτωση αυτή, η φύση θα κάνει τη δουλειά της με τον τρόπο που αυτή γνωρίζει. Όπως έκανε πάντα.

“Ας δούμε την πραγματικότητα κατάματα, χωρίς στρουθοκαμηλισμούς, και ας μεταφέρουμε τις γνώσεις που αποκτούμε έξω από αυτή την αίθουσα. Υπάρχουν εκατομμύρια αυτιά που είναι πρόθυμα να μας ακούσουν”. Ο άνθρωπος που μιλά με τόση θέρμη στην ημερίδα στη Θεσσαλονίκη ξέρει καλά τι λέει. Ο Γιώργος Ευτυχίδης, συντονιστής στο δίκτυο ΠΥΡ-ΣΟΣ – στο οποίο συμμετέχουν οι σημαντικότεροι Έλληνες επιστήμονες που ασχολούνται με το θέμα των δασικών πυρκαγιών – είναι άριστος γνώστης του φαινομένου. Ο κόσμος σήμερα είναι ευαισθητοποιημένος περισσότερο από κάθε άλλη εποχή για τα δάση μας. Πρέπει να εκμεταλλευτούμε αυτό το ενδιαφέρον ώστε να τον ενημερώσουμε. Η φωτιά είναι ιδιαίτερα σημαντική για τη διατήρηση των μεσογειακών οικοσυστημάτων και αποτελεί επαναλαμβανόμενο φαινόμενο. Αυτοί που διατυπώνουν δημόσιο λόγο πρέπει να εκπαιδεύσουν τους πολίτες να ζουν με τις φωτιές, εκφραζόμενοι με περισσή ευαισθησία και κυρίως γνώση. Δεν γίνονται καλύτεροι οι τρομοκρατημένοι πολίτες. Χρειάζεται επίσης γενναιότητα. Είναι δύσκολο να λες δημόσια ότι πρέπει να μειωθούν οι αναδασώσεις, ότι ο εμπλουτισμός με φυλλοβόλα είναι μια εγκληματική οικολογικά ενέργεια, ότι με τα κλαδοπλέγματα είναι σαν να τοποθετείς μπαρούτι στο δάσος που αναγεννιέται, ότι η Πολιτεία πρέπει να σταματήσει τη δαπάνη δισεκατομμυρίων για άχρηστες παρεμβάσεις, δίνοντας οικονομικό κίνητρο σε όσους επωφελούνται ώστε να προκαλέσουν νέες πυρκαγιές.

Τα ελληνικά δάση επιβίωσαν σε μια περιοχή όπου αναπτύχθηκε ένας υψηλού βαθμού πολιτισμός, ο οποίος βασίστηκε πολύ στην ξυλεία. Οι Έλληνες μεγαλούργησαν σαν θαλασσοκράτορες χρησιμοποιώντας ξύλινα πλοία. Το ξύλο βοήθησε να κτιστεί η Ακρόπολη και τ’ άλλα θαυμαστά μνημεία. Τα δάση επιβίωσαν από δεκάδες πολεμικές επιχειρήσεις με εισβολείς και εμφύλιους πολέμους. Άντεξαν και προστάτεψαν τον κατατρεγμένο λαό κατά τη διάρκεια της Τουρκοκρατίας. Κι όμως, αυτά τα δάση κινδυνεύουν στις μέρες μας με αφανισμό, από το ζήλο και την αγάπη που τους δείχνει η σημερινή ευημερούσα κοινωνία μας.

Κείμενο: Παύλος Κωνσταντινίδης (Ερευνητής του ΕΘ.Ι.Α.ΓΕ)

Πηγή: Γαιόραμα (Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2001)

Μπορείς να δεις συζήτηση για το θέμα εδώ

Leave a comment »

Επικίνδυνα συνθετικά χημικά συστατικά στα καλλυντικά


Από το Νόμο (1/11/98) όλα τα καλλυντικά πρέπει να αναγράφουν ΟΛΑ τα συστατικά που περιέχουν στην ετικέτα τους. Αλλά οι περισσότεροι καταναλωτές δεν έχουν ιδέα τι σημαίνουν αυτά τα χημικά ονόματα. Ορισμένα προϊόντα που ακούγονται ή φαίνονται φυτικά στο μπροστινό μέρος της ετικέτας, μόνο φυτικά δεν είναι όταν διαβάσουμε τη λίστα με τα συστατικά (τα μικρά γράμματα) στο πίσω μέρος του προϊόντος.

Πάνω από 10,000 χημικές ουσίες χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά χωρίς να παραβιάζονται οι νόμοι. Πολλά από αυτά όμως δεν είναι τόσο «αθώα».

Επικίνδυνα συνθετικά χημικά συστατικά στα καλλυντικά που πρέπει να ΑΠΟΦΕΥΓΟΥΜΕ

«Τα περισσότερα συνθετικά χημικά γύρω μας είναι τοξικά. Ακούμε τη λέξη «τοξικό» τόσο συχνά που έχει χάσει πια το νόημά της. Αλλά «τοξικό» σημαίνει δηλητηριώδες. Οτιδήποτε είναι «ικανό να καταστρέψει ζωή».

«Περικυκλωμένοι όπως είμαστε με τοξικά προϊόντα είναι σημαντικό να μελετάμε τις ετικέτες τους, να λαμβάνουμε υπόψη τις συνέπειες που έχουν στην ΥΓΕΙΑ μας και να τα πετάμε, προτιμώντας άλλα πιο ασφαλή προϊόντα».

Nina Silver PhD

Aceton – Ακετόνη

Το γνωστό «ασετόν» που χρησιμοποιείται ως διαλύτης για τα βερνίκια νυχιών, συγκαταλέγεται σε λίστες επικίνδυνων ουσιών. Προκαλεί ξηροστομία, ζαλάδα, ναυτία, δυσκολία στην ομιλία και σε ακραίες περιπτώσεις κώμα. Λειτουργεί ως κατασταλτικό του κεντρικού νευρικού συστήματος (ΚΝΣ).

Aluminium Allantoinate, Aluminum Carbonate, Aluminium Chloride – Συνθέσεις αλουμινίου

Ένα πολύ κοινό συστατικό που χρησιμοποιείται σε αποσμητικά και αντι-ιδρωτικά. Οι συνθέσεις αλουμινίου μπορούν κυριολεκτικά να σταματήσουν την φυσική διαδικασία εφίδρωσης του σώματος. Μπορούν να συρρικνώσουν τους ιδρωτοποιούς αδένες και να μπλοκάρους τους πόρους. Μπορούν να προκαλέσουν αλλεργικές αντιδράσεις και ενοχοποιούνται για την ασθένεια Alzheimers. Πρέπει να τα αποφεύγουμε και ιδιαίτερα οι γυναίκες όπου τα χημικά που βάζουν στις μασχάλες φτάνουν μέσω των αδένων στο στήθος και συσσωρεύονται.

Ammonium Hydroxide Compounds – Συνθέσεις αμμωνίας

Πολλές συνθέσεις αμμωνίας χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά. Είναι τοξικές και προκαλούν αλλεργικές αντιδράσεις σε πολλούς ανθρώπους. Μακροχρόνια επαφή μπορεί να προκαλέσει βήχα, ανακοπή της αναπνοής με αποτέλεσμα πνευμονικό οίδημα, που μπορεί να προκαλέσει το θάνατο. Πρέπει να τις αποφεύγουμε.

Benzophenone – Βανζοφαινόνη – Benzene, Benzylphenyl, Ketone

Χρησιμοποιείται ευρέως σε αντιηλιακά, σαμπουάν, καθαριστικά και αρώματα. Ερεθιστικό για τα μάτια, το δέρμα και το αναπνευστικό σύστημα. Βλαβερό με την εισπνοή, την κατάποση ή την απορρόφηση από το δέρμα. Συγκαταλέγεται στη λίστα επικίνδυνων χημικών ουσιών που δημοσιεύτηκε πρόσφατα από την Παγκόσμια Οργάνωση για τη φύση WWF και υπολείμματά του βρέθηκαν στο μητρικό γάλα.

Benzyl Acetate – Οξικό Βενζύλιο

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις ότι είναι καρκινογόνος ουσία (καρκίνος του παγκρέατος). Προκαλεί ερεθισμούς στα μάτια και το αναπνευστικό σύστημα, βήχα και συστημικές αντιδράσεις. Τοξικό.

Benzyl Alcohol – Βενζυλική Αλκοόλη

Πετροχημικό συστατικό που χρησιμοποιείται στα καλλυντικά. Απορροφάται από το δέρμα πολύ εύκολα. Μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς στα μάτια, πονοκεφάλους, ναυτία, εμετό, ζαλάδα, πτώση της πίεσης του αίματος, καταστολή του κεντρικού νευρικού συστήματος και σε ακραίες περιπτώσεις διακοπή της αναπνοής και θάνατο.

BHT: Butulated Hydroxutoluene – Βουτίλιο Υδροτολονόλιο

Είναι συθετικό συστατικό (από πετρέλαιο). Περιέχεται σε υδατικές κρέμες, ορούς ενυδάτωσης και γενικά στα καλλυντικά σαν αντιοξειδωτικό. Είναι εξαιρετικά φωτοευαίσθητο και προκαλεί μεγάλους ερεθισμούς με την έκθεση στον ήλιο. Προκαλεί ερεθισμούς στα μάτια και στο δέρμα, διαταραχές και ερεθισμούς στο πεπτικό και αναπνευστικό σύστημα και κατ’ επέκταση στην καρδιά.

Ακόμα μπορεί να προκαλέσει αναπαραγωγικά προβλήματα και διαταραχές στο έμβρυο. Σε πειράματα που έγιναν, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι μπορεί να προκαλέσει τερατογένεση (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας).

Η μεγάλη συσσώρευσή του προκαλεί γαστρεντερίτιδα, ναυτία, εμετούς και διάρροιες και γενικά ακραία προβλήματα υγείας. Ύποπτο για καρκινογένεση σε βαθμό επικινδυνότητας 3. Περιέχει τα επικίνδυνα συστατικά Cresol και Phenol, συστατικά που κατηγοριοποιούνται για πολλά προβλήματα υγείας και μόλυνσης του περιβάλλοντος.

Cocamide DEA – Αμίδια κόκκου υδροξυκίθυλο

Ένα μείγμα από εθανολαμίνες από οξέα καρύδας που χρησιμοποιείται επειδή βγάζει σαπουνόφουσκες και κάνει πιο παχύρρευστα τα καλλυντικά ή σαμπουάν. Όμως επειδή αναμιγνύεται με συνθετικά χημικά μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές αντιδράσεις και ξηρότητα στο δέρμα και στα μαλλιά. Είναι τοξικό.

Diethanolamine (DEA) – Διαιθανολαμίνη

Συχνά χρησιμοποιείται στα καλλυντικά σαν εξισορροπιστής του pH. Επίσης χρησιμοποιείται σε πολλά λιπαρά οξέα για να μετατρέψει το οξύ σε άλλους (Stearate) το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιείται σα βάση στο γαλάκτωμα.Το συστατικό αυτό προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις, ερεθισμούς στα μάτια και στο δέρμα. Τοξικό αν χρησιμοποιείται για μεγάλη χρονική περίοδο. Πιθανός παράγοντας καρκινογένεσης.

DMDM Hydantoin

Χρησιμοποιείται σε προϊόντα περιποίησης του δέρματος και των νυχιών, προκαλώντας αλλεργίες, ισχυρούς πόνους και καρκίνο.

EDTA Ethylenedinitrilo – Edetic Arid

Συνθετικό χημικό που χρησιμοποιείται για μαλακτικό νερού και σαν αντιοξειδωτικό. Προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις και είναι τοξικό. Μάλιστα ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας το κατατάσσει στις τερατογενείς ουσίες.

Fluoride – Φθόριο

Είναι δηλητήριο. Πριν δεκαετίες το φθόριο χρησιμοποιείτο σαν δηλητήριο για τα ποντίκια, αρουραίους. Καταστρέφει την ακετυλοχολίνη (μια ουσία που είναι υπεύθυνη για τη μεταβίβαση του νευρικού συστήματος) με αποτέλεσμα να μην μεταδίδεται το αίσθημα του πόνου από τα δόντια στον εγκέφαλο. Όσο λιγότερη ακετυλοχολίνη υπάρχει στον οργανισμό τόσο λιγότερη είναι η ικανότητα μνήμης. (Πρόβλημα στην κυκλοφορία εντολών). Η νόσος Alzheimer οφείλεται σε μειωμένη παραγωγή ακετυλοχολίνης. Το 50% του φθορίου απορροφάται από τα αιμοφόρα αγγεία στο στόμα και συσσωρεύεται κυρίως στα κόκαλα και στα δόντια. Η επίδρασή του στα κόκαλα είναι άμεση και οδηγεί σε οστεοπόρωση και αρθρίτιδα. Στον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο χρησιμοποιείτο από τους Γερμανούς στους φυλακισμένους με αποτέλεσμα νωθρότητα, μειωμένη αντίληψη και σκέψη. Από το 1990 το φθόριο έχει συγκαταλεγεί στις καρκινογόνες ουσίες από το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου των ΗΠΑ με ένδειξη καρκίνου των οστών και οστεοσαρκώματος. Η Διεθνής Ακαδημία Στοματικής Ιατρικής και Τοξικολογίας κατέταξε το φθόριο ως μη αποδεκτό οδοντικό φάρμακο, λόγω της υψηλής τοξικότητάς του. Έρευνες έδειξαν ότι αν ένα παιδί καταναλώσει 50ml οδοντόκρεμας που περιέχει φθόριο μπορεί να πεθάνει. Εσείς θα συνεχίσετε να έχετε την οδοντόκρεμα σας στον νιπτήρα σας;

Formaldehyde – Φορμόλη – Φορμαλδεΰδη

Χρησιμοποιείται σαν συντηρητικό και μικροβιοκτόνο. Συνήθως παράγωγά του χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά γιατί το ίδιο μυρίζει πολύ έντονα. (Χρησιμοποιείται για την ταρίχευση νεκρών, πουλιών και ζώων) προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις, πιθανό καρκινογόνο, σίγουρα τοξικό.

Imidazolidinyl Urea και Diazolidinyl Urea – Ιμιδαζολινική Ουρία

Αυτά είναι τα πιο συχνά χρησιμοποιημένα συντηρητικά μετά τα Parabens. Σύμφωνα με την Αμερικάνικη Ακαδημία Δερματολογίας προκαλούν δερματίτιδα, ενώ σε θερμοκρασίες πάνω από 10ο C ελευθερώνουν φορμόλη (ταριχευτικό υγρό που χρησιμοποιείται στα πτώματα). Αυτά τα χημικά είναι τοξικά.

Isopropyl Alcohol – Ισοπροπυλική Αλκοόλη

Propyl AlcoholPropanol

Χημική ουσία από πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται σε κρέμες προσώπου. Ερεθίζει τα μάτια, επηρεάζει το κεντρικό νευρικό σύστημα, ερεθίζει το δέρμα, προκαλεί κοκκινίλες και πόνο. Με την αναπνοή αυτής της ουσίας έχουμε συμπτώματα ζαλάδας, πονοκεφάλους, αναισθησία, ακόμα και θάνατο. Άτομα με ευαισθησίες στο δέρμα, προβλήματα νεφρών, συκωτιού, καρδιάς και κυκλοφορικά είναι πιο ευάλωτα τοξικά. Μπορεί να προκαλέσει τερατογένεση.

Magnesium Nitrate – Μαγνισιονατρικό Άλας

Επικίνδυνο εύφλεκτο υλικό – Προκαλεί ερεθισμούς και εγκαύματα στο δέρμα. Με την αναπνοή έχουμε έντονο βήχα – αδύνατη αναπνοή. Προκαλεί ερεθισμούς στα μάτια ακόμα και προσωρινά προβλήματα στην όραση. Χρόνια έκθεση μπορεί να προκαλέσει αδυναμία, κατάθλιψη, πονοκεφάλους, διανοητικά προβλήματα. Μειώνει την ικανότητα του αίματος να μεταφέρει οξυγόνο στα διάφορα όργανα του οργανισμού.

Mineral Oil – Μεταλλικό Έλαιο

Σε κρέμες χειλιών, ματιών, χεριών, σώματος, υδατικές κρέμες, μέϊκαπ, προϊόντα μαλλιών κλπ. Καλύπτει το δέρμα με ένα λεπτό (σαν μεμβράνη) στρώμα (κυριολεκτικά), εμποδίζοντας την ικανότητά του να αναπνέει, να αποβάλλει τις τοξικές ουσίες, να ενυδατώνεται και να δημιουργεί νέα υγιή κύτταρα. Συχνές αντιδράσεις είναι μαύρα στίγματα, σπιθουράκια, αφυδάτωση, φωτοευαισθησία (υπερευαισθησία στον ήλιο – πανάδες), πρόωρη γήρανση του δέρματος. Καρδιολογικές διαταραχές. Αλλεργικές διαταραχές. Διαταραχές στο αμυντικό σύστημα, κατάθλιψη του κεντρικού συστήματος. Βλάβες στα νεφρά και στο συκώτι. Δυσκολία στην αναπνοή.

Methyl – Propyl, Butyl, Ethyl Paraben – Παραβένες

Χρησιμοποιούνται για την αναστολή μικροβίων και για να αυξήσουν τη διάρκεια ζωής ενός προϊόντος. Αν και είναι γνωστό ότι είναι πολύ τοξικά χρησιμοποιούνται ευρύτατα. Έχουν προκαλέσει αλλεργίες και δερματίτιδες. Επιστημονικές έρευνες του πανεπιστημίου Brunel έχουν αποδείξει ότι μπορούν να απορροφηθούν από το δέρμα. Μέσα στο σώμα λειτουργούν σαν ξένη θηλυκή ορμόνη προκαλώντας μείωση της δύναμης του σπέρματος, καρκίνο στους όρχεις, δυσμορφίες στο πέος, και άλλες διαταραχές στο αναπαραγωγικό σύστημα στους άνδρες και καρκίνο στο στήθος της γυναίκας.

Nylon 12 (Polyamide) – Νάϊλον 12 – Πολυαμίδιο

Προκαλεί δερματίτιδες, ερεθισμούς και εγκαύματα στα μάτια. Προβλήματα στην όραση. Συγκαταλέγεται μεταξύ των συστατικών που μπορεί να προκαλέσουν καρκινογένεση. (Π.Ο.Υ.)

Paraffinium Liquidium – Παραφίνη – Παράγωγο πετρελαίου

Χρησιμοποιείται σε πολλά καλλυντικά, κραγιόν, κρέμες κλπ. Τοξικό. Προκαλεί ερεθισμούς στα μάτια, σε επαφή με το δέρμα προκαλεί δερματίτιδα, πονοκεφάλους, ζαλάδες, αναισθησία. Παρόμοια συμπτώματα με το Mineral Oil.

Petrolatum – Πετρελαιώδες – Μεταλλικό Έλαιο

Είναι ένα μεταλλικό έλαιο και προκαλεί πολλά προβλήματα όταν χρησιμοποιείται στο δέρμα. Προκαλεί φωτοευαισθησία (κάνει τον ήλιο πιο επικίνδυνο στο δέρμα), έχει την τάση να εμποδίζει την λειτουργία του φυσικού μηχανισμού του σώματος και οδηγεί στην αφυδάτωση και ξεφλούδισμα του δέρματος. Αγοράζουμε ένα προϊόν που προκαλεί τις ιδιότητες που λέει ότι ανακουφίζει. Χρησιμοποιείται από τις βιομηχανίες καλλυντικών γιατί είναι απίθανα φτηνό συστατικό. Παρόμοια συμπτώματα με το Mineral Oil.

Polyvinyl Purrolidone (PVP) – Πολυβινιλιοπυρολιντόν

Βλαβερό με την εισπνοή ή με την απορρόφησή του από το δέρμα. Προκαλεί ερεθισμό στα μάτια. Ερεθίζει τις βλενώδεις μεμβράνες και το άνω αναπνευστικό σύστημα.

Ανήκει στην κατηγορία Γ με την ένδειξη τερατογένεσης στα ζώα.

Συγκαταλέγεται μεταξύ των συστατικών που μπορεί να προκαλέσουν καρκινογένεση.

Αποφεύγεται την επαφή με το προϊόν και την εισπνοή.

Propylene Glycol – Προπυλενογλυκόλη

Μια σύνθετη πετροχημική ανάμιξη που χρησιμοποιείται σαν υγραντικό. Είναι φθηνό και ευρέως διαθέσιμο συστατικό. Είναι γνωστό ότι μπορεί να προκαλέσει αλλεργικές και τοξικές αντιδράσεις. Είναι πρωταρχικό ερεθιστικό του δέρματος ακόμα και σε πολύ μικρό ποσοστό συμπύκνωσης. Η λειτουργία του είναι να απορροφά την υγρασία από το δέρμα «κλέβοντάς» την από το χαμηλό στρώμα για να τη φέρνει στην επιφάνεια. Χρησιμοποιείται πολύ σε βιομηχανικά προϊόντα, όπως το υγρό φρένων και αντιψυκτικό υγρό για αυτοκίνητα ή για βαφές. Το συγκεκριμένο προϊόν αναφέρεται ότι μπορεί να προκαλέσει ανωμαλία στο συκώτι ή ακόμα και καταστροφή των νεφρών.

Propyl Gallate – Προπύλιο – Εστέρας γαλλικού οξέως

Αντιοξειδωτικό. Προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις. Είναι τοξικό.

PUP/VA Copolymer PUP/VA – Συμπολιμεριστής

Ένα χημικό από πετρέλαιο. Χρησιμοποιείται στο σπρέυ μαλλιών, τζελ και άλλα καλλυντικά. Θεωρείται τοξικό γιατί σε ανθρώπους με ευαισθησία στους πνεύμονες έχουν βρεθεί μόρια του συστατικού αυτού.

Poly – Quaternium – Κουατέρνιο

Είναι παράγωγο αμμωνίας που χρησιμοποιείται στα καλλυντικά. Προκαλεί ερεθισμούς στα μάτια, τριχόπτωση, ξεφλούδισμα στο δέρμα και σοβαρές αλλεργικές αντιδράσεις. Είναι τοξικό.

Sodium C 14-16 Olefin Sulfonate – Ολεφινικό Σουλφίδιο

Χρησιμοποιούνται στα σαμπουάν και άλλα καλλυντικά σαν υγραντικά. Είναι παράγωγα πετρελαίου και είναι τοξικές.

Stearalkonium Chloride – Στερεατικό Χλωρίδιο

Ένα χημικό που χρησιμοποιείται σε μαλακτικά μαλλιών και κρέμες προσώπου. Δημιουργήθηκε αρχικά από την βιομηχανία για μαλακτικό ρούχων. Είναι πολύ πιο φθηνό από φυτικά εκχυλίσματα που πραγματικά βοηθάνε τα μαλλιά και το δέρμα. Είναι τοξικό.

Sodium Hydroxide – Καυστικό Νάτριο

Περιέχεται σε πούδρες, σαπούνια, σαμπουάν, προϊόντα που ισιώνουν τα μαλλιά, αφρούς ξυρίσματος, υδατικές κρέμες κλπ. Απορροφάει νερό γρήγορα. Χρησιμοποιείται για τον καθαρισμό αποχετεύσεων. Η χρήση του για τον καθαρισμό αποχετεύσεων σε συμπύκνωση πάνω από 10% έχει απαγορευτεί στην Αμερική. Προκαλεί δερματίτιδα, ενώ η εισαγωγή του στο σώμα προκαλεί εμετό, σωματική εξάντληση και κατάρρευση του σώματος. Με την εισπνοή του προκαλούνται βλάβες στα πνευμόνια.

Sodium Lauryl Sulphate – Sodium Laureth Sulphate

Μπορεί να είναι συνθετικής (από πετρέλαιο) ή φυτικής προέλευσης (από καρύδα) ανάλογα με τη φιλοσοφία της εταιρίας. Χρησιμοποιείται στα σαμπουάν και άλλα καλλυντικά σαν καθαριστικό. Το χημικό προκαλεί ερεθισμούς στα μάτια, εξανθήματα και φαγούρες στο δέρμα, τριχόπτωση, πιτυρίδα και αλλεργικές αντιδράσεις.

Triethanolamine (TEA) – Τριαιθανολαμίνη

Συχνά χρησιμοποιείται στα καλλυντικά σαν εξισορροποιητής του pH. Επίσης χρησιμοποιείται σε πολλά λιπαρά οξέα σε άλας (stearate) το οποίο στη συνέχεια χρησιμοποιείται σαν βάση για γαλάκτωμα. Το συστατικό αυτό προκαλεί αλλεργικές αντιδράσεις, προβλήματα στα μάτια, αφυδάτωση στα μαλλιά και στο δέρμα. Μπορεί να είναι τοξικό αν χρησιμοποιείται για μεγάλη χρονική περίοδο.

Fragrance – Parfum – Συνθετικά αρώματα

Τα συνθετικά αρώματα που χρησιμοποιούνται στα καλλυντικά μπορεί να έχουν μέχρι και 600 διαφορετικά συστατικά. Το 95% από αυτά είναι από πετρέλαιο. Δεν υπάρχει τρόπος να ξέρουμε ποια είναι αυτά τα συστατικά καθώς η ετικέτα λέει απλά Parfum ή Fragrance (άρωμα). Μερικά από τα προβλήματα που προκαλούν αυτές οι ουσίες είναι πονοκεφάλους, εξανθήματα, φαγούρες, κοκκινίλες, βήχα, άσθμα, τάσεις για εμετό, πολλά έχουν «ναρκωτική» επίδραση. Πολλά από τα χημικά που είναι στα συνθετικά αρώματα είναι τα ίδια με αυτά στον καπνό του τσιγάρου που είναι καρκινογόνα. Αν ένα καλλυντικό έχει τη λέξη Fragrance ή Parfum (άρωμα) δεν πρέπει να το χρησιμοποιούμε.

F&DCC.I. – Κωδικοί χρώματος – Συνθετικά χρώματα

Τα συνθετικά χρώματα που χρησιμοποιούνται για να κάνουν ένα προϊόν «όμορφο» πρέπει να τα αποφεύγουμε πάση θυσία όπως και τις βαφές των μαλλιών. Αναγράφονται σαν FD&C ή D&C και ακολουθεί ένα χρώμα και ένας αριθμός. Για παράδειγμα FD&C ή D&C ή C.I. 77496. Συνήθως προέρχονται από πίσσα. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας είναι παράγοντες που προκαλούν καρκίνο. Επίσης προκαλούν δερματοπάθειες και ελάττωση των επιπέδων οξυγόνου στο σώμα. Αν ένα καλλυντικό το έχει μέσα δεν πρέπει να το χρησιμοποιούμε.

Tallow (Sodium Tallowed, Tallow Amine Oxide)

Λίπος από λιπώδεις ιστούς βοοειδών και προβάτων. Χρησιμοποιείται ευρέως στα κοινά σαπούνια, αφρούς ξυρίσματος, κραγιόν, σαμπουάν κλπ. Άγευστο και άοσμο συστατικό, μπορεί να προκαλέσει ερεθισμούς και έκζεμα. Σημειώνεται ότι οι τοξίνες και οι διοξίνες συσσωρεύονται σε μεγάλες ποσότητες στους λιπώδεις ιστούς των ζώων με αποτέλεσμα η χρήση του συστατικού αυτού στα διάφορα προϊόντα να αποτελεί κίνδυνο μεταφοράς των επικίνδυνων χημικών στον ανθρώπινο οργανισμό.

Προϊόντα για μωρά και μικρά παιδιά

Προϊόντα ειδικά για παιδιά συμπεριλαμβάνουν λάδια, σαμπουάν, πούδρες, σαπούνια, λοσιόν και κρέμες. Υπάρχουν πολύ λίγα φυτικά προϊόντα, γι’ αυτό χρειάζεται πολύ προσοχή να τα επιλέγουμε διαβάζοντας προσεκτικά τη λίστα συστατικών στην ετικέτα. (Πλέον δεν είναι τόσο λίγα, πρέπει δε να διευκρινιστεί και η διαφορά μεταξύ φυτικού, το οποίο έχει ως βάση φυτικές ουσίες, αλλά και συνθετικά σε μικρότερο βαθμό, και στα βιολογικά, τα οποία είναι καθαρά, μόνον από φυτικές πηγές.) Για παράδειγμα, τα σαμπουάν που ισχυρίζονται ότι δεν προκαλούν «δάκρυα» όταν μπαίνουν στα μάτια των παιδιών πρέπει ν’ αποφεύγονται γιατί περιέχουν χημικά ΑΝΑΙΣΘΗΤΙΚΑ και μπορεί να είναι επικίνδυνα. Το δάκρυσμα είναι μια σημαντική φυσιολογική διαδικασία που δείχνει ότι το μάτι κινδυνεύει και δεν πρέπει να εμποδίζεται με χημικά. Τα συνθετικά χημικά είναι ακόμη πιο τοξικά για μικρά παιδιά γι’ αυτό χρειάζεται να τα ελέγχουμε ώστε να τα προστατέψουμε.

Κίνδυνος για τους επαγγελματίες

Ακόμη σε άλλη έρευνα που έγινε, φάνηκε ότι οι αισθητικοί και οι κομμωτές που έρχονται σε συνεχή επαφή με καλλυντικά έχουν 2-4 φορές περισσότερες τοξίνες από τις γυναίκες που χρησιμοποιούν καλλυντικά συνεχώς, κάτι που θεωρείται φυσικό αποτέλεσμα με δεδομένο ότι τα περισσότερα καλλυντικά περιέχουν τοξικές ουσίες.

Τέλος, εκείνο που επισημαίνεται από διάφορους επιστήμονες, σε σχέση με τις απορίες που υπάρχουν από το καταναλωτικό κοινό, στο ΓΙΑΤΙ δεν έχουν ενημερωθεί μέχρι σήμερα για τα χημικά συστατικά που περιέχονται μέσα στα καλλυντικά, είναι ότι για να περάσει μια πληροφορία από την επιστημονική κοινότητα στο ευρύ κοινό χρειάζεται ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, τουλάχιστον 20 χρόνων. Χρόνος ο οποίος τώρα μόλις συμπληρώνεται από τη στιγμή που υπήρξαν οι πρώτες υποψίες και έρευνες για τις παρενέργειες των καλλυντικών.

Ποτέ δεν θα τρώγαμε ούτε θα δίναμε στα παιδιά μας κοτόπουλο με διοξίνες, αλλαντικά με σαλμονέλα ή κρέας με νόσο «τρελής αγελάδας». Ούτε θα φορούσαμε γυαλιά που θα κάνανε κακό στην όρασή μας, όσο φθηνά και να ήταν γιατί γνωρίζουμε πολύ καλά ότι θα τα πληρώναμε όλα αυτά πολύ πιο ακριβά με την υγεία μας. Τώρα που ξέρουμε ότι υπάρχουν διάφορα συστατικά στα καλλυντικά που μπορούν να διαπεράσουν το δέρμα και να προκαλέσουν σοβαρές βλάβες στην υγεία μας… πώς μπορούμε να μην τα αποφύγουμε;

Πηγές:

  • Πανεπιστήμιο Οξφόρδης
  • Πανεπιστήμιο Brunel
  • Παγκόσμιο Ταμείο για τη φύση
  • Ενδοκρινολογικό τμήμα νοσοκομείου «Έλενα»
  • Περιοδικό Τοξικολογίας και Εφαρμοσμένης Φαρμακολογίας
  • Αμερικάνικη Ακαδημία Δερματολογίας
  • Ινστιτούτο έρευνας προληπτικής τύφλωσης Αμερικής
  • Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας
  • Οργανισμός τροφίμων και φαρμάκων Αμερικής
  • «Στοιχεία Ασφάλειας Υλικών»
  • Οδηγός για ζωή χωρίς τοξίνες
  • WWF
  • «Τι είναι στα καλλυντικά σας» Aubrey Hampton
  • Λεξικό καταναλωτών για τα συστατικά στα καλλυντικά-Ruth Winter
  • Εταιρεία Προστασίας Περιβάλλοντος ΗΠΑ
  • Κέντρο Πληροφοριών Περιβαλλοντολογικών Τερατογενών
  • Grant W. Morton MD Τοξολογία του Ματιού
  • Υποθηκοφυλάκιο για Τοξικές Επιδράσεις των Χημικών Ουσιών ΗΠΑ
  • Απογευματινή-7/12/2000

Πηγή : Εφημερίδα “Τα Νέα” – Δεκέμβριος 1999


Comments (4) »

Τα ελιξήρια του θανάτου (Μέρος ΙΙ)


Η χλωρντέην, που είναι ένας άλλος χλωριούχος υδρογονάνθρακας, έχει όλες αυτές τις δυσάρεστες ιδιότητες που αποδίδονται στο Ντι Ντι Τι, κι ακόμα μερικές που είναι αποκλειστικά δικές του. Τα υπολείμματά του διατηρούνται για πολύ καιρό στο έδαφος, στις τροφές, ή στις επιφάνειες πάνω στις οποίες βρίσκεται. Η χλωρντέην χρησιμοποιεί όλες τις πιθανές πύλες εισόδου του ανθρώπινου σώματος. Απορροφάται από το δέρμα, από το αναπνευστικό σύστημα όταν είναι σε μορφή σκόνης ή σπρέυ, και φυσικά κι από την πεπτική οδό, αν καταπιούμε υπολείμματά της. Όπως όλοι οι άλλοι χλωριούχοι υδρογονάνθρακες, τα αποθέματά της συσσωρεύονται μέσα στο ανθρώπινο σώμα. Ένα διαιτολόγιο που περιέχει μια μικρή αναλογία χλωρντέην 2,5 προς 1 εκατομμύριο, μπορεί ενδεχομένως να καταλήξει σε μια αναλογία 75 προς 1 εκατομμύριο που θα αποθηκευτεί μέσα στο λίπος των πειραματόζωων.

Ο Δρ. Λέμαν που είναι ένας πολύ έμπειρος φαρμακολόγος, το 1950 περιέγραψε την χλωρντέην σαν «ένα απ’ τα πιο τοξικά εντομοκτόνα – οποιοσδήποτε την χρησιμοποιεί μπορεί να δηλητηριαστεί». Αν κρίνουμε απ’ την ευκολία με την οποία χρησιμοποιούν οι κάτοικοι των προαστίων την ουσία αυτή για το γκαζόν των κήπων τους, θα καταλάβουμε ότι δεν πήραν και πολύ στα σοβαρά την προειδοποίηση αυτή. Το γεγονός ότι αυτοί οι κάτοικοι των προαστίων δεν προσβάλλονται αμέσως, δεν σημαίνει και πολλά πράγματα, γιατί οι τοξίνες μπορεί να υπάρχουν μέσα στο σώμα τους για πολύ καιρό και τα αποτελέσματά τους να φανούν μήνες ή και χρόνια αργότερα, με τη μορφή κάποιας περίεργης ανωμαλίας, της οποίας θα είναι πολύ δύσκολο να βρεθούν τα αίτια. Από την άλλη μεριά, ο θάνατος μπορεί να πλήξει τον άνθρωπο πολύ γρήγορα. Ένα θύμα που έχυσε καταλάθος πάνω του ένα διάλυμμα που περιείχε 25% χλωρντέην, παρουσίασε συμπτώματα δηλητηριάσεως μέσα σε 40 λεπτά και πέθανε πριν να προλάβουν να του παρέχουν οποιαδήποτε ιατρική φροντίδα. Δεν πρέπει να βασίζεται κανείς στις προειδοποιήσεις και τα αντίδοτα που υπάρχουν πάνω στα κουτιά με τα φάρμακα, γιατί πρέπει να δοθούν μέσα σε ορισμένο χρόνο.

Το επταχλώριο, που είναι ένα απ’ τα συστατικά της χλωρντέην κυκλοφορεί στην αγορά και σαν ξεχωριστό φάρμακο. Έχει μια ιδιαίτερα μεγάλη ικανότητα να αποθηκεύεται μέσα στο λίπος. Αν το διαιτολόγιο περιέχει μια αναλογία 1/10 προς 1 εκατομμύριο επταχλώριο, τότε στο σώμα θα υπάρχουν ποσότητες αρκετά μεγάλες για να μπορούν να μετρηθούν. Έχει επίσης την περίεργη ιδιότητα να αλλάζει και να γίνεται μια εντελώς ξεχωριστή χημική ουσία που είναι γνωστή σαν εποξείδιο του επταχλωρίου. Αυτό συμβαίνει μέσα στο έδαφος καθώς και στους ιστούς των φυτών και των ζώων. Τα τέστ που έγιναν πάνω σε πουλιά, έδειξαν ότι το εποξείδιο αυτό που δημιουργείται απ’ την αλλαγή του επταχλωρίου, είναι πιο τοξικό απ’ την αρχική χημική ουσία, που με τη σειρά της είναι τέσσερις φορές πιο τοξική απ’ την χλωρντέην.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1930, μια ειδική ομάδα υδρογονανθράκων, οι χλωριούχες ναφθαλίνες, βρέθηκαν να προκαλούν ηπατίτιδα, καθώς και μια σπάνια και σχεδόν πάντα θανατηφόρα ασθένεια του συκωτιού που εμφανιζόταν σε ανθρώπους που έρχονταν σ’ επαφή μαζί τους λόγω της δουλειάς τους. Προκάλεσαν αρρώστειες και θανάτους σε εργάτες ηλεκτρικών εργοστασίων΄ και πρόσφατα θεωρήθηκαν η αιτία μιας περίεργης και συνήθως θανατηφόρας αρρώστειας που εμφανίστηκε σε κοπάδια ζώων. Μ’ όλα αυτά τα προηγούμενα λοιπόν, δεν πρέπει να μας προκαλεί έκπληξη το γεγονός πως τρία από τα εντομοκτόνα που έχουν σχέση με την ομάδα αυτή, θεωρούνται σαν τα πιο δηλητηριώδη απ’ όλα τα εντομοκτόνα που αποτελούνται από υδρογονάνθρακες. Είναι η ντιελτρίν ή αλντρίν και η ελντρίν.

Η ντιελντρίν πήρε τ’ όνομά της από τον Γερμανό χημικό Ντίελς, κι είναι 5 φορές πιο τοξική απ’ το Ντι Ντι Τι αν απορροφηθεί απ’ το στομάχι, αλλά 40 φορές πιο τοξική αν απορροφηθεί σε μορφή διαλύματος από το δέρμα. Είναι γνωστή γιατί χτυπάει πολύ γρήγορα, κι έχει τρομερές επιδράσεις στο νευρικό σύστημα΄ τα θύματά της παθαίνουν σπασμούς. Τα άτομα που έχουν δηλητηριαστεί με τον τρόπο αυτό, αναρρώνουν τόσο αργά, ώστε τους μένουν χρόνιες βλάβες. Όπως και με τους άλλους χλωριούχους υδρογονάνθρακες, αυτές οι χρόνιες βλάβες περιλαμβάνουν και ζημιές στο συκώτι. Το μεγάλο χρονικό διάστημα που τα υπολείμματα παραμένουν δραστικά, καθώς και η αποτελεσματική δράση της κατά των εντόμων, κάνουν την ντιελντρίν να είναι ένα από τα φάρμακα που χρησιμοποιούνται πάρα πολύ σήμερα, παρ’ όλες τις τεράστιες καταστροφές που έχει κάνει στα άγρια ζώα. Από διάφορα πειράματα που έγιναν πάνω σε φασιανούς και σε ορτύκια, αποδείχτηκε ότι είναι 40-50 φορές πιο τοξική από το Ντι Ντι Τι.

Η γνώση μας για το πώς αποθηκεύεται, ή πώς κατανέμεται η ντιελντρίν μέσα στο σώμα μας και για το πώς αποβάλλεται, δεν είναι καθόλου πλήρης, γιατί η εφευρετικότητα των χημικών ως προς τα εντομοκτόνα έχει ξεπεράσει προ πολλού την γνώση των βιολόγων σχετικά με τους τρόπους με τους οποίους επιδρούν τα δηλητήρια αυτά. Όμως, υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις πως αποθηκεύονται στο σώμα για μεγάλα χρονικά διαστήματα και μένουν εκεί, χωρίς να έχουν καμιά επίδραση σαν ένα ηφαίστειο σε λανθάνουσα κατάσταση΄ ξεσπάνε μόνο όταν ο άνθρωπος κουραστεί πολύ για κάποιο λόγο, οπότε το σώμα αντλεί ενέργεια από τα αποθέματά του σε λίπος. Πολλά απ’ τα στοιχεία που έχουμε, τα έχουμε συλλέξει με το δύσκολο τρόπο, από τις εκστρατείες κατά της ελονοσίας που έκανε ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας. Μόλις αντικαταστάθηκε το Ντι Ντι Τι με ντιελντρίν για τον έλεγχο της ελονοσίας (κι αυτό έγινε γιατί τα κουνούπια είχαν γίνει ανθεκτικά πια στο Ντι Ντι Τι) άρχισαν να εμφανίζονται περιστατικά δηλητηρίασης στους ανθρώπους που έκαναν τα ραντίσματα. Τα κρούσματα ήταν σοβαρά – περίπου οι μισοί και μερικές φορές όλοι οι άντρες, ανάλογα με τα διάφορα προγράμματα, έπαθαν σπασμούς, τέσσερεις μήνες μετά την τελευταία φορά που είχαν εκτεθεί στο φάρμακο.

Η αλντρίν είναι μια ακόμα πιο περίεργη ουσία, γιατί παρ’ όλο που έχει ξεχωριστή οντότητα έχει μια πολύ μεγάλη σχέση με την ντιελντρίν (είναι σαν να είναι ο άλλος εαυτός της ντιελντρίν). Όταν πάρουμε καρότα από ένα χωράφι στο οποίο έχει χρησιμοποιηθεί αλντρίν, θα βρούμε σ’ αυτά υπολείμματα ντιελντρίν. Η αλλαγή αυτή γίνεται και μέσα στο έδαφος και μέσα στους ζωντανούς ιστούς. Τέτοιου είδους αλχημείες μας έχουν οδηγήσει σε πολλά λανθασμένα συμπεράσματα. Αν ένας χημικός που ξέρει ότι έχουμε χρησιμοποιήσει αλντρίν κάνει τεστ για να βρει υπολείμματά της, θα νομίζει ότι όλα έχουν εξαφανιστεί, αλλά θα κάνει λάθος. Τα υπολείμματα υπάρχουν, αλλά έχουν την μορφή της ντιελντρίν και γι’ αυτήν πρέπει να γίνει ένα διαφορετικό τεστ.

Όπως και η ντιελντρίν, η αλντρίν είναι εξαιρετικά τοξική. Προκαλεί εκφυλιστικές μεταβολές στο συκώτι και στα νεφρά. Μια ποσότητα που αντιστοιχεί σε μια ασπιρίνη, αρκεί για να σκοτώσει πάνω από 400 ορτύκια. Υπάρχουν πολλές περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν δηλητηριαστεί από αλντρίν, και οι περισσότερες απ’ αυτές συνδέονται με την βιομηχανική παρασκευή της.

Η αλντρίν, όπως και τα περισσότερα μέλη της ομάδας αυτής των εντομοκτόνων, ρίχνει την απειλητική σκιά της στο μέλλον, τη σκιά της στειρότητας. Φασιανοί που τους δόθηκαν μικρές ποσότητες ώστε να μην τους σκοτώσουν, έκαναν πολύ λίγα αβγά και τα μικρά που βγήκαν γρήγορα πέθαναν. Η επίδραση αυτή δεν περιορίστηκε στα πουλιά. Ποντικοί, επίσης, που εξετέθηκαν σε αλντρίν, είχαν πολύ λιγότερες εγκυμοσύνες και τα μικρά τους ήταν άρρωστα κι έζησαν πολύ λίγο. Μικρά σκυλάκια που η μητέρας τους είχε πάρει αλντρίν, πέθαναν μέσα σε τρεις μέρες. Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, οι νέες γενιές υποφέρουν λόγω της δηλητηρίασης των γονιών τους. Κανένας δεν ξέρει αν θα έχουμε τα ίδια αποτελέσματα και στον άνθρωπο΄ αυτή η χημική ουσία έχει χρησιμοποιηθεί για ψεκασμούς με αεροπλάνα πάνω από τις εξοχές και τα αγροκτήματα.

Η ελντρίν είναι η πιο τοξική απ’ όλους τους χλωριούχους υδρογονάνθρακες. Παρ’ όλο που η χημική της δομή έχει στενή σχέση με την ντιελντρίν, υπάρχει μια πολύ μικρή διαφορά που την κάνει 5 φορές πιο τοξική. Κάνει τον προκάτοχο όλης αυτής της ομάδας των εντομοκτόνων, το Ντι Ντι Τι, να μοιάζει τελείως ακίνδυνος. Είναι 15 φορές πιο επικίνδυνη απ’ το Ντι Ντι Τι για τα θηλαστικά, 30 φορές για τα ψάρια και 300 φορές για ορισμένα πουλιά.

Στη διάρκεια της δεκαετίας που χρησιμοποιήθηκε, η ελντρίν σκότωσε τεράστιους αριθμούς ψαριών, δηλητηρίασε πολλά κοπάδια ζώων που μπήκαν μέσα σε ραντισμένους κήπους, δηλητηρίασε τα νερά πηγαδιών, και απέσπασε και μια αυστηρή προειδοποίηση από τουλάχιστον μια υπηρεσία υγιεινής, ότι η απρόσεκτη χρησιμοποίησή της βάζει σε κίνδυνο την ανθρώπινη ζωή.

Σε μια από τις πιο τραγικές περιπτώσεις δηλητηρίασης από ελντρίν, δεν είχε γίνει καμιά απροσεξία΄ είχε γίνει κάθε προσπάθεια να ληφθούν τα κατάλληλα μέτρα. Ένα ζευγάρι Αμερικανών πήραν το παιδί τους για να πάνε να ζήσουν στη Βενεζουέλα. Στο σπίτι που έμενα υπήρχαν κατσαρίδες κι ύστερα από μερικές μέρες χρησιμοποίησαν ένα σπρέυ που περιείχε ελντρίν. Το μωρό και το σκυλάκι που είχαν, τα είχαν βγάλει από το σπίτι πριν ψεκάσουν, περίπου στις 9 το πρωί. Ύστερα απ’ τον ψεκασμό, πλύθηκαν τα πατώματα. Το μωρό και το σκυλάκι επέστρεψαν στο σπίτι το απόγευμα. Μια ώρα περίπου μετά, το σκυλάκι έκανε εμετό, έπαθε σπασμούς και πέθανε. Στις δέκα το βράδυ την ίδια μέρα, το μωρό έκανε επίσης εμετό, έπαθε σπασμούς κι έχασε τις αισθήσεις του. Ύστερα απ’ αυτή τη μοιραία επαφή με την ελντρίν, αυτό το φυσιολογικό, υγιές παιδί, έγινε κάτι σαν φυτό – δεν μπορούσε να δει ή ν’ ακούσει, πάθαινε συχνά μυικούς σπασμούς, και δεν είχε καμία επαφή με το περιβάλλον του. Του έγινε θεραπεία για αρκετούς μήνες σ΄ ένα νοσοκομείο της Νέας Υόρκης, αλλά δεν κατάφεραν να κάνουν τίποτα, ή να δώσουν καμιά ελπίδα για καλυτέρευση. «Είναι εξαιρετικά αμφίβολο», είπαν οι γιατροί που το ανέλαβαν, «αν θα βελτιωθεί έστω κι ελάχιστα».

Η δεύτερη μεγάλη ομάδα εντομοκτόνων, που είναι τα αλκύλια ή τα άλατα του οργανοφωσφορικού οξέως, είναι ανάμεσα στις πιο δηλητηριώδεις χημικές ουσίες που υπάρχουν στον κόσμο. Ο μεγαλύτερος και πιο προφανής κίνδυνος που συνοδεύει τη χρήση των ουσιών αυτών, είναι η οξεία δηλητηρίαση των ανθρώπων που κάνουν το ράντισμα, ή που έρχονται τυχαία σ’ επαφή με σταγόνες από το φάρμακο που έχει παρασύρει ο άνεμος, ή με οποιαδήποτε βλάστηση έχει ραντιστεί μ’ αυτό, ή ακόμα και μ’ ένα άδειο κουτί. Στη Φλόριντα, δυό παιδιά βρήκαν μια άδεια σακούλα και την πήραν να την χρησιμοποιήσουν για να διορθώσουν μια κούνια. Λίγο μετά πέθαναν και τα δυό και τρεις από τους φίλους τους αρρώστησαν. Η σακούλα ήταν από ένα εντομοκτόνο που λέγεται παραθείο, κι είναι ένα από τα άλατα του οργανοφωσφορικού οξέως΄ η νεκροψία έδειξε πως ο θάνατος είχε προκληθεί από δηλητηρίαση με παραθείο. Σε μια άλλη περίπτωση δυο μικρά ξαδερφάκια από το Γουισκόνσιν, πέθαναν το ίδιο βράδυ. Το ένα έπαιζε στην αυλή του, όταν ο αέρας έφερε σταγόνες από το παραθείο με το οποίο ράντιζε ο πατέρας του τις πατάτες στο διπλανό χωράφι΄ το άλλο είχε τρέξει πίσω από τον πατέρα του στο στάβλο και ακούμπησε το χέρι του στο στόμιο του σωλήνα του ραντίσματος.

Η καταγωγή των εντομοκτόνων αυτών έχει μια ειρωνική σημασία. Παρ’ όλο που ορισμένες απ’ αυτές τις χημικές ουσίες ήταν γνωστές εδώ και πολλά χρόνια – είναι οι εστέρες του φωσφορικού οξέως – οι ιδιότητές τους κατά των εντόμων ανακαλύφτηκαν από έναν Γερμανό χημικό, τον Γκέρχαρντ Σράντερ, στο τέλος της δεκαετίας του 1930. Σχεδόν αμέσως η Γερμανική κυβέρνηση αναγνώρισε την αξία αυτών των χημικών ουσιών και τις θεώρησε νέα και καταστρεπτικά όπλα, για τον πόλεμο που έκανε ο άνθρωπος εναντίον των συνανθρώπων του. Οι εργασίες που αφορούσαν τις ουσίες αυτές κηρύχτηκαν απόρρητες. Μερικές απ’ αυτές έγιναν τα θανατηφόρα αέρια των θαλάμων στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως. Άλλα, που είχαν παρόμοια δομή, έγιναν εντομοκτόνα.

Τα εντομοκτόνα που περιέχουν οργανικό φώσφορο επιδρούν στους ζώντες οργανισμούς με κάποιο παράξενο τρόπο. Έχουν την ικανότητα να καταστρέφουν τα ένζυμα – τα ένζυμα που επιτελούν ορισμένες απαραίτητες λειτουργίες μέσα στο σώμα. Στόχος τους είναι το νευρικό σύστημα, είτε το θύμα είναι έντομο, είτε κάποιο άλλο θερμόαιμο ζώο. Σε κανονικές περιστάσεις και κάτω από κανονικές συνθήκες, μια νευρική ώθηση περνάει από νεύρο σε νεύρο με τη βοήθεια ενός «χημικού πομπού» που ονομάζεται ακετυλχολίνη, και που είναι μια ουσία που επιτελεί μια απαραίτητη λειτουργία κι ύστερα εξαφανίζεται. Πραγματικά, η ύπαρξή της είναι τόσο εφήμερη, ώστε οι γιατροί-ερευνητές δεν μπορούν να πάρουν δείγμα αυτής της ουσίας πριν να την καταστρέψει το σώμα, παρά μονάχα με ειδικές διαδικασίες. Αυτή η παροδική φύση του χημικού πομπού είναι απαραίτητη για τη φυσιολογική λειτουργία του σώματος. Αν η ακετυλχολίνη δεν καταστραφεί αμέσως μόλις περάσει η πρώτη νευρική ώθηση, τότε οι ωθήσεις θα συνεχίσουν να περνούν η μία μετά την άλλη από νεύρο σε νεύρο, καθώς η χημική ουσία επιδρά με εντονότερο τρόπο. Οι κινήσεις ολόκληρου του σώματος δεν συντονίζονται πια, έχουμε τρεμούλα, μυικούς σπασμούς, και γρήγορα έρχεται ο θάνατος.

Το σώμα, όμως, έχει προβλέψει αυτό το ενδεχόμενο. Ένα προστατευτικό ένζυμο που ονομάζεται χολινεστεράση είναι στη διάθεσή του για να καταστρέψει τον χημικό πομπό όταν δεν είναι πια απαραίτητος. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται μια τέλεια ισορροπία και δεν δημιουργείται ποτέ στο σώμα μια τέτοια ποσότητα ακετυλχολίνης που να είναι επικίνδυνη. Όταν, όμως, υπάρξει μια επαφή με τον οργανικό φώσφορο και τα εντομοκτόνα που τον περιέχουν, το προστατευτικό ένζυμο καταστρέφεται και, καθώς η ποσότητα του ενζύμου ελαττώνεται, εκείνη του χημικού πομπού αυξάνεται. Από την άποψη αυτή, τα συστατικά του οργανικού φωσφόρου μοιάζουν με το αλκαλοειδές δηλητήριο μουσκαρίνη που υπάρχει σ’ ένα δηλητηριώδες μανιτάρι, την μυίγα Αμανίτα.

Η συνεχής έκθεση στα φάρμακα αυτά, μπορεί να μειώσει τόσο το επίπεδο της χολινεστεράσης, που ο άνθρωπος να φτάσει σχεδόν στο σημείο της οξείας δηλητηρίασης. Επειδή είναι πολύ εύκολο να ξεπεράσει το σημείο αυτό με μια ακόμη φορά που θα εκτεθεί στο φάρμακο, είναι πολύ σημαντικό να γίνονται περιοδικές εξετάσεις αίματος στους ανθρώπους που κάνουν τα ραντίσματα, ή και σ’ εκείνους που έρχονται σε συχνή επαφή με τα φάρμακα αυτά.

Το παραθείο είναι ένα από τα οργανικά άλατα του φωσφόρου που χρησιμοποιούνται πάρα πολύ. Είναι, επίσης, ένα απ’ τα πιο ισχυρά κι επικίνδυνα. Οι ήμερες μέλισσες γίνονται «εξαιρετικά ανήσυχες και επιθετικές» όταν έρθουν σ’ επαφή μαζί του, κάνουν σπασμωδικές κινήσεις και πεθαίνουν σχεδόν μέσα σε μισή ώρα. Ένας χημικός που ήθελε να μάθει με τον πιο άμεσο τρόπο ποια ήταν η δόση που θα ήταν πολύ τοξική για τον άνθρωπο, κατάπιε μια ελάχιστη ποσότητα που αντιστοιχεί σε 0,00424 της ουγγιάς περίπου. Έπαθε παράλυση σχεδόν αμέσως και μη μπορώντας να πιάσει το αντίδοτο που είχε ετοιμάσει, πέθανε. Λέγεται πως στην εποχή μας το παραθείο είναι το πιο συνηθισμένο μέσο αυτοκτονίας στην Φινλανδία. Τα τελευταία χρόνια στην Πολιτεία της Καλιφόρνια αναφέρονται, κατά μέσο όρο, περίπου 200 περιπτώσεις δηλητηρίασης από παραθείο το χρόνο. Σε πολλά μέρη του κόσμου τα μοιραία περιστατικά που έχουν προκληθεί από παραθείο είναι πάρα πολλά: 100 περιπτώσεις θανάτων στην Ινδία και 67 στη Συρία το 1958, κι ένας μέσος όρος 336 θανάτων το χρόνο στην Ιαπωνία.

Κι όμως περίπου 7,000,000 λίμπρες παραθείου χρησιμοποιούνται στην εποχή μας για τα χωράφια και τα δέντρα, σ’ όλες τις Ηνωμένες Πολιτείες – από ανθρώπους που ραντίζουν με το χέρι, από άλλους που χειρίζονται μηχανήματα για ράντισμα καθώς και αεροπλάνα. Η ποσότητα που χρησιμοποιείται μόνο για την γεωργία της Καλιφόρνιας, θα μπορούσε σύμφωνα με κάποιον ειδικό γιατρό, «να μας δώσει μια θανατηφόρα δόση για πληθυσμό 5-10 φορές μεγαλύτερο απ’ τον πληθυσμό της γης».

Το γεγονός ότι τα φάρμακα αυτά δεν μας εξολοθρεύουν, οφείλεται στο ότι το παραθείο και οι άλλες χημικές ουσίες της ομάδας αυτής αποσυντίθεται σχετικά γρήγορα. Τα υπολείμματά τους λοιπόν που βρίσκουμε στα διάφορα αγροτικά προϊόντα που έχουν ραντιστεί μ’ αυτά, υπάρχουν για ένα σχετικά μικρό χρονικό διάστημα, σε σύγκριση με τους χλωριούχους υδρογονάνθρακες. Παρ’ όλα αυτά οι επιδράσεις τους διαρκούν αρκετά, ώστε να δημιουργούν κινδύνους και να έχουν συνέπειες που αρχίζουν από «σοβαρές» και φτάνουν μέχρι «μοιραίες». Στο Ρίβερσάιντ, στην Καλιφόρνια 11 από τους 30 άντρες που μάζευαν πορτοκάλια αρρώστησαν βαριά κι όλοι, εκτός από έναν, μπήκαν στο νοσοκομείο. Τα συμπτώματά τους ήταν τυπικά της δηλητηρίασης από παραθείο. Τα δέντρα είχαν ραντιστεί με παραθείο περίπου πριν από δυόμιση βδομάδες. Τα υπολείμματα που τους οδήγησαν σε ναυτία, ημιτύφλωση, σε μια κατάσταση που δεν είχαν σχεδόν τις αισθήσεις τους, ήταν μόλις 16-19 ημερών. Κι αυτό σίγουρα δεν είναι το μεγαλύτερο διάστημα που τα υπολείμματα παραμένουν δραστικά. Παρόμοια ατυχήματα έχουν συμβεί σε περιπτώσεις δέντρων που έχουν ψεκαστεί πριν από ένα μήνα, κι έχουν βρεθεί υπολείμματα στη φλούδα πορτοκαλιών ύστερα από έξι μήνες από το ράντισμα με κανονική δόση.

Ο κίνδυνος που διατρέχουν όλοι οι εργάτες που εκτελούν την εφαρμογή των οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων στους αγρούς, στους οπωρόκηπους και στ’ αμπέλια, είναι τόσο μεγάλος, ώστε ορισμένες πολιτείες που τα χρησιμοποιούν έχουν ιδρύσει ειδικά εργαστήρια στα οποία μπορούν να πάνε οι γιατροί για να βοηθηθούν για τη διάγνωση και τη θεραπεία. Ακόμα κι οι ίδιοι οι γιατροί βρίσκονται σε κάποιο κίνδυνο, εκτός κι αν φορούν λαστιχένια γάντια όταν έρχονται σε επαφή με θύματα δηλητηρίασης από τα φάρμακα αυτά. Το ίδιο κινδυνεύει και ο άνθρωπος που πλένει τα ρούχα των θυμάτων αυτών, που μπορεί να έχουν απορροφήσει αρκετό παραθείο, ώστε να τον πειράξουν.

Το μαλαθείο, που είναι μια άλλη οργανοφωσφορική ένωση, είναι σχεδόν το ίδιο γνωστό στο κοινό με το Ντι Ντι Τι, γιατί χρησιμοποιείται ευρέως από κηπουρούς, στα οικιακά εντομοκτόνα, στα σπρέυ για τα κουνούπια και επίσης σε μαζικές επιθέσεις κατά των εντόμων, όπως έγινε με το ράντισμα σχεδόν 5 εκατομμυρίων στρεμμάτων στην Φλόριντα για να εξαλείψουν την Μεσογειακή μυίγα που καταστρέφει τα φρούτα. Θεωρείται σαν η λιγότερο τοξική ουσία απ’ όλη αυτή την ομάδα των χημικών ενώσεων και πολλοί άνθρωποι πιστεύουν ότι μπορούν να το χρησιμοποιήσουν ελεύθερα χωρίς κανένα φόβο. Η διαφήμιση που γίνεται για εμπορικούς λόγους ενθαρρύνει αυτή τη βολική άποψη.

Η υποτιθέμενη «ασφάλεια» του μαλαθείου στηρίζεται σε επισφαλείς βάσεις, παρ’ όλο που – όπως συχνά συμβαίνει – το γεγονός αυτό ανακαλύφτηκε πολλά χρόνια αφού άρχισε να χρησιμοποιείται. Το μαλαθείο είναι «ασφαλές» μόνο γιατί το συκώτι των θηλαστικών, ένα όργανο που έχει τρομερή προστατευτική δύναμη, το κάνει να είναι σχετικά αβλαβές. Η αποτοξίνωση γίνεται από ένα ένζυμο του συκωτιού. Αν, όμως, για κάποιο λόγο καταστραφεί το ένζυμο αυτό, ή αν κάτι εμποδίσει τη δράση του, το άτομο που εκτίθεται στο μαλαθείο δέχεται την πλήρη δράση του δηλητηρίου.

Δυστυχώς για όλους μας, έχουν συμβεί πολλές φορές τέτοιου είδους περιστατικά για να τα παραβλέψουμε. Πριν από μερικά χρόνια μια ομάδα επιστημόνων της Υπηρεσίας Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων ανακάλυψε ότι, όταν το μαλαθείο κι ορισμένες άλλες οργανοφωσφορικές ενώσεις χορηγούνται συγχρόνως, έχουμε μια ολική δηλητηρίαση – που είναι μέχρι 50 φορές πιο σοβαρή απ’ ό,τι είχαν προβλέψει προσθέτοντας τις τοξικότητες των δύο ουσιών. Μ’ άλλα λόγια, μόλις το 1/100 της θανατηφόρας δόσης της κάθε ένωσης μπορεί να είναι θανατηφόρο, αν συνδυαστούν οι δύο ουσίες.

Η ανακάλυψη αυτή οδήγησε στη δοκιμή άλλων συνδυασμών. Ξέρουμε τώρα ότι πολλά ζεύγη οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων είναι εξαιρετικά επικίνδυνα, γιατί η τοξικότητά τους μεγαλώνει ή «ενισχύεται» με το συνδυασμό της δράσης τους. Η ενίσχυση αυτή, φαίνεται ότι εμφανίζεται όταν η μιά ουσία καταστρέφει το ένζυμο που εξουδετερώνει την τοξικότητα της άλλης ουσίας. Δεν είναι απαραίτητο να ληφθούν και οι δυό ουσίες συγχρόνως. Ο κίνδυνος υπάρχει, όχι μονάχα για τον άνθρωπο που ψεκάζει τη μιά βδομάδα μ’ ένα εντομοκτόνο και την άλλη μ’ ένα άλλο΄ υπάρχει ακόμα και για τον καταναλωτή των ψεκασμένων προϊόντων. Η καθημερινή σαλάτα που υπάρχει πάνω στο τραπέζι μας, μπορεί να περιέχει ένα συνδυασμό οργανοφωσφορικών εντομοκτόνων. Τότε τα υπολείμματα που βρίσκονται μέσα στα νόμιμα επιτρεπτά όρια, μπορεί να δράσουν σε συνδυασμό.

Για την ώρα δεν γνωρίζουμε και πολλά πράγματα για το πλήρες πεδίο δράσης της επικίνδυνης αλληλεπίδρασης των χημικών ουσιών, αλλά συχνά γίνονται ενοχλητικές ανακαλύψεις από τα εργαστήρια. Ανάμεσα σ’ αυτές, είναι και η ανακάλυψη ότι η τοξικότητα ενός άλατος του οργανικού φώσφορου, μπορεί να ενισχυθεί από έναν άλλο παράγοντα που δεν είναι απαραίτητα ένα εντομοκτόνο. Για παράδειγμα, μιά απ’ τις ουσίες που χρησιμοποιείται για την πλαστικοποίηση, μπορεί να επιδράσει ακόμα περισσότερο από ένα άλλο εντομοκτόνο πάνω στο μαλαθείο και να το κάνει ακόμα πιο επικίνδυνο. Και πάλι, αυτό συμβαίνει γιατί καταστρέφει το ένζυμο του συκωτιού που θα έκανε το δηλητηριώδες εντομοκτόνο ακίνδυνο.

Στην Ελληνική γραμματεία η μάγισσα Μήδεια, οργισμένη γιατί στην καρδιά του άντρα της του Ιάσωνα πήρε τη θέση της κάποια αντίζηλός της, δώρισε στην καινούργια νύφη ένα φόρεμα που είχε μαγικές ιδιότητες. Η γυναίκα μόλις φόρεσε το ρούχο πέθανε αμέσως με φρικτό τρόπο. Αυτός ο έμμεσος θάνατος έχει το αντίστοιχό του στα γνωστά «διασυστηματικά εντομοκτόνα». Αυτά είναι χημικές ενώσεις με τρομακτικές ιδιότητες και χρησιμοποιούνται για να μετατρέψουν τα φυτά ή τα ζώα σ’ ένα είδος «Μηδικού ρούχου», κάνοντάς τα δηλητηριώδη. Αυτό γίνεται με σκοπό να σκοτωθούν τα έντομα που έρχονται σ’ επαφή μαζί τους, ιδιαίτερα που τρέφονται απ’ τους χυμούς ή το αίμα τους.

Ο κόσμος των διασυστηματικών εντομοκτόνων είναι ένας παράξενος κόσμος που ξεπερνάει τη φαντασία των αδερφών Γκριμ – κι ίσως έχουν κάποια συγγένεια με τον κόσμο των κινουμένων σχεδίων του Τσάρλς Άνταμς. Είναι ένας κόσμος όπου το μαγεμένο δάσος των παραμυθιών γίνεται ένα δηλητηριώδες δάσος κι όποιο έντομο μασήσει ένα φύλλο ή ρουφήξει το χυμό ενός φυτού, είναι καταδικασμένο. Είναι ένας κόσμος όπου ένας ψύλλος δαγκώνει ένα σκύλο και πεθαίνει, γιατί το αίμα του σκύλου έχει γίνει δηλητηριώδες΄ ένας κόσμος όπου ένα έντομο μπορεί να πεθάνει απ’ τις αναθυμιάσεις ενός φυτού που δεν άγγιξε καν, όπου μια μέλισσα μπορεί να μεταφέρει δηλητηριασμένο νέκταρ στην κυψέλη της και να παράγει δηλητηριώδες μέλι.

Το όνειρο των εντομολόγων για τη δημιουργία του ενσωματωμένου στα φυτά εντομοκτόνου, γεννήθηκε όταν οι εργάτες που δούλευαν σε χωράφια όπου γίνονταν πειράματα της εφαρμοσμένης εντομολογίας, συνειδητοποίησαν κάτι που τους έδειξε η ίδια η φύση: ανακάλυψαν ότι το στάρι που φύτρωνε σε έδαφος που περιείχε σεληνικό νάτριο δεν δεχόταν επιθέσεις από αφίδες και ακάρια του γένους των αραχινδών. Το σελήνιο που είναι ένα φυσικό στοιχείο που βρίσκεται σε διάφορα πετρώματα κι εδάφη σε πολλά μέρη του κόσμου, έγινε με τον τρόπο αυτό το πρώτο διασυστηματικό εντομοκτόνο.

Αυτό που κάνει ένα εντομοκτόνο να είναι διασυστηματικό είναι η ικανότητά του να διαπερνά όλους τους ιστούς ενός φυτού ή ενός ζώου και να τους κάνει τοξικούς. Ορισμένες χημικές ενώσεις της ομάδας των χλωριούχων υδρογονανθράκων έχουν αυτή την ιδιότητα, καθώς και ορισμένες της ομάδας των οργανοφωσφορικών ενώσεων. Όλες αυτές οι ενώσεις παράγονται στο εργαστήριο, αλλά υπάρχουν και μερικές ουσίες που έχουν τις ίδιες ιδιότητες και τις βρίσκουμε στη φύση. Στην πράξη, όμως, τα περισσότερα διασυστηματικά φάρμακα γίνονται από τις ενώσεις της οργανοφωσφορικής ομάδας γιατί σ’ αυτές το πρόβλημα της υπολειμματικότητας δεν είναι και τόσο οξύ.

Τα διασυστηματικά φάρμακα ενεργούν με διάφορους έμμεσους τρόπους. Όταν εμποτίσουμε μ’ αυτό σπόρους, ή αν τους περιβάλλουμε μ’ ένα στρώμα της ουσίας αυτής σε συνδυασμό με άνθρακα, η δράση της ουσίας θα επεκταθεί και στα φυτά που θα γίνουν από τους σπόρους αυτούς και τα νεαρά φυτά θα είναι δηλητηριώδη για τις αφίδες και τα άλλα έντομα. Προστατεύουμε μερικές φορές με τον τρόπο αυτό ορισμένα λαχανικά, όπως τα μπιζέλια, τα φασόλια και τα ζαχαρότευτλα. Σπόροι βαμβακιού εμποτισμένοι με κάποιο διασυστηματικό εντομοκτόνο χρησιμοποιούνται εδώ κι αρκετό καιρό στην Καλιφόρνια. Το 1959, 25 αγροτικοί εργάτες που φύτευαν βαμβάκι στην Κοιλάδα Σαν Χοακίν έπαθαν ξαφνικά κάποια αρρώστεια, γιατί ήρθαν σε επαφή με τους σάκους που περιείχαν τους εμποτισμένους σπόρους.

Στην Αγγλία κάποιος ερευνητής αναρωτήθηκε τι συμβαίνει όταν οι μέλισσες χρησιμοποιούσαν νέκταρ φυτών που είχαν εμποτιστεί με διασυστηματικά φάρμακα. Η έρευνα έγινε σε μια περιοχή όπου είχε χρησιμοποιηθεί μια χημική ουσία με το όνομα σραντάν. Παρ’ όλο που τα φυτά είχαν ψεκαστεί πριν να σχηματίσουν τα λουλούδια τους, το νέκταρ που δημιουργήθηκε αργότερα περιείχε το δηλητήριο. Το αποτέλεσμα, όπως είχε προβλεφθεί, ήταν ότι το μέλι που έκαναν οι μέλισσες ήταν επίσης μολυσμένο.

Η χρήση των διασυστηματικών φαρμάκων είχε σαν κύριο σκοπό τον έλεγχο ενός καταστρεπτικού παρασίτου των κατοικίδιων ζώων. Για να μπορέσουμε να έχουμε ένα αποτέλεσμα κατά του παρασίτου αυτού στο αίμα και στους ιστούς του ζώου, πρέπει να προσέξουμε πάρα πολύ για να μην το δηλητηριάσουμε. Για να επιτύχουμε την απαραίτητη ισορροπία, πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί΄ οι κτηνίατροι του δημοσίου ανακάλυψαν ότι οι μικρές επαναλαμβανόμενες δόσεις μπορεί σιγά-σιγά να εξαντλήσουν το απόθεμα του προστατευτικού ενζύμου χολινεστεράση που έχει το ζώο. Έτσι, μια ελάχιστη πρόσθετη δόση μπορεί, χωρίς καμιά προειδοποίηση να προκαλέσει δηλητηρίαση.

Υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις, ότι ερευνώνται τομείς που έχουν μεγάλη σχέση με τη δική μας ζωή. Μπορείτε τώρα να δώσετε στο σκύλο σας ένα χάπι, που όπως φαίνεται, τον απαλάσσει απ’ τους ψύλλους, κάνοντας το αίμα του δηλητηριώδες γι’ αυτούς. Οι κίνδυνοι που υπάρχουν για τα άλλα ζώα που εκτρέφουμε, προφανώς θα ισχύουν και για το σκύλο. Μέχρι τώρα, κανένας δεν έχει προτείνει να παρασκευαστεί ένα ανθρώπινο διασυστηματικό φάρμακο που να μας κάνει δηλητηριώδεις για τα κουνούπια. Ίσως αυτό να είναι το επόμενο βήμα.

Μέχρι τώρα στο κεφάλαιο αυτό, έχουμε ασχοληθεί με τις θανατηφόρες χημικές ουσίες που χρησιμοποιούμε για τον πόλεμο που κάνουμε κατά των εντόμων. Τι συμβαίνει με τον παράλληλο πόλεμο κατά των ζιζανίων;

Η επιθυμία να βρεθεί ένας γρήγορος κι εύκολος τρόπος να εξολοθρεύονται τα ανεπιθύμητα φυτά, έχει δημιουργήσει μεγάλη σειρά χημικών ουσιών που είναι γνωστά σαν ζιζανιοκτόνα. Η ιστορία του πώς χρησιμοποιούνται οι ουσίες αυτές και τι καταχρήσεις γίνονται, θα εξεταστεί στο Κεφάλαιο 6. Εδώ μας απασχολεί το ερώτημα αν τα ζιζανιοκτόνα είναι δηλητήρια κι αν η χρήση τους συμβάλει στη μόλυνση του περιβάλλοντος.

Ο μύθος πως τα ζιζανιοκτόνα είναι τοξικά μόνο για τα φυτά κι έτσι δεν αποτελούν απειλή για τα ζώα, είναι πολύ πλατιά διαδεδομένος, αλλά δυστυχώς δεν αληθεύει. Οι καταστροφείς αυτοί των ζιζανίων περιλαμβάνουν κι ορισμένες χημικές ουσίες που, εκτός από τη βλάστηση, επιδρούν και στους ιστούς των ζώων. Η δράση τους πάνω στους οργανισμούς ποικίλλει. Μερικά είναι γενικά δηλητήρια, άλλα διαταράσσουν τον μεταβολισμό και προκαλούν μια μοιραία αύξηση της θερμοκρασίας του σώματος, άλλα προκαλούν κακοήθεις όγκους είτε από μόνα τους, είτε σε συνδυασμό με άλλες χημικές ουσίες, και άλλα επιδρούν πάνω στο γενετικό υλικό του είδους, κάνοντας μεταλλάξεις των γονιδίων. Τα ζιζανιοκτόνα λοιπόν, όπως και τα εντομοκτόνα, περιλαμβάνουν μερικές πολύ επικίνδυνες χημικές ουσίες, και η ανεπιφύλακτη χρησιμοποίησή τους με τη δικαιολογία ότι είναι «ασφαλή», μπορεί να έχει καταστρεπτικά αποτελέσματα.

Παρ’ όλο τον ανταγωνισμό που υπάρχει από μια συνεχή παραγωγή νέων ουσιών που βγαίνουν απ’ τα εργαστήρια, το αρσενικό και τα συνθετικά του χρησιμοποιούνται ελεύθερα σαν εντομοκτόνα (όπως είπαμε και προηγουμένως) και σαν ζιζανιοκτόνα, οπότε παίρνουν συνήθως τη χημική μορφή του αρσενικικώδους νατρίου. Η ιστορία της χρησιμοποιήσεώς τους δεν είναι και τόσο καθησυχαστική. Επειδή χρησιμοποιούνται για τα φυτά που βρίσκονται στις άκρες των δρόμων, πολλές φορές έχουν προκαλέσει τη δηλητηρίαση αγελάδων, κι έχουν σκοτώσει αμέτρητα πουλιά. Επειδή χρησιμοποιούνται για τα παράσιτα που ευδοκιμούν κοντά στις λίμνες και στις τεχνητές λίμνες, έχουν καταφέρει να κάνουν τα δημόσια ύδατα ακατάλληλα για να τα πιούμε ή ακόμα και για να κολυμπήσουμε μέσα σ’ αυτά. Επειδή χρησιμοποιούνται για τον ψεκασμό της πατάτας για να εξαφανιστούν ορισμένα παράσιτα, έχουν σκοτώσει ένα μεγάλο αριθμό ανθρώπων και ζώων.

Στην Αγγλία, αυτή η τελευταία μέθοδος αναπτύχθηκε το 1951 γιατί υπήρχε έλλειψη θεϊκού οξέως που έκαψε ένα ζιζάνιο της πατάτας. Το Υπουργείο Γεωργίας θεώρησε απαραίτητο να προειδοποιήσει για τους κινδύνους που έκρυβαν τα χωράφια που είχαν ψεκαστεί με αρσενικό΄ τα πουλιά, τα άγρια ζώα και τα κοπάδια των κτηνοτρόφων, δεν κατάλαβαν όμως την προειδοποίηση αυτή, και οι αναφορές δηλητηρίασης ζώων από αρσενικό κατέφθαναν με μια μονότονη κανονικότητα. Όταν η γυναίκα ενός αγρότη πέθανε από νερό που είχε μολυνθεί από αρσενικό, μια απ’ τις μεγαλύτερες χημικές εταιρείες της Αγγλίας (το 1959) σταμάτησε την παραγωγή των προϊόντων που περιείχαν αρσενικό και ζήτησε να της επιστραφούν όλες οι ποσότητες που βρίσκονταν στα χέρια των εμπόρων. Λίγο μετά από αυτό, το Υπουργείο Γεωργίας ανήγγειλε ότι θα έβαζε μεγάλους περιορισμούς στη χρήση ενώσεων που περιέχουν αρσενικό γιατί είναι πολύ επικίνδυνες για τα ζώα και τους ανθρώπους. Το 1961 η κυβέρνηση της Αυστραλίας εξήγγειλε κάποιο παρόμοιο απαγορευτικό μέτρο. Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όμως, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός για τη χρήση τέτοιου είδους δηλητηρίων.

Μερικές από τις δινιτρικές ενώσεις χρησιμοποιούνται επίσης σαν ζιζανιοκτόνα. Έχουν ταξινομηθεί σαν μερικές από τις πιο επικίνδυνες ουσίες αυτού του είδους, που χρησιμοποιούνται στην Αμερική. Η δινιτροφαινόλη είναι μια πολύ ισχυρή ουσία που επηρεάζει το μεταβολισμό. Για το λόγο αυτό κάποτε την χρησιμοποιούσαν σαν βοήθημα για το αδυνάτισμα, αλλά το περιθώριο μεταξύ της δόσης που χρειαζόταν για ν’ αδυνατίσει κανείς κι εκείνης που χρειαζόταν για να δηλητηριαστεί και να πεθάνει, ήταν πολύ μικρό – τόσο μικρό που πολλοί ασθενείς πέθαναν κι άλλοι έπαθαν ανεπανόρθωτες ζημιές πριν να αποφασιστεί ότι θα απαγορευτεί το φάρμακο.

Μια παρόμοια χημική ουσία, η πενταχλωροφαινόλη, που είναι γνωστή σαν «πέντα», χρησιμοποιείται και σαν ζιζανιοκτόνο και σαν εντομοκτόνο, και συχνά ψεκάζουν μ’ αυτήν τις γραμμές των σιδηροδρόμων και ακαλλιέργητες περιοχές. Η ουσία αυτή είναι εξαιρετικά τοξική για μια μεγάλη κλίμακα οργανισμών, από τα βακτήρια μέχρι τον άνθρωπο. Όπως και οι δινιτροφαινόλες, επιδρά, συχνά με μοιραίο τρόπο, στην πηγή ενέργειας του σώματος κι έτσι ο οργανισμός που δέχεται την επίδραση αυτή, κυριολεκτικά λιώνει. Ένα μοιραίο ατύχημα έγινε τελευταία στην Καλιφόρνια και μας δείχνει την τρομακτική δύναμη της ουσίας αυτής. Ένας οδηγός φορτηγού-βυτίου ετοίμαζε ένα διάλυμα για το βαμβάκι ανακατεύοντας πετρέλαιο με πενταχλωροφαινόλη. Καθώς αντλούσε τη συμπυκνωμένη χημική ουσία από ένα βαρέλι, η τάπα του βαρελιού έπεσε μέσα. Έβαλε το χέρι του γυμνό για να πιάσει την τάπα. Παρ’ όλο που πλύθηκε αμέσως, αρρώστησε βαριά και πέθανε την άλλη μέρα.

Οι επιδράσεις ζιζανιοκτόνων, όπως είναι οι ενώσεις του αρσενικού και οι φαινόλες, είναι φανερές. Μερικά άλλα ζιζανιοκτόνα, όμως, έχουν πιο ύπουλα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, η γνωστή αμινοτριαζόλη ή αμιτρόλη, θεωρείται ότι έχει σχετικά χαμηλή τοξικότητα. Αλλά μακροπρόθεσμα έχει την τάση να προκαλεί κακοήθεις όγκους στο θυρεοειδή αδένα, πράγμα πολύ σημαντικό και για τα ζώα και για τους ανθρώπους.

Μεταξύ των ζιζανιοκτόνων υπάρχουν και ορισμένα που έχουν την ικανότητα να προκαλούν μεταλλάξεις των γονιδίων, των φορέων της κληρονομικότητας. Μας προκαλούν φρίκη, και δικαιολογημένα οι γενετικές επιδράσεις της ραδιενέργειας΄ πώς μπορούμε λοιπόν να είμαστε αδιάφοροι για τις γενετικές επιδράσεις των χημικών ουσιών που σπέρνουμε αλόγιστα στο περιβάλλον μας;

Τα ελιξήρια του θανάτου (Μέρος Ι)

Πηγή: Σιωπηλή Άνοιξη-Ράκελ Κάρσον

Leave a comment »

Τα ελιξήρια του θανάτου (Μέρος Ι)

Για πρώτη φορά στην παγκόσμια ιστορία, το κάθε ανθρώπινο ον υποβάλλεται σε επαφή με επικίνδυνες χημικές ουσίες, από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι το θάνατό του. Στη διάρκεια των δύο τελευταίων δεκαετιών που χρησιμοποιούμε τα συνθετικά εντομοκτόνα, τα έχουμε κυκλοφορήσει με τέτοια ευσυνειδησία στον έμψυχο και τον άψυχο κόσμο, που τα βρίσκουμε σχεδόν παντού. Τα ξαναβρίσκουμε στα περισσότερα δίκτυα ποταμών κι ακόμα σε υπόγεια ρεύματα νερού που κυλούν κάτω απ’ τα πόδια μας χωρίς να τα βλέπουμε. Υπολείμματα αυτών των χημικών ουσιών εξακολουθούν να παραμένουν στο έδαφος στο οποίο έχουν χρησιμοποιηθεί πριν από δώδεκα χρόνια. Έχουν εισχωρήσει κι έχουν μείνει μέσα στο σώμα των ψαριών, των πουλιών, των ερπετών καθώς και των ήμερων και άγριων ζώων σε τέτοια κλίμακα, που οι επιστήμονες που κάνουν πειράματα πάνω σε ζώα, είναι αδύνατο να εντοπίσουν κάποιο είδος που δεν έχει μολυνθεί απ’ αυτά. Τα έχουν βρει σε ψάρια που ζουν σε απομακρυσμένες λίμνες πάνω στα βουνά, σε σκουλήκια που ζουν μέσα στη γη, στ’ αβγά των πουλιών – και στον ίδιο τον άνθρωπο. Γιατί αυτές οι χημικές ουσίες έχουν αποθηκευθεί τώρα στα σώματα των περισσότερων ανθρώπων, άσχετα με την ηλικία τους. Εμφανίζονται στο μητρικό γάλα, και ίσως και στους ιστούς του εμβρύου.

Κι όλα αυτά έγιναν, εξ αιτίας της ξαφνικής ανόδου και της εκπληκτικής ανάπτυξης μιας βιομηχανίας που παράγει συνθετικές χημικές ουσίες φτιαγμένες από τον άνθρωπο, ουσίες που έχουν την δυνατότητα να σκοτώνουν τα έντομα. Η βιομηχανία αυτή είναι παιδί του Δευτέρου Παγκόσμιου Πολέμου. Στη διάρκεια της παραγωγής χημικών ουσιών για την πολεμική βιομηχανία, ανακαλύφτηκε πως μερικές απ’ αυτές τις ουσίες που είχαν κατασκευαστεί στο εργαστήριο, ήταν θανατηφόρες για τα έντομα. Η ανακάλυψη αυτή δεν έγινε τυχαία΄ τα έντομα χρησιμοποιούνται ευρέως για πειράματα που αφορούσαν το κατά πόσο ορισμένες χημικές ουσίες θα μπορούσαν να προκαλέσουν το θάνατο στον άνθρωπο.

Το αποτέλεσμα ήταν μια ατέλειωτη σειρά συνθετικών εντομοκτόνων, όπως βλέπουμε. Επειδή είναι φτιαγμένα από τον άνθρωπο – ύστερα από εξαιρετικά ευφυείς χειρισμούς μέσα στο εργαστήριο που γίνονται πάνω στο μόριο με την υποκατάσταση ατόμων και την αλλαγή της κατανομής τους – διαφέρουν πάρα πολύ απ’ τα απλούστερα εντομοκτόνα της προπολεμικής περιόδου. Εκείνα κατασκευάζονται από φυσικά ανόργανα άλατα κι από φυτικά προϊόντα – πρόκειται για συνθετικά του αρσενικού, του χαλκού, του μολύβδου, του μαγγανίου, του ψευδάργυρου κι άλλων αλάτων, καθώς και για το πύρεθρο που βγαίνει από τα ξερά λουλούδια του χρυσάνθεμου, την θεϊκή νικοτίνη από μερικά φυτά συγγενή του καπνού και την ροτενόνη από τα οσπριώδη φυτά των Ανατολικών Ινδιών.

Αυτό που κάνει τα νέα συνθετικά εντομοκτόνα να ξεχωρίζουν είναι η τεράστια δύναμη που έχουν πάνω στην ζωή. Η τεράστια αυτή δύναμη δεν περιορίζεται μόνο στο να υπεισέρχονται στις πιο ζωτικές διαδικασίες του σώματος, αλλά να τους προκαλούν και μεταβολές που είναι βλαβερές και κάποτε και θανατηφόρες. Έτσι, όπως θα δούμε, καταστρέφουν τα ίδια τα ένζυμα των οποίων η λειτουργία προστατεύει το σώμα από διάφορες βλάβες, σταματούν τις διαδικασίες της οξείδωσης από τις οποίες το σώμα παίρνει την ενέργειά του, εμποδίζουν τη φυσιολογική λειτουργία διαφόρων οργάνων και θέτουν σε λειτουργία, πολλές φορές, την αργή και αμετάκλητη μεταβολή μέσα στα κύτταρα που ονομάζουμε σχηματισμό κακοήθους όγκου.

Κι όμως κάθε χρόνο προσθέτουμε στον κατάλογο καινούργιες πιο επικίνδυνες χημικές ουσίες κι επινοούμε νέες χρήσεις γι’ αυτές, έτσι ώστε η επαφή με τις ουσίες αυτές να γίνεται παντού και σε κάθε στιγμή. Η παραγωγή συνθετικών φυτοφαρμάκων ανέβηκε από 124,259,000 λίμπρες το 1947 σε 637,666,000 λίμπρες το 1960 – πράγμα που σημαίνει ότι αυξήθηκε πάνω από πέντε φορές. Η αξία των προϊόντων αυτών υπερέβαινε χοντρικά, τα 250 εκατομμύρια δολλάρια. Αλλά αυτοί οι αριθμοί δεν είναι παρά η αρχή, γιατί η βιομηχανία αυτή έχει μεγάλα σχέδια κι ελπίδες.

Επομένως είναι απαραίτητο για τον καθένα μας να γνωρίζει ποια είναι και τι κάνουν αυτά τα φυτοφάρμακα. Αν πρόκειται να ζήσουμε τόσο κοντά μ’ αυτές τις χημικές ουσίες – να τις τρώμε, να τις πίνουμε, να μπαίνουν μέσα στο μεδούλι μας – τότε είναι καλύτερα να ξέρουμε πώς είναι φτιαγμένα και τι δύναμη έχουν.

Παρ’ όλο που ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος σημείωσε την αλλαγή που μας έκανε να στραφούμε από τις ανόργανες χημικές ουσίες, στο θαυμαστό κόσμο των οργανικών ουσιών (στο μόριο του άνθρακα δηλ.), εξακολουθούν να υπάρχουν μερικά απ’ τα παλιά προϊόντα. Το κυριότερο απ’ αυτά είναι το αρσενικό, που εξακολουθεί να είναι το βασικό συστατικό μιας μεγάλης ποικιλίας ζιζανιοκτόνων κι εντομοκτόνων. Το αρσενικό είναι μια εξαιρετικά τοξική ουσία που εμφανίζεται κατά την εξόρυξη διάφορων μεταλλευμάτων και σε πολύ μικρές ποσότητες στα ηφαίστεια, στη θάλασσα και στα νερά των πηγών. Οι σχέσεις του με τον άνθρωπο είναι ποικίλλες και έχουν κάποια ιστορία. Επειδή οι ενώσεις που το περιέχουν είναι άγευστες, ήταν το καλύτερο μέσο που χρησιμοποιόταν για τα διάφορα εγκλήματα, πολύ πριν από την εποχή των Βοργίων κι ακόμα και σήμερα. Αρσενικό υπάρχει και στην καπνιά των Εγγλέζικων τζακιών, και μαζί με ορισμένους αρωματικούς υδρογονάνθρακες, θεωρείται υπεύθυνο για την καρκινογόνο δράση της αιθάλης, που ανακαλύφτηκε περίπου πριν από δυο αιώνες από έναν Άγγλο γιατρό. Έχουν παρουσιαστεί, ακόμα, επιδημίες χρόνιας δηλητηρίασης από αρσενικό που προσέβαλε ολόκληρους πληθυσμούς που εξετέθηκαν σ’ αυτό για μεγάλα χρονικά διαστήματα. Επίσης έχει παρατηρηθεί ότι σ’ ένα περιβάλλον που είναι μολυσμένο από αρσενικό έχουν επέλθει θάνατοι αλόγων, αγελάδων, χοίρων, κατσικιών, ψαριών, ελαφιών και μελισσών. Παρ’ όλα αυτά τα στοιχεία, το ράντισμα με αρσενικό κι η χρησιμοποίηση του σε σκόνη, είναι πολύ διαδεδομένα. Στις νότιες Ηνωμένες Πολιτείες όπου ραντίζονται τα βαμβάκια με αρσενικό, είναι αδύνατο σχεδόν να υπάρξει βιομηχανία εκτροφής μελισσών. Οι αγρότες που χρησιμοποιούν αρσενικό σε σκόνη για μεγάλα χρονικά διαστήματα, υποφέρουν συχνά από χρόνια δηλητηρίαση απ’ αυτό΄ επίσης, έχουν δηλητηριαστεί κατοικίδια ζώα από τα ραντίσματα ή από ζιζανιοκτόνα που περιέχουν αρσενικό. Η σκόνη που περιέχει αρσενικό και που χρησιμοποιείται για τα φραγκοστάφυλλα μεταφέρεται με τον αέρα στα γειτονικά κτήματα και μολύνει τα νερά, σκοτώνει τις μέλισσες και τις αγελάδες και προκαλεί αρρώστιες στον άνθρωπο. «Είναι σχεδόν αδύνατο… να χρησιμοποιηθούν προϊόντα που περιέχουν αρσενικό με τρόπο που να αγνοεί περισσότερο την γενική υγεία, απ’ ό,τι έχει γίνει στη χώρα μας τα τελευταία χρόνια» είπε ο Δρ. Γ. Χιούπερ, του Εθνικού Αντικαρκινικού Ινστιτούτου, που είναι αυθεντία στον καρκίνο που προκαλείται από το περιβάλλον. «Οποιοσδήποτε βλέπει τους ανθρώπους που ραντίζουν με εντομοκτόνα, ή χρησιμοποιύν σκόνες που περιέχουν αρσενικό, εντυπωσιάζεται από την τρομακτική αδιαφορία με την οποία γίνονται οι δουλειές αυτές».

Τα μοντέρνα εντομοκτόνα είναι ακόμα πιο επικίνδυνα. Η μεγάλη πλειοψηφία τους ανήκει σε μια απ’ τις δυο μεγάλες κατηγορίες χημικών ενώσεων. Η μια εκπροσωπείται από το Ντι Ντι Τι, και είναι γνωστή με τη γενική ονομασία «χλωριούχοι υδρογονάνθρακες». Η άλλη ομάδα αποτελείται από εντομοκτόνα που περιέχουν οργανοφωσφορικές ενώσεις, κι εκπροσωπείται από το γνωστό μας μαλαθείο και παραθείο. Όλα έχουν κάτι το κοινό μεταξύ τους. Όπως αναφέρουμε και προηγουμένως δημιουργούνται με βάση τα άτομα του άνθρακα, που αποτελούν επίσης τα απαραίτητα συστατικά της ζωής, κι έτσι ταξινομούνται σαν «οργανικά». Για να τα κατανοήσουμε πρέπει να δούμε από τι είναι φτιαγμένα, και πώς, παρ’ όλο που συνδέονται με τη βασική χημεία της κάθε μορφής ζωής, μετατρέπονται με τρόπο, ώστε να γίνουν αιτίες θανάτου.

Το βασικό στοιχείο, ο άνθρακας, είναι ένα στοιχείο που τα άτομά του έχουν μια σχεδόν άπειρη ικανότητα να ενώνονται μεταξύ τους σε αλύσεις και δακτύλιους και σε διάφορους άλλους σχηματισμούς, καθώς και να ενώνονται με άτομα άλλων στοιχείων. Πραγματικά, η μεγάλη ποικιλία των ζωντανών οργανισμών, από τα βακτήρια μέχρι τη μεγάλη γαλάζια φάλαινα, οφείλεται κατά μεγάλο μέρος σ’ αυτή την ικανότητα του άνθρακα. Το σύνθετο μόριο της πρωτεΐνης έχει σα βάση του το άτομα του άνθρακα, και το ίδιο συμβαίνει με τα λίπη, τους υδατάνθρακες, τα ένζυμα και τις βιταμίνες. Το ίδιο συμβαίνει ακόμα και με πάρα πολλά μη ζωντανά πράγματα, γιατί ο άνθρακας δεν είναι μόνο το σύμβολο της ζωής.

Ορισμένα οργανικά συνθετικά είναι απλώς συνδυασμοί άνθρακα και υδρογόνου. Το πιο απλό απ’ αυτά είναι το μεθάνιο που σχηματίζεται στη φύση από την βακτηριακή αποσύνθεση της οργανικής ύλης κάτω απ’ το νερό. Όταν αναμιχθεί με αέρα στις κατάλληλες αναλογίες, το μεθάνιο γίνεται το εκρηκτικό αέριο που υπάρχει στα ορυχεία του λιγνίτη. Η δομή του είναι εξαιρετικά απλή, κι αποτελείται από ένα άτομο άνθρακα στο οποίο έχουν προστεθεί τέσσερα άτομα υδρογόνου.

Οι χημικοί ανακάλυψαν ότι είναι δυνατό να ελευθερώσουμε ένα απ’ όλα τα άτομα του υδρογόνου και να το αντικαταστήσουμε με άλλα στοιχεία. Για παράδειγμα, αν αντικαταστήσουμε ένα άτομο υδρογόνου μ’ ένα άτομο χλωρίου θα έχουμε το χλωριούχο μεθύλιο.

Αν αντικαταστήσουμε τρία άτομα υδρογόνου με χλώριο, τότε θα έχουμε το αναισθητικό χλωροφόρμιο.

Αν αντικαταστήσουμε όλα τα άτομα υδρογόνου με άτομα χλωρίου, το αποτέλεσμα θα είναι ο τετραχλωριούχος άνθρακας, το καθαριστικό υγρό.

Με απλά λόγια, οι αλλαγές αυτές που γίνονται πάνω στο βασικό μόριο του μεθανίου μας δείχνουν τι είναι ένας χλωριούχος υδρογονάνθρακας. Αυτό όμως που δείξαμε παραπάνω μας δίνει μια μικρή ιδέα για την αληθινή περίπλοκη υφή του χημικού κόσμου των υδρογονανθράκων, ή για τις αλλαγές με τη βοήθεια των οποίων, ο χημικός που ασχολείται με την οργανική χημεία, δημιουργεί την τεράστια ποικιλία των παρασκευασμάτων του. Γιατί αντί να χρησιμοποιήσει το μόριο του μεθανίου που έχει μόνο ένα άτομο άνθρακα, μπορεί να δουλέψει με μόρια υδρογονανθράκων που αποτελούνται από πολλά άτομα άνθρακα που σχηματίζουν δακτύλιους ή αλύσεις, πλάγιες αλύσεις ή άλλους σχηματισμούς και συνδέονται μεταξύ τους με χημικούς δεσμούς που δεν είναι απλώς άτομα υδρογόνου ή χλωρίου, παρά μια μεγάλη ποικιλία χημικών ομάδων. Με σχετικά μικρές αλλαγές, μεταβάλλεται όλος ο χαρακτήρας της ουσίας΄ αρκεί να πούμε ότι έχει μεγάλη σημασία, όχι μονάχα το χημικό συστατικό που προσδένεται, αλλά και η θέση στην οποία τοποθετείται ως προς τον άνθρακα. Τέτοιοι ευφυείς χειρισμοί είχαν σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία αυτής της στρατιάς των δηλητηρίων που έχουν πραγματικά τρομακτική δύναμη.Το Ντι Ντι Τι (DDT) (διχλωρο-διφαινυλο-τριχλωρο-αιθάνιο) κατασκευάστηκε για πρώτη φορά από έναν Γερμανό χημικό το 1874, αλλά η ιδιότητά του σαν εντομοκτόνο δεν ανακαλύφτηκε παρά το 1939. Σχεδόν αμέσως το Ντι Ντι Τι έγινε γνωστό σαν ένα μέσο που θα μπορούσε να εξαλείψει τις ασθένειες που προκαλούνταν από έντομα και να κερδίσει τον αγώνα του γεωργού κατά των καταστροφέων αυτών των σπαρτών μέσα σε μια νύχτα. Ο Πωλ Μύλλερ, ο Ελβετός που το ανακάλυψε, πήρε το βραβείο Νόμπελ.


Το Ντι Ντι Τι χρησιμοποιείται τώρα τόσο πλατιά, που για τον περισσότερο κόσμο μοιάζει αβλαβές, επειδή ακριβώς είναι τόσο συνηθισμένο. Ίσως ο μύθος του ότι το Ντι Ντι Τι δεν βλάπτει, βασίζεται στο γεγονός ότι μια απ’ τις πρώτες χρήσεις του ήταν η χρησιμοποίησή του πάνω σε χιλιάδες στρατιώτες, πρόσφυγες κι αιχμαλώτους στη διάρκεια του πολέμου για να καταπολεμηθούν οι ψείρες. Πιστεύεται γενικά, ότι επειδή τόσο πολλοί άνθρωποι ήρθαν σε τόσο στενή επαφή με το Ντι Ντι Τι και δεν έπαθαν κάποια άμεση ζημιά, σίγουρα αυτή η χημική ουσία δεν προκαλεί βλάβες. Αυτή η δικαιολογημένη παρεξήγηση ξεκινάει από το γεγονός ότι – αντίθετα με τους άλλους χλωριούχους υδρογονάνθρακες – το Ντι Ντι Τι σε μορφή σκόνης δεν απορροφάται αμέσως από το δέρμα. Όταν διαλυθεί μέσα σε πετρέλαιο όπως γίνεται συνήθως, είναι σαφώς τοξικό. Αν το καταπιεί κανείς, απορροφάται σιγά-σιγά από το πεπτικό σύστημα΄ μπορεί επίσης ν’ απορροφηθεί κι από τους πνεύμονες. Όταν θα μπει στο σώμα, θ’ αποθηκευτεί, στο μεγαλύτερο μέρος του, σε όργανα που διαθέτουν πλούσιες λιπαρές ουσίες (γιατί το ίδιο το Ντι Ντι Τι διαλύεται σε λίπος) όπως είναι τα επινεφρίδια, οι όρχεις κι ο θυρεοειδής. Σχετικά μεγάλες ποσότητες εγκαθίστανται στο συκώτι, στα νεφρά και στο λίπος των προστατευτικών μεσεντερίων που βρίσκονται γύρω από τα έντερα.

Αυτή η αποθήκευση του Ντι Ντι Τι αρχίζει με την ελάχιστη λήψη της χημικής αυτής ουσίας (που υπολείμματά της βρίσκονται σχεδόν πάνω σ’ όλες τις τροφές) και συνεχίζεται μέχρι να φτάσει σε αρκετά υψηλά επίπεδα. Οι λιπαροί χώροι αποθήκευσης δρουν σαν βιολογικοί πολλαπλασιαστές, κι έτσι η λήψη Ντι Ντι Τι σε αναλογία 1/10 προς 1 εκατομμύριο (εννοούμε δηλ. πως αν η δίαιτά μας αποτελείται από 1 εκατομμύριο μέρη, το 1/10 μόνο ενός μέρους απ’ αυτήν είναι η τοξική ουσία) στη δίαιτά μας, όταν αποθηκευτεί φθάνει μια αναλογία 10 ως 15 προς ένα εκατομμύριο, γίνεται δηλ. μια αύξηση εκατό φορές ή και παραπάνω. Αυτά τα μεγέθη που αναφέρουμε είναι πολύ συνηθισμένα για το χημικό ή τον φαρμακολόγο, αλλά όχι για μας. Η αναλογία 1 προς 1 εκατομμύριο, μας φαίνεται κάτι το ελάχιστο – κι έτσι είναι. Αλλά αυτές οι ουσίες είναι τόσο ισχυρές, που μια ελάχιστη ποσότητα μπορεί να προκαλέσει τεράστιες μεταβολές στο σώμα μας. Στα πειράματα που έγιναν πάνω σε ζώα, μια ποσότητα Ντι Ντι Τι σε αναλογία 3 προς 1 εκατομμύριο, αποδείχτηκε ότι κατέστρεψε ένα ένζυμο απαραίτητο για τον καρδιακό μυ. Μια αναλογία πέντε προς 1 εκατομμύριο προκάλεσε νέκρωση ή διαμελισμό κυττάρων του συκωτιού. Δεν χρειάστηκε παρά μια αναλογία 2,5 προς 1 εκατομμύριο δυο άλλων πολύ συγγενών χημικών ουσιών, της ντιελντρίν και της χλωρντέην, για να έχουμε το ίδιο αποτέλεσμα.

Τα γεγονότα αυτά δεν πρέπει να μας προκαλούν έκπληξη. Στις φυσιολογικές χημικές λειτουργίες του ανθρώπινου σώματος υπάρχει σχεδόν η ίδια σχέση που υπάρχει μεταξύ του αιτίου και του αποτελέσματος. Για παράδειγμα, μια ελάχιστη ποσότητα ιωδίου, ας πούμε δυο δεκάκις χιλιοστά του γραμμαρίου, σημειώνει τη διαφορά μεταξύ του υγιούς και του αρρώστου ατόμου. Επειδή αυτές οι μικρές ποσότητες των φυτοφαρμάκων αποθηκεύονται και συσσωρεύονται εύκολα και απεκκρίνονται πάρα πολύ αργά, η απειλή χρόνιας δηλητηρίασης και εκφύλισης του συκωτιού ή και άλλων οργάνων, είναι πολύ σοβαρή.

Οι επιστήμονες δεν συμφωνούν για τις ποσότητες Ντι Ντι Τι που μπορεί να αποθηκεύσει το ανθρώπινο σώμα. Ο Δρ. Άρνολντ Λέμαν, που είναι υπεύθυνος φαρμακολόγος της Υπηρεσίας Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων λέει πως δεν υπάρχει κατώτατο όριο για τις ποσότητες Ντι Ντι Τι που απορροφώνται, ούτε και ανώτατο όριο πέραν του οποίου σταματάει η απορρόφηση και η αποθήκευση. Από την άλλη μεριά, ο Δρ. Γουέιλαντ Χέιζ της Υπηρεσίας Προστασίας της Δημόσιας Υγείας των Ηνωμένων Πολιτειών, υποστηρίζει ότι σε κάθε άτομο επιτυγχάνεται ένα σημείο ισορροπίας και ότι οι ποσότητες του Ντι Ντι Τι που ξεπερνούν αυτή την ποσότητα, απεκκρίνονται. Για πρακτικούς λόγους, δεν έχει ιδιαίτερη σημασία ποιος απ’ τους δυο έχει δίκιο. Η αποθήκευση του Ντι Ντι Τι στο ανθρώπινο σώμα έχει διερευνηθεί, και γνωρίζουμε πως ο μέσος άνθρωπος συσσωρεύει ποσότητες που έχουν τη δύναμη να τον βλάψουν. Σύμφωνα με διάφορες μελέτες, τα άτομα που δεν εκτίθενται με άλλο τρόπο (παρά μόνο διά μέσου της δίαιτάς τους) στο Ντι Ντι Τι, αποθηκεύουν κατά μέσο όρο μια αναλογία 5,3 ως 7,4 προς 1 εκατομμύριο, οι γεωργοί μια αναλογία 17,1 προς 1 εκατομμύριο κι οι εργάτες που δουλεύουν σε εργοστάσια παρασκευής εντομοκτόνων φτάνουν μια αναλογία 648 προς 1 εκατομμύριο. Η κλίμακα λοιπόν είναι μεγάλη όπως βλέπουμε και πρέπει ακόμα να ξέρουμε πως κι οι ελάχιστες ποσότητες ακόμα, ξεπερνούν το επίπεδο στο οποίο μπορεί να αρχίσει να βλάπτεται το συκώτι και άλλα όργανα και ιστοί.

Ένα από τα πιο επικίνδυνα χαρακτηριστικά του Ντι Ντι Τι και των παρόμοιων χημικών ουσιών, είναι ο τρόπος που περνούν από τον ένα οργανισμό στον άλλο, σ’ όλα τα επίπεδα της διαδικασίας της διατροφής. Για παράδειγμα, ας πούμε ότι ραντίζουμε με Ντι Ντι Τι χωράφια όπου καλλιεργείται μηδική΄ από το φυτό αυτό παρασκευάζονται ζωοτροφές και δίνονται στις κότες΄ οι κότες γεννούν αβγά που περιέχουν Ντι Ντι Τι. Ακόμα και τα στάχυα που περιέχουν υπολείμματα σε αναλογία 7-8 προς 1 εκατομμύριο, δίνονται στις αγελάδες. Το Ντι Ντι Τι βρίσκεται στο γάλα σε αναλογία περίπου 3 προς 1 εκατομμύριο, αλλά στο βούτυρο που φτιάχνεται από το γάλα αυτό μπορεί να φτάσει μια αναλογία 65 προς 1 εκατομμύριο. Μ΄ αυτή την διαδικασία της μεταφοράς που ακολουθεί το Ντι Ντι Τι, κάτι που άρχισε σαν μια πολύ μικρή ποσότητα, μπορεί να καταλήξει σε μια μεγάλη συμπύκνωση της ουσίας αυτής. Οι αγρότες σήμερα, βρίσκουν μεγάλες δυσκολίες για να προμηθευτούν ζωοτροφές που δεν έχουν μολυνθεί για τις αγελάδες που παράγουν γάλα, παρ’ όλο που η Υπηρεσία Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων απαγορεύει την παρουσία υπολειμμάτων εντομοκτόνων στο γάλα που αποτελεί αντικείμενο του εμπορίου μεταξύ των διαφόρων πολιτειών.

Το δηλητήριο μπορεί επίσης να περάσει από τη μητέρα στα μικρά της. Έχουν ανακαλυφτεί στο ανθρώπινο γάλα υπολείμματα εντομοκτόνων σε δείγματα που ελέγχτηκαν από επιστήμονες της Υπηρεσίας Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων. Αυτό σημαίνει ότι το βρέφος που θηλάζει, παίρνει μικρές αλλά συνεχείς ποσότητες της ουσίας αυτής, που προστίθεται στο φορτίο των τοξικών χημικών ουσιών που σχηματίζονται μέσα στο σώμα του. Όμως, αυτή δεν είναι η πρώτη φορά που το μωρό εκτίθεται σε τέτοιες ουσίες: έχουμε σοβαρούς λόγους να πιστεύουμε ότι η ιστορία αυτή αρχίζει όταν βρίσκεται ακόμα μέσα στη μήτρα. Σε πειράματα που έχουν γίνει πάνω σε ζώα, τα εντομοκτόνα που αποτελούνται από χλωριούχους υδρογονάνθρακες, περνούν εύκολα από τον πλακούντα, το κυριότερο προστατευτικό μέσο που βρίσκεται ανάμεσα στη μητέρα και το παιδί για να προστατευτεί το έμβρυο από τις βλαβερές ουσίες του μητρικού σώματος. Ενώ οι ποσότητες που λαμβάνουν τα βρέφη με τον τρόπο αυτό είναι πολύ μικρές, δεν είναι καθόλου ασήμαντες, γιατί τα παιδιά είναι πιο ευαίσθητα στις δηλητηριάσεις απ’ τους μεγάλους. Αυτά όλα σημαίνουν επίσης πως σήμερα, το μέσο άτομο αρχίζει τη ζωή του με μια πρώτη ποσότητα χημικής ουσίας που σ’ αυτήν θα προστίθενται συνέχεια κι άλλες, και το σώμα θα πρέπει πάντοτε να τις κουβαλάει μαζί του.

Όλα αυτά τα γεγονότα – η αποθήκευση χαμηλών ποσοτήτων, η συνεχής συσσώρευση, κι η συχνότητα βλάβης στο συκώτι που προκαλούνται από τις ποσότητες που υπάρχουν σ’ ένα κανονικό διαιτολόγιο – έκαναν την Υπηρεσία Ελέγχου Τροφίμων και Φαρμάκων να δηλώσει το 1950 ότι είναι «πιθανότατο να έχουμε υποεκτιμήσει την σοβαρότητα των κινδύνων του Ντι Ντι Τι». Δεν υπήρχε ποτέ καμιά παρόμοια περίπτωση στην ιστορία της ιατρικής. Αλλά κανένας δεν ξέρει ποιες μπορεί να είναι οι τελικές συνέπειες.

Πηγή: Σιωπηλή Άνοιξη-Ράκελ Κάρσον

Τα ελιξήρια του θανάτου (Μέρος Ι) 

Leave a comment »